Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από τα δικά του λόγια.[1]
”Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πόσο ψυχρά και σχεδόν αποστασιοποιημένα αντιμετωπίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον άνθρωπο που ήταν ο προσωπικός και σκληρότερος πολιτικός αντίπαλός του. Χρησιμοποιεί σκληρούς όρους και αφήνει αιχμηρά υπονοούμενα, αλλά μοιάζει να θέλει να «κλείσει τα βιβλία» μαζί του. Αντιθέτως, είναι το πάθος και η ένταση που χαρακτηρίζουν τις αναφορές του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή”.[2]
Ο Αλέξης Παπαχελάς, ήδη από την δεύτερη παράγραφο του προλόγου -στον 2ο τόμο- επισημαίνει το ”πάθος” και την ”ένταση” του Μητσοτάκη απέναντι στον Καραμανλή. Σε αντιδιαστολή μάλιστα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον Αντρέα. Δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει τις αιτίες-πληγές από τις οποίες πηγάζει αυτό το ”πάθος”. Αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Συμπεράσματα, ωστόσο, που εξαρτώνται από την γνώση που έχει ο αναγνώστης για την ιστορία αλλά και από τα ερμηνευτικά του ”εργαλεία” που διαθέτει. Δεν συμφωνώ με τις εκτιμήσεις που κάνει ο Α.Π. ότι: ”Ο έμπειρος πολιτικός ηγέτης ήταν πλήρως απελευθερωμένος” και ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ”να κερδίσει τη μάχη της υστεροφημίας”. Επίσης δεν θεωρώ συμπτωματική την αναφορά ότι οι συνεντεύξεις ”καταγράφηκαν και στην κάμερα”.[3]
Ο Α.Π. χαρακτηρίζει τον Μητσοτάκη ως ένα πολιτικό άνδρα(statesman) ο οποίος αναλίσκει ένα μέρος του χρόνου του στην ”μικροπολιτική και το παρασκήνιο”. ”Αυτός ο τόμος αντικατοπτρίζει τις δύο όψεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τον απίθανο αυτόν συνδυασμό ενός statesman και ενός ανθρώπου που αφιέρωνε τον υπόλοιπο χρόνο του στη μικροπολιτική και το παρασκήνιο. […] Σε αυτό το βιβλίο ο Μητσοτάκης καταθέτει με ωμό και προφανώς αυστηρά υποκειμενικό τρόπο το δικό του αφήγημα για το τι άφησε πίσω του και ποιοι τον πολέμησαν μέχρι τελικής πτώσης. Είναι ο ιστορικός του μέλλοντος που θα μπορέσει να διασταυρώσει περιγραφές και γεγονότα. Το βιβλίο αποτυπώνει τον ίδιο τον Μητσοτάκη με τα δικά του λόγια και μόνο...”.[4] Ο Α.Π. επισημαίνει ότι ο Μητσοτάκης ”καταθέτει με ωμό και προφανώς αυστηρά υποκειμενικό τρόπο το δικό του αφήγημα”. Επίσης τονίζει, για να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι ”Το βιβλίο αποτυπώνει τον ίδιο τον Μητσοτάκη με τα δικά του λόγια και μόνο...”. Το βιβλίο, όντως, ”αποτυπώνει τον ίδιο τον Μητσοτάκη με τα δικά του λόγια και μόνο...”!
Η επιχείρηση ”τσάι και συμπάθεια”, με στόχο ειδικές κατηγορίες ψηφοφόρων της Δεξιάς, συνεχίζεται και εδώ, όπως και στον πρώτο τόμο, καθώς και οι επιθέσεις με στόχο την αποδόμηση της προσωπικότητας του Καραμανλή. Αναφερόμενος στον τελευταίο λέει ”ένα κομμάτι της Δεξιάς δεν μπόρεσε ποτέ του να το πάρει. Έτσι θα το ‘λεγα εγώ σωστότερα. Ένα κομμάτι το οποίο εγώ χωρίς δυσκολία το πήρα όταν έγινα αρχηγός και είχα μία πληρέστερη Δεξιά. Η Δεξιά ήταν ένα καλό κομμάτι του ελληνικού λαού χωρίς καμία αμφιβολία.”.[5] Ποιο ήταν αυτό το ”καλό κομμάτι της Δεξιάς”[6] που ο Καραμανλής δεν μπόρεσε να πάρει και το κέρδισε ή, εν πάση περιπτώσει, επιχειρεί επίμονα να κερδίσει ο Μητσοτάκης; Σε ποιες κατηγορίες των ψηφοφόρων της Δεξιάς απλώνει τα δίχτυα του; Ποιών πολιτών χαϊδεύει τ’ αυτιά όταν ισχυρίζεται ότι ”Από τότε που έγινα αρχηγός της παραδοσιακής Δεξιάς, ήμουν ίσως ο μόνος αληθινός αρχηγός της. Ο Καραμανλής ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς, η παράταξη ποτέ δεν τον ανεγνώρισε ως αρχηγό, τον ψήφισε αλλά δεν τον ανεγνώρισε.”;[7] Ήταν ο ”ο μόνος αληθινός αρχηγός” της Δεξιάς, τον Καραμανλή η παράταξη ”ποτέ δεν τον ανεγνώρισε ως αρχηγό”! Αποφεύγει βέβαια, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να αναφερθεί στις ιδιαίτερες καταβολές αυτού του ”καλού κομματιού της Δεξιάς”.
Αρχίζει το ματς.
Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο Παπαχελάς ξεκινά το 1ο κεφάλαιο με την ακόλουθη παράγραφο; ”Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η πολιτική «έρημος» της περιόδου 1974-1977 ήταν μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδος. Είναι η περίοδος όπου μπαίνουν οι βάσεις της μεταπολίτευσης και ο ίδιος βρίσκεται εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό. Με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 καταργεί τη βασιλεία στην Ελλάδα1. Πολλά χρόνια αργότερα ο Μητσοτάκης θα προκαλέσει σάλο όταν θα το αποκαλέσει «unfair» («άδικο») σε μία συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο στις 4 Φεβρουάριου 1988”[8]. Που πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή μας; Στην πολιτική ”έρημο” που διήλθε ο Μητσοτάκης; Στην πολιτική κυριαρχία του Καραμανλή την ίδια περίοδο; Ή στη δήλωση Μητσοτάκη, για «unfair» του Καραμανλή απέναντι στον Κωνσταντίνο και στην βασιλεία, που διατυπώθηκε μια δεκαετία αργότερα; Θέλει ο Παπαχελάς, χωρίς να το διατυπώνει, να επισημάνει μια προσπάθεια προσέλκυσης των βασιλοφρόνων;
Η συνέχεια της αφήγησης ”με τα δικά του λόγια και μόνο” είναι διαφωτιστική: ”Εγώ είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσουν τα άδικα και από κει ξεκινά και η στάση μου απέναντι στον Κωνσταντίνο. Από δύο πράγματα, πρώτον το γεγονός ότι δεν έχω κανένα κόμπλεξ απέναντι του, διότι δεν του χρωστώ τίποτε. Υπήρξα αντίπαλός του. Όσο μπόρεσε με πολέμησε την εποχή εκείνη”[9]. Πότε ακριβώς τον ”πολέμησε”; Το ’63 όταν τα Ανάκτορα ”έδιωξαν τον Καραμανλή” -προσφέροντας την εξουσία στην Ε.Κ.- και τους έδωσαν την ”διάλυση της Βουλής με αντάλλαγμα τον έλεγχο του στρατού”; Τον πολεμούσαν όταν το alter ego του, ο Κόκκας, διαπραγματευόταν με τον Χοϊδά το μοίρασμα της εξουσίας με τα Ανάκτορα; Τον πολέμησε το ’65 όταν είχε ξεσπάσει ο ”εμφύλιος” μεταξύ των ”οπλαρχηγών” του ”Κέντρου”; Συνεχίζοντας το απογειώνει: Ήμουν αντίπαλος, αλλά δεν θέλω και το άδικο. Δεν μπορούσα να δεχτώ το γεγονός ότι γίνεται ένα δημοψήφισμα και δεν του επιτρέπεις να γυρίσει πίσω. Δεν είναι σωστό, δεν μπορούσα να δεχτώ ότι του τρως την περιουσία του, που είναι δική του. […] Αυτά τα οποία πιστεύω τα λέω και επειδή δεν μου αρέσει το άδικο συνέβη πολλές φορές να παρουσιαστώ υποστηρικτής του Κωνσταντίνου και να είμαι και υποστηρικτής του Κωνσταντίνου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχα πολιτικά τίποτα το κοινό μαζί του. Άλλωστε ήταν γνωστό ότι εγώ ήμουν ο μόνος που ήταν σίγουρα και αποδεδειγμένα αντιβασιλικός”.[10] Αν οι διαβεβαιώσεις δεν αρκούσαν θα μπορούσε και να ορκιστεί. Ήταν ”ο μόνος που ήταν σίγουρα και αποδεδειγμένα αντιβασιλικός” αλλά… υπήρξε ένας ”έντιμος αντίπαλος” που δεν ανεχόταν το άδικο! Ως ”έντιμο αντίπαλο” ήλπιζε οι φιλοβασιλικοί ψηφοφόροι να τον ανταμείψουν!
Το ”παραμύθι” σε άλλη διάσταση.
Για να ”δέσει το γλυκό” η αφήγηση συνεχίζεται με την αδικία που υποτίθεται ότι υπέστη ο ίδιος από τον Καραμανλή. Έτσι θα υπάρξει ένα πιο έντονο ”ψυχικό δέσιμο” με τους πιστούς οπαδούς του βασιλιά. Δηλώνει ο Μητσοτάκης ”Ο Καραμανλής φέρθηκε απέναντι μου κατά τρόπον απερίγραπτο. Εγώ πάντοτε έλεγα ότι ο Καραμανλής δεν εξαπάτησε τους παλιούς πολιτικούς κατευθείαν. Τους άφηνε να ελπίζουν, τους δημιουργούσε προσδοκίες, αλλά σε κανέναν δεν είχε δώσει υπόσχεση ρητή που να μην την τηρήσει. Μαζί μου ο Καραμανλής το έκανε αυτό. Είμαι ο μόνος άνθρωπος τον οποίο ο Καραμανλής εξαπάτησε συνειδητά. […] Αποχωριστήκαμε πάντοτε σαν στενοί φίλοι και συνεργάτες. Ήταν αυτονόητο ότι εγώ ήμουν ο επιτελάρχης του Καραμανλή όλα τα χρόνια της εξορίας. […] Και ο Καραμανλής γυρίζει πίσω και δεν με κάνει υπουργό. Εντάξει. Όταν τον είδα μου είπε: “Μην το συζητήσεις, θα το κάνουμε λίγο αργότερα”.[11] Πόσο αγνώμων πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός που δεν κάνει υπουργό τον ”επιτελάρχη” του; Ερήμην του Καραμανλή αυτοανακηρύχθηκε ”επιτελάρχης” ενός ηγέτη που, στα δεκατέσσερα χρόνια που κυβέρνησε την χώρα, δεν χρειάστηκε ποτέ επιτελάρχη.
Συνεχίζοντας το ”αφήγημα” δηλώνει: ”Ήταν αυτονόητο, δεδομένο ότι θα κατέβαινα μαζί του στις εκλογές, διότι είχα συνεργαστεί μαζί του. Είχαμε κάνει μαζί το σχέδιο, όλο το σχέδιο που εφαρμόστηκε. […] Όλα αυτά τα είχα διαπραγματευτεί εγώ για λογαριασμό του Καραμανλή. Εγώ ήξερα και ότι, περίπου, κάναμε μαζί την κυβέρνηση με τον Καραμανλή. […] Ήμουν ο στενότερος του συνεργάτης και ήταν αυτονόητο ότι θα κατέβαινα μαζί του. Και την τελευταία στιγμή δημιουργείται πρόβλημα. Ο Καραμανλής ζορίζεται, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να με προδώσει έτσι καθαρά και αναζητεί πράγματι, ο φουκαράς, λύση. Και με φωνάζει στο σπίτι του και μου προτείνει λύση. “Επειδή” μου λέει “έχω προβλήματα με το κόμμα μου, σου προτείνω εγώ να μην κάνω συνδυασμό στα Χανιά, να κάνεις εσύ μοναχός σου συνδυασμό και φυσικά θα βγεις άμα δεν υπάρχει η ΝΔ και θα συνεργαστείς μαζί μου στην πορεία”.[12] Από μεγαλοψυχία δηλώνει ότι είχανε ”κάνει μαζί το σχέδιο”. Γιατί τι σχέδιο θα μπορούσε να κάνει ο ”φουκαράς” ο Καραμανλής χωρίς τον Μητσοτάκη. Ο ”αχάριστος” λοιπόν όχι μόνο δεν τον έκανε υπουργό το Καλοκαίρι του ’74 αλλά δεν τον έβαλε και στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. τον Νοέμβριο. Του πρότεινε μάλιστα, ο ”φουκαράς”, επειδή ”είχε προβλήματα με το κόμμα του” να κατέβει ανεξάρτητος. Δυό αστεία στην ίδια πρόταση. Ο Καραμανλής είχε προβλήματα με το ”κόμμα του” και η Ν.Δ. δεν θα κατέβαζε συνδυασμό στα Χανιά για να βγει ο Μητσοτάκης βουλευτής!
Φαίνεται όμως ότι ο Καραμανλής εξακολουθούσε να έχει ”προβλήματα με το κόμμα του” και η Ν.Δ. κατέβασε συνδυασμό στα Χανιά. Ο Μητσοτάκης, ως ανεξάρτητος υποψήφιος, δεν εξελέγη. Δηλώνει πικραμένος από τον Καραμανλή αλλά: ”Δεν διέκοψα πλήρως τις σχέσεις μου με τον Καραμανλή, λέγοντας στον εαυτό μου ότι είχα επενδύσει στο τέλος-τέλος πέντε χρόνια σκληρής προσπάθειας σε μία πολιτική και ένα κεφάλαιο, όντας δίπλα στον Καραμανλή στην εξορία. Δεν χρειαζόταν να το πετάξω από πείσμα. Και κατάπια το πικρόν ποτήριον και κράτησα μία στοιχειώδη επαφή μαζί του”.[13] Ήθελε να του ”κόψει την καλημέρα” αλλά ”είχε επενδύσει πέντε χρόνια” και δεν ήθελε να πάνε χαμένα από πείσμα. Όπως όλοι οι καλοί ”επενδυτές” ο Μητσοτάκης ήξερε ότι τις επενδύσεις τις αλλάζεις μόνο όταν έχεις την δυνατότητα να τοποθετήσεις το όποιο ”κεφάλαιο” σου αλλού. Αν δεν διαθέτεις εναλλακτικές, αν η ”επιλογή” σου είναι μονόδρομος, αν όλοι οι ”άλλοι δρόμοι” είναι για σένα κλειστοί, τότε ακολουθείς το ”μονόδρομο” και όπου σε βγάλει.
Ολική επαναφορά.
“Περίμενα καιρό, πολύν καιρό. Δεν είπα σε κανέναν λέξη. Δεν ήθελα κανένας να προσέξει ότι διψούσα κι ήθελα νερό. ... Κι ήρθε από πάνου η εντολή να βρέξει.” Παναγιώτης Κανελλόπουλος
Τελικά ο καιρός της πολιτικής ”ξηρασίας” τελειώνει για τον Μητσοτάκη το 1977. Ο Παπαχελάς σημειώνει: ”Από το 1974 έως το 1977 ο Μητσοτάκης διατηρεί τις επαφές του με τον «πιστό πυρήνα των ψηφοφόρων που δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Αυτοί ήταν το σταθερό μου αποκούμπι». Βασικός του υποστηρικτής ο μεγάλος επιχειρηματίας Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης, τον οποίο γνώρισε στα πρώτα του βήματα στην πολιτική. Τρία χρόνια ακριβώς μετά τις εκλογές του 1974, ο Καραμανλής προκήρυξε πρόωρες εκλογές που έγιναν στις 20 Νοεμβρίου 1977. Αυτή τη φορά ο Μητσοτάκης αποφασίζει να διεκδικήσει την είσοδό του στη Βουλή με το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων6 μαζί με τον βετεράνο κεντρώο πολιτικό Παύλο Βαρδινογιάννη, αδελφό του επιχειρηματία Βαρδή Βαρδινογιάννη.”.[14] Έχοντας εξασφαλίσει την συμμαχία και ενός δεύτερου κορυφαίου οικονομικού παράγοντα το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων συγκεντρώνει 55.494 ψήφους λαμβάνοντας το 1,08% του συνόλου και εκλέγει δύο βουλευτές. Εκλέγονται οι Παύλος Βαρδινογιάννης και Κώστας Μητσοτάκης.
Στις ίδιες εκλογές η Εθνική Παράταξη του Σ. Στεφανόπουλου, δίχως το οικονομικό αβαντάζ των Νεοφιλελευθέρων, συγκεντρώνει 349.988 ψήφους(υπέρ-εξαπλάσιους από τους Νεοφιλελεύθερους) λαμβάνοντας το 6,82%του συνόλου και εκλέγει πέντε βουλευτές. Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε ποια τμήματα της Δεξιάς εκπροσωπούσε η Ε.Π., ποιες κατηγορίες ψηφοφόρων της ήταν δυσαρεστημένες με τον Καραμανλή. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι, κατά κύριο λόγο, αυτοί ήταν όσοι πίστευαν ότι η Ν.Δ. μπορούσε και έπρεπε να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο καθώς και εκείνοι που πίστευαν ότι η Ν.Δ. μπορούσε και έπρεπε να μην τιμωρήσει τους Απριλιανούς. Ίσως σε αυτούς αναφέρεται ο Μητσοτάκης όταν λέει ότι ο Καραμανλής: ”ένα κομμάτι της Δεξιάς δεν μπόρεσε ποτέ του να το πάρει. Έτσι θα το ‘λεγα εγώ σωστότερα. Ένα κομμάτι το οποίο εγώ χωρίς δυσκολία το πήρα όταν έγινα αρχηγός και είχα μία πληρέστερη Δεξιά”.[15] Ενδεχομένως σε αυτήν την ”πληρότητα” της Δεξιάς όταν αυτοανακηρύσσεται ως ο μόνος αληθινός αρχηγός της: ”Από τότε που έγινα αρχηγός της παραδοσιακής Δεξιάς, ήμουν ίσως ο μόνος αληθινός αρχηγός της. Ο Καραμανλής ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς, η παράταξη ποτέ δεν τον ανεγνώρισε ως αρχηγό, τον ψήφισε αλλά δεν τον ανεγνώρισε.”[16]! Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι τα target groups στα οποία απευθύνεται επίμονα ο Κ.Μ..
Ο ”αναντικατάστατος”!
”Ο Καραμανλής δεν μπορούσε να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας χωρίς τη δική μου βοήθεια. Επειδή είχα κρατήσει μαζί του ανοικτές -και μάλλον τυπικές- σχέσεις, δεν υπήρχε πρόβλημα να τον δω και να μιλήσω μαζί του. Και με κάλεσε για να τον κάνω πρόεδρο της Δημοκρατίας διότι αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ πρόεδρος. Αυτό ο Καραμανλής το γνώριζε καλά και το πλήρωσε με το τίμημα να με ξαναφέρει στην κυβέρνηση. Είχε βέβαια και μια άλλη υστεροβουλία γιατί από παλιά έλεγε “Εγώ από την Ένωση Κέντρου τον Μητσοτάκη θέλω, αν έλθει αυτός δεν μου χρειάζονται οι άλλοι”. Αλλά φυσικά δεν πήγαινα. Ήμουν και έμεινα κεντρώος”.[1] Δεν είναι η πρώτη και δεν θα είναι ούτε η τελευταία φορά που ο ”μόνος αληθινός αρχηγός” ο οποίος παρ’ όλα αυτά ”ήταν και έμεινε κεντρώος” αυτοανακηρύσσεται μοναδικός και αναντικατάστατος. Δεν θα μπορούσε ο Καραμανλής να γίνει πρόεδρος χωρίς αυτόν αλλά ”Είχε βέβαια και μια άλλη υστεροβουλία”, μόνο αυτόν ήθελε, τον ήθελε σαν τρελός.
Αλλά ας δούμε τα στοιχεία. Οι εκλογές έγιναν στις 20/11ου/1977 και η διεύρυνση προς την Ε.Κ. και τους Νεοφιλελεύθερους έξη μήνες μετά, τον Μάιο του 1978. Η εκλογή του προέδρου θα γινόταν δύο χρόνια μετά, τον Μάιο του 1980. Δηλαδή 18 μήνες πριν από την λήξη της θητείας της Βουλής και την διεξαγωγή εκλογών. Ποιος πιστεύει ότι θα διακινδύνευαν οι βουλευτές, -αλλά και τα κόμματα, της αντιπολίτευσης(πλην της Αριστεράς φυσικά)- την έδρα τους όταν μάλιστα η εκλογή του Π.τ.Δ. γινόταν με μυστική ψηφοφορία; Να θυμίσουμε ότι η Ε.Κ. που ήταν σε ”κάθετη πτώση” είχε 16 βουλευτές, ενώ η Ε.Π. και οι Νεοφιλελεύθεροι -που συγκυριακά είχαν λάβει το 6.85% και 1,08% αντίστοιχα- είχαν 5 και 2 έδρες αντίστοιχα. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ είχε κάθε λόγο να θέλει να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές αλλά και να αποφύγει την εκλογική αντιπαράθεση Παπανδρέου-Καραμανλή. Αν αποτύγχανε η εκλογή προέδρου και προκηρύσσονταν εκλογές τον Μάιο του ’80 σίγουρα το αποτέλεσμα δεν θα είχε καμία σχέση με το αποτέλεσμα των εκλογών του Οκτωβρίου του ’81 με αντιπάλους τον Παπανδρέου και τον Ράλλη.
Αν όμως δεν έγινε για τους λόγους που ισχυρίζεται ο Μητσοτάκης η διεύρυνση τότε γιατί έγινε; Ας δούμε πάλι τα δεδομένα. Στις εκλογές τα κόμματα είχαν λάβει τα ακόλουθα ποσοστά: ΝΔ 41,84%, ΠΑΣΟΚ 25,38%, ΕΔΗΚ 11,95%, ΕΠ 6,82%, ΚΝΦ 1,08% και τα δύο κόμματα της Αριστεράς 12,08%. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ(+11,95%) λογικά προερχόταν κατά κύριο λόγο από την αποδυνάμωση της ΕΔΗΚ(-8,64%). Με δεδομένο ότι το ποσοστό της Αριστεράς(12,08%) ήταν ουσιαστικά μη διεκδικήσιμο και επίσης το γεγονός ότι λογικά οι ψηφοφόροι της ΕΠ δεν θα μετακινούντο αριστερότερα της ΝΔ, αυτοί που έμεναν διεκδικήσιμοι για την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν οι ψηφοφόροι της ΕΔΗΚ και του ΚΝΦ, εξ ου και η διεύρυνση. Παρ’ όλο που, σε κάθε περίπτωση, το 48,66% της ΔΕΞΙΑΣ(ΝΔ+ΕΠ) σε σύγκριση με το 37,33% της κεντροαριστεράς(ΠΑΣΟΚ+ΕΔΗΚ) έδινε, την Άνοιξη του ’78 ένα αίσθημα ασφάλειας στην ΝΔ. Αυτό το αίσθημα ασφάλειας ενισχυόταν με την διεύρυνση. Στόχος ήταν η πολιτική κυριαρχία και σε καμία περίπτωση η προεδρική εκλογή του 1980. Σχετικά με την ένταξη του Μητσοτάκη στην ΝΔ, στους παροικούντες της Ιερουσαλήμ κυκλοφορεί και η πληροφορία, που φαίνεται αρκετά εύλογη, ότι η αυτή έγινε κατόπιν απαίτησης του νεοφιλελεύθερου Γκένσερ, ΥΠΕΞ της Γερμανίας τότε.
Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι ”Ο Καραμανλής ήταν πάντοτε αποφασισμένος να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας και αυτό τον επηρέασε στις επιλογές που έκανε για το Σύνταγμα.”.[2] Αλλά αν ο Καραμανλής ”ήταν πάντοτε αποφασισμένος να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας” προφανώς το Σύνταγμα που ψήφισε η ΝΔ το ’75 δεν θα προέβλεπε την ενισχυμένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών για την εκλογή του. Υποστηρίζει ότι ”Πρέπει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να έχει προσωπικότητα και κύρος και για να τα έχει αυτά θα πρέπει να εκλέγεται από τον λαό. Αυτό ο Καραμανλής δεν το τόλμησε εκείνη την εποχή”[3] άποψη που είναι σεβαστή, αν όντως ήταν άποψη μη εντασσόμενη στην γενικότερη προσπάθεια αποδόμησης του Κ.Κ., αλλά απέναντι στην οποία υπάρχει πολύ σοβαρός αντίλογος αφού οδηγεί σε ένα άλλο μοντέλο πολιτειακής συγκρότησης. Το πνεύμα του Συντάγματος απαιτούσε την συνεννόηση των κομμάτων στην επιλογή μιας προσωπικότητας κοινής αποδοχής που εκκαλείτο να συμβάλει ως ρυθμιστής και εγγυητής του πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση να τονίσουμε εδώ ότι ο Κ.Κ. εκλέχτηκε με 183 ψήφους, τρείς παραπάνω από όσους προέβλεπε το Σύνταγμα, πριν από την τελευταία αναθεώρηση του, επιβεβαιώνοντας ότι η ψήφος του Κ.Μ. δεν ήταν απαραίτητη και καθοριστική. Αυτό το ομολογεί και ο ίδιος δηλώνοντας ”η τάση του Καραμανλή εξαρχής ήταν αυτή, από τότε που κατέβηκε στην πολιτική […] είχε ανοιχτά κανάλια με όλους του κεντρώους. […] Επομένως, ο Καραμανλής ίσως και να έκανε ούτως ή άλλως τη διεύρυνση”.[4]
Συνεχίζοντας, με συνέπεια, την προσπάθεια αποδόμησης του Κ.Κ. ο Κ.Μ. λέει: ”…είχε κάνει το μεγάλο λάθος να φύγει από το ΝΑΤΟ. […] λέγεται, εγώ δεν το άκουσα από το στόμα του, αλλά νομίζω η πληροφορία είναι ακριβής, ότι είπε “Χάρισα το Αιγαίο στους Τούρκους”, […] πράγμα το οποίο ήταν ακριβές. Και ήθελε να ξαναγυρίσει στο ΝΑΤΟ. Αλλά δεν τολμούσε να το κάνει ο ίδιος. Και ήθελε και να παρατείνει τον χρόνο παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, αλλά δεν τολμούσε. Συνεπώς με ήθελε για το ΝΑΤΟ και για τις βάσεις. Γι’ αυτό ο Καραμανλής όταν με φώναξε μου ζήτησε να αναλάβω το Υπουργείο Εξωτερικών. Του είπα: “Πρόεδρε, δεν το παίρνω”.[5] Όχι μόνο τον ήθελε ο ”φουκαράς” για να τον κάνει πρόεδρο, αφού ”αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ πρόεδρος”, αλλά και για να διορθώσει το λάθος που είχε κάνει ”χαρίζοντας το Αιγαίο στους Τούρκους”. Τον ”παρακάλεσε” λοιπόν ν’ αναλάβει το ΥΠΕΞ αλλά εκείνος αρνήθηκε! Έτσι ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού αντικαθιστώντας τον Ράλλη γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις: ”Εμένα ποτέ δεν με δέχθηκε το παραδοσιακό κομμάτι της ηγεσίας των στελεχών. Όχι ο λαός, γιατί η βάση της Δεξιάς με αγκάλιασε, πολύ περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, και από τον Καραμανλή ακόμη”! Ο μεγάλος έρωτας της βάσης της Δεξιάς.
Αλλά, παρά τις αντιδράσεις κάποιων στελεχών, αισθανόταν σαν στο σπίτι του: ”Καθόλου δεν αισθανόμουν ξένο σώμα. Κοίταξε, εγώ αισθανόμουν πάρα πολύ καλά με τους δεξιούς ψηφοφόρους. Πάρα πολύ καλά. […] Ο Καραμανλής ήταν μνησίκακος, δεν ξεχνούσε ο Καραμανλής. Τον Ανένδοτο Αγώνα, ας πούμε, εμένα ποτέ δεν μου τον συγχώρεσε. Μπορεί να τον έκανα δυο φορές πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά τον Ανένδοτο Αγώνα δεν μου τον συγχωρούσε. […] ουσιαστικά κόντρα στον Καραμανλή βγήκα αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και κράτησα για όλο το διάστημα την ηγεσία”.[6] Το ”πάθος” και η ”ένταση”, που επισημαίνει ο Παπαχελάς, εκδηλώνεται διαρκώς και αφού ο Κ.Μ. δηλώνει μη μνησίκακος υπάρχουν ανομολόγητες επιδιώξεις.
Δύο χρόνια μετά την προσχώρησή του στην ΝΔ ο Μητσοτάκης έχει αρχηγικές φιλοδοξίες. Όπως αφηγείται ο ίδιος ”Όταν επρόκειτο να εκλεγεί νέος πρωθυπουργός μετά την παραίτηση Καραμανλή και η μάχη γινόταν μεταξύ Αβέρωφ και Ράλλη, εγώ ήμουν outsider. Είχα και εγώ μερικούς οπαδούς και πήγα και είδα τον Καραμανλή και του είπα: “Πρόεδρε, θέλω τη γνώμη σου. Να βάλω υποψηφιότητα;”. Ο Καραμανλής μού λέει: “Αν βάλεις τι περιμένεις να πάρεις;”. “Επτά - οκτώ” λέω, “ίσως καμία δεκαριά”. “Κοίτα” μου λέει “δεν γίνεται κανείς αρχηγός όταν αρχίζει από επτά-οκτώ ψήφους”. Και του λέω: “Δίκιο έχεις, Πρόεδρε, δεν θα κατέβω ως υποψήφιος””.[7] Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής. Αφού είναι μόνο επτά ή οκτώ οι βουλευτές που πιστεύει ότι θα τον ψηφίσουν γιατί ρωτάει τον Καραμανλή; Τι περιμένει, τι ελπίζει; Υποστηρίζει στην συνέχεια ότι ο ίδιος βοήθησε τον Ράλλη: ”Του έδωσα επτά ψήφους. Διότι ο Αβέρωφ […] μού είπε περίπου ότι δεν θέλει να τον βοηθήσω και του είπα: “Εντάξει, θα βοηθήσω τότε τον Γιώργο”.[8] Ε, δικαιολογημένα, αφού ο Ευάγγελος δεν ήθελε τι να κάνει και αυτός βοήθησε τον Γιώργο και έγινε Υπουργός Εξωτερικών. Όχι ότι το ήθελε ο ίδιος αλλά, πήγε ”διότι ο Καραμανλής ήθελε να επανέλθει η χώρα στο ΝΑΤΟ και να παρατείνουμε την παραμονή των αμερικανικών βάσεων. Και ο ίδιος δεν ήθελε να το κάνει, δεν του πήγαινε, δεν είχε το κουράγιο. Και με έφερε εμένα γι’ αυτή τη δουλειά.”.[9] Ο ” φουκαράς” ο Καραμανλής ” δεν τολμούσε… δεν είχε το κουράγιο. Και με έφερε εμένα γι’ αυτή τη δουλειά.”, όλα από τον Μητσοτάκη τα περίμενε και ήταν και ”μνησίκακος” από πάνω. Παρ’ όλο όμως που βοήθησε τον Ράλλη και ακολούθως βοήθησε να επανέλθει η χώρα στο ΝΑΤΟ αντί για ανταμοιβή : ”Δύο μέρες προ των εκλογών -ήταν χαρακτηριστικό και αυτό, το πώς με αντιμετώπιζαν εμένα οι καραμανλικοί- με πήρε στο τηλέφωνο [ο Ράλλης], την ώρα που έκανα εκστρατεία προεκλογική, και μου είπε: “Ξέρεις, θέλω να σε ρωτήσω, μετά τις εκλογές δέχεσαι να γίνεις πρόεδρος της Βουλής;”. Του είπα: “Δεν περιμένεις, Γιώργο, να κερδίσουμε πρώτα; Και ύστερα αποφασίζουμε πού θα πάω”. Το είπα εγώ αυτό. Ο Γιώργος αργότερα το διέψευσε, αλλά δεν είχε δίκιο. Μπορεί να μην το θυμότανε”![10] Για να καταλάβουμε και εμείς οι άσχετοι τι τραβούσε ο δόλιος από τους Καραμανλικούς.
Ο ”εκλεκτός” της ακροδεξιάς.
Κάνοντας ”πιρουέτες” μεταξύ Αβέρωφ και Ράλλη, ανάμεσα στους βουλευτές της ΝΔ, ο Μητσοτάκης κερδίζει την μάχη της ηγεσίας. Βοηθά αρχικά τον Ράλλη, αφού ”ο Αβέρωφ αρνήθηκε” την βοήθειά του, ενώ στην συνέχεια και μετά την ήττα της ΝΔ στις εκλογές του ’81 στηρίζει τον Αβέρωφ. Όταν, μετά την νέα ήττα στις ευρωεκλογές του ’84 ο Αβέρωφ παραιτείται για λόγους υγείας και ο Κ.Μ. διεκδικεί την ηγεσία. Ρωτάει τον Καραμανλή και αυτός του απαντά ”Δεν έχω αντίρρηση, μπορείς να κατεβείς ”.[11] Δίχως να παραθέσει κανένα επιχείρημα ο Μητσοτάκης δηλώνει ”Βέβαια δεν με ήθελε ο Καραμανλής”[12] αν και ομολογεί ότι ”ο Καραμανλής δεν άνοιξε το στόμα του για την εκλογή […] άλλο πράμα θα ήταν αν ο ίδιος ο Καραμανλής είχε εκφρασθεί. Δεν ξέρω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Αυτό έκρινε την έκβαση της μάχης”.[13] Ο Μητσοτάκης κερδίζει, με 70 ψήφους έναντι 41 του Στεφανόπουλου, την ηγεσία της ΝΔ.
Για τους συντελεστές της νίκης του ο ίδιος δηλώνει ”Το πρώτο στήριγμά μου ήταν ο ίδιος ο Αβέρωφ, ο οποίος, λόγω της πίκρας που είχε και λόγω του ότι μαζί μου είχε στενά συνεργαστεί και εκτιμούσε τα προσόντα μου, με θεωρούσε καταλληλότερο για να παίξω αυτόν τον ρόλο(σ.σ. η «πίκρα» του Αβέρωφ). Με υποστήριξε ανοιχτά και αυτό μου έδωσε έναν αριθμό βουλευτών οι οποίοι ούτως ή άλλως με συμπαθούσαν. Και χωρίς τον Αβέρωφ κάποιους από αυτούς θα τους έπαιρνα. Ήταν πολύ σημαντική η υποστήριξή του. Είχα και τους φίλους μου και εργάστηκα πάρα πολύ συστηματικά για να μαζέψω ψήφους. Αφανώς όμως, χωρίς φασαρία”.[14] Τον στήριξε μεν ο Αβέρωφ ”λόγω της πίκρας που είχε” αλλά όχι και τίποτα σπουδαίο αφού ”ούτως ή άλλως τον συμπαθούσαν”. Επίσης, αν και είναι δύσκολο να κατανοηθεί από όσους δεν αντιλαμβάνονται τις ίντριγκες της ”μικροπολιτικής και του παρασκηνίου”, στις οποίες αναφέρεται ο Παπαχελάς στον πρόλογο, καθοριστικό ρόλο έπαιξε αυτό που δηλώνει ο ίδιος ”Είχα και τους φίλους μου και εργάστηκα πάρα πολύ συστηματικά για να μαζέψω ψήφους. Αφανώς όμως, χωρίς φασαρία”. Αν κάποιος περιορίζει αυτούς τους ”φίλους” αποκλειστικά στον χώρο των βουλευτών της ΝΔ ή ακόμα και ευρύτερα στον χώρο της πολιτικής κάνει μεγάλο λάθος. Να θυμίσουμε εδώ ότι, στο παρελθόν, στους σταθερούς ”φίλους”, συνοδοιπόρους και υποστηρικτές του υπήρξαν οι Π. Κόκκας και Π. Μποδοσάκης.
Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι αντιμετώπιζε στην συνέχεια μια Καραμανλική αντιπολίτευση ”Έκτοτε ανέχθηκα την αντιπολίτευση την καραμανλική, η οποία ήταν πλέον μειοψηφία, ξεκάθαρη μειοψηφία, παραπάνω από 25% δεν ήταν. […] Ο Θανάσης ο Κανελλόπουλος υποστήριζε μία πολιτική που δεν ήταν πολιτική. Ήταν σαν τον Τσίπρα σήμερα. […] Ποτέ δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη πρόταση όλοι αυτοί, αλλά τους ανεχόμουν. Είχα θεσμοθετήσει κατά κάποιον τρόπο την ενδοκομματική αντιπολίτευση, που ήταν η καραμανλική πτέρυγα».”[15] Πρόκειται για την απόλυτη αντιστροφή των γεγονότων. Ο ίδιος είναι εκείνος ο οποίος συστηματικά προσπάθησε, όπως θα γίνει ξεκάθαρο και στην συνέχεια ήδη από τα πρώτα του βήματα να κάνει το κόμμα ”δικό” του. Προς το παρόν να επισημάνουμε ότι εντελώς ”τυχαία και αθώα” και οι τρείς πρόεδροι της ΟΝΝΕΔ κατά την διάρκεια της εννεαετούς προεδρίας του ήταν σύντεκνοι. Οι δύο από αυτούς κατά την διάρκεια της 3ετούς διακυβέρνησής του δεν έγιναν απλώς βουλευτές αλλά ανέλαβαν και υφυπουργεία. Ο τρίτος δεν πρόλαβε αλλά τον όρισε Ευρωβουλευτή το 1984 ο Καραμανλικός Έβερτ! Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι ο προερχόμενος από την ΕΔΗΚ Θανάσης Κανελλόπουλος τον οποίο κατατάσσει στην ”αντιπολίτευση την καραμανλική” δεν είχε απλώς υποστηρίξει αλλά ήταν μεταξύ των βουλευτών που είχαν υπογράψει την υποψηφιότητά του το 1984.
Ενώ όμως οι κακοί Καραμανλικοί τον πολεμούσαν και τον υπονόμευαν ο ίδιος έγινε ο λατρεμένος της βάσης ”Εμένα ποτέ δεν με δέχθηκε το παραδοσιακό κομμάτι της ηγεσίας των στελεχών. Εννοώ, όχι του λαού, γιατί εμένα με αγκάλιασε η βάση της Δεξιάς, ο λαός, πολύ περισσότερο από οιονδήποτε άλλο, και από τον Καραμανλή ακόμα”![16] Στο κάτω – κάτω τι ήταν ο Καραμανλής για την παράταξη τι της είχε προσφέρει. Μπορεί να είχε κυβερνήσει από το 1955 μέχρι που ”το Παλάτι κατέληξε τελικά να διώξει τον Καραμανλή”[17] το 1963 και εδώ που τα λέμε καλά του έκανε αφού ήταν ”παλιός σοσιαλιστής, άνθρωπος από αγροτική οικογένεια…”![18] Ο Παπαχελάς παρατηρεί ότι ήταν ”Απρόσμενη -αλλά ευεξήγητη- ήταν η στήριξη από ένα κομμάτι της συντηρητικής παράταξης με το οποίο δεν είχε ιδιαίτερη ιδεολογική συγγένεια”[19] αλλά δεν έχει δίκιο. Για όποιον έζησε το κλίμα και γνώρισε τις αιτίες της πόλωσης της δεκαετίας του ’80 δεν ήταν καθόλου ανεξήγητη η στήριξη και ο φανατισμός. Να σημειώσουμε ότι σε αυτό το κλίμα οφείλεται και η μεγάλη ενδυνάμωση της ΟΝΝΕΔ, των κομματικών οργανώσεων και του συνδικαλιστικού τμήματος ήδη επί Αβέρωφ.
Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ”ευεξήγητη”, του Παπαχελά, για την στήριξη κυρίως από την ”ακροδεξιά” πτέρυγα του Κ.Μ., ένα μόνο μέρος οφείλεται στον φανατισμό ως αντίδραση στην δράση και την ρητορική του ΠΑΣΟΚ. Σε σημαντικό βαθμό όπως αναλύθηκε και θα τεκμηριωθεί περαιτέρω και στην συνέχεια οφείλεται στην έντεχνη καλλιέργεια του αισθήματος του κοινού ”εχθρού” στο πρόσωπο ενός πολιτικού που ”αδίκησε” τον Κωνσταντίνο, που ”είχε μίσος εναντίον του βασιλέα” και ”ήθελε να του βγάλει το μάτι”, που φυλάκισε τους Απριλιανούς. Ενός πολιτικού που ήταν ύποπτος για ”ημιαριστερές” και ”σοσιαλιστικές” αποκλίσεις. Λογικά σε αυτούς τους λόγους, τους οποίους ο Κ.Μ. καλλιεργεί και προβάλει, οφείλεται η διαπίστωση, πάντα σύμφωνα με τον ίδιο, ότι τον αγκάλιασε κυρίως η Ακροδεξιά: ”Ιδίως με αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά”!!![20]
Η αρχή των εκκαθαρίσεων.
Ο Μητσοτάκης γνώριζε ότι δεν αρκούσε η επικράτηση, συγκυριακά, και με διάφορα μέσα σε μια κοινοβουλευτική ομάδα που δεν την εξουσίαζε. Σε μια κοινοβουλευτική ομάδα στην οποία περιλαμβάνονταν ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Όταν προκηρύσσονται οι εκλογές, οκτώ μήνες μετά την ανάληψη της αρχηγίας στην ΝΔ του παρουσιάζεται η χρυσή ευκαιρία. Να διευρύνει τον έλεγχό του στην παράταξη κάνοντας εκκαθαρίσεις. Ο Ανδρέας, με την εξαπάτηση του Καραμανλή και με την επιβολή της λίστας στις βουλευτικές εκλογές, του κάνει δύο τεράστια δώρα. Πρώτον πυροδοτεί τον φανατισμό με στόχο προφανώς του ΠΑΣΟΚ αλλά ταυτόχρονα ευνοεί και την συσπείρωση της ΝΔ. Δεύτερον με την λίστα ενισχύει τον πειθαναγκασμό στο δικό του κόμμα του οποίου η συνοχή είχε κλονιστεί κατά την προεδρική εκλογή. Απαιτήθηκε η σαφώς αντισυνταγματική χρήση των έγχρωμων ψηφοδελτίων για την εκλογή Σαρτζετάκη, θεωρήθηκε έγκυρη η αμφιλεγόμενη ψήφος Αλευρά(διατελούσε χρέη Π.τ.Δ.) αλλά παρ’ όλα αυτά η εκλογή υπήρξε οριακή και με απώλειες πέντε ψήφων από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα με 180 υπέρ σε σύνολο 185. Η λίστα όμως αποτελεί ”θείο δώρο” για τον Κ.Μ. όντας εργαλείο για εκκαθαρίσεις. Ο Μητσοτάκης, όπως κάνει συχνά, ερμηνεύει τα γεγονότα αντιστρόφως.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του ”Ο Ανδρέας έκανε ό,τι μπόρεσε για να μου κόψει τον δρόμο. Πρώτον, έκανε πρόωρες εκλογές, για να μην προλάβω εγώ ως αρχηγός να σταθώ”.[21] Η αλήθεια είναι ότι ο Αντρέας έκανε πρόωρες εκλογές για τον ίδιο λόγο που εξαπάτησε τον Καραμανλή και επέλεξε ειδικά τον Σαρτζετάκη. Προφανώς το έκανε για να ενισχύσει το ΠΑΣΟΚ αλλά ταυτοχρόνως ευνοούσε και τον Μητσοτάκη αφού συσπείρωνε και φανάτιζε τους ψηφοφόρους της ΝΔ. Η επιλογή μάλιστα του Σαρτζετάκη παγίδευσε και το ΚΚΕ να ψηφίσει για πρόεδρο έναν ακραιφνή αντικομουνιστή όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια. Αλλά εκεί που ο Κ.Μ. κάνει το άσπρο μαύρο είναι στο θέμα της λίστας. Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους άλλαξε τον εκλογικό νόμο ο Αντρέας, αυτός που ευνοήθηκε περισσότερο ήταν ο πρόεδρος της ΝΔ. Η λίστα του έλυσε τα χέρια για να προχωρήσει στις πρώτες εκκαθαρίσεις. Ο φανατισμός, που είχε απογειωθεί μετά την εξαπάτηση Καραμανλή και την εκλογή Σαρτζετάκη, δεν άφηνε περιθώριο για διαμαρτυρίες και διαφοροποιήσεις. Έτσι φροντίζει να ”ράψει κοστούμι” στα μέτρα των σκοπιμοτήτων του. Με πρόσχημα την ανανέωση θέτει όριο ηλικίας τα εβδομήντα χρόνια. Πέντε χρόνια μετά θα γίνει πρωθυπουργός σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.
Γιατί το κάνει αυτό σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του; Γιατί είχε αναλάβει υποχρέωση ”Επίσης, αυτοί στους οποίους είχα αναλάβει υποχρέωση, όπως ήταν π.χ. οι αδελφοί Μπουλούκοι, έπρεπε να βγουν ”!!![22] Τι υποχρέωση είχε αναλάβει απέναντι στον ηγέτη του ”Ασπίδα”; Της οργάνωσης που υπήρξε η αιτία, ή μήπως απλώς η αφορμή, για την πολιτική αναταραχή που οδήγησε στην Χούντα; Είχε υποχρέωση απέναντι στους αδελφούς Μπουλούκους και γι’ αυτό δεν σεβάστηκε προσωπικότητες σαν τον Π. Κανελλόπουλο[23] ή τον Παπακωνσταντίνου; Όταν μάλιστα του το είχε ζητήσει και ο Καραμανλής; ”Ειδικότερα το θέμα του Παπακωνσταντίνου πήρε μία περίεργη τροπή διότι με κάλεσε ο Καραμανλής και μου είπε: “Να βάλεις τον Παπακωνσταντίνου”, […] Μου λέει: “Σου λέω εγώ να τον βάλεις.” Του απάντησα: “Αν δεν μου το ζητήσει δεν τον βάζω, αν μου το ζητήσει θα τον βάλω”.”![24] Και όχι μόνον αλλά ο άθλιος έγινε και αιτία να στεναχωρηθεί γιατί όπως δηλώνει: ”Είχα μεγάλο πρόβλημα με τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, ο οποίος πολύ με στεναχώρησε. Τον επισκέφτηκα ο ίδιος και του εξήγησα ότι δεν θα ήταν στο ψηφοδέλτιο. Ήμουν υποχρεωμένος την ώρα που ο Παπακωνσταντίνου δεν έμπαινε στο ψηφοδέλτιο, δεν μπορούσα να βάλω τον Κανελλόπουλο και πολλούς άλλους φίλους μου, διότι κατά σύμπτωση περνούσαν τα 70 χρόνια. Ήταν όλοι οπαδοί μου, μου δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα”.[25] Τι σου κάνουν οι συμπτώσεις μερικές φορές, πόσο πολύ σε στεναχωρούν! Και, ήταν όλοι οπαδοί του, αναμφίβολα.
Στις εκλογές η δύναμη της ΝΔ αυξάνεται κατά 11 βουλευτές(από 115 σε 126). Μεταξύ αυτών οι αδελφοί Μπουλούκοι και οι άλλοι απέναντι στους οποίους ”είχε αναλάβει υποχρέωση”. Όπως όμως έχουμε κατανοήσει βαθειά μέχρι τώρα δεν τους είχε και ανάγκη αφού, ακόμα και οι αποκλεισμένοι, ”ήταν όλοι οπαδοί του”! Σε αυτό το κλίμα της ακραίας πόλωσης με το ΠΑΣΟΚ, την οποία ενισχύει η αντιμετώπιση σε προσωπικό επίπεδο του Μητσοτάκη από τον Παπανδρέου που τον χαρακτηρίζει ”εφιάλτη”, συνεχίζονται οι εκκαθαρίσεις. Τον Ιούλιο έρχεται η σειρά του Ι. Μπούτου[26] και του Δ. Λιβανού. Ενώ η εκλογή του στην ηγεσία είναι πρόσφατη(1-9-1984) και ελέγχει πλέον την κοινοβουλευτική ομάδα ο Μητσοτάκης στις 24 Αυγούστου θέτει θέμα επανεκλογής του. Από την διαδικασία απέχουν ο Στεφανόπουλος και άλλοι. Ο Κ.Μ. λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από 82 βουλευτές. Λίγες μέρες μετά ο Στεφανόπουλος αποχωρεί από την Ν.Δ. ακολουθούμενος από άλλους 9 βουλευτές. Απαλλαγμένος από τους πολιτικούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την ηγεσία του συνεχίζει ανενόχλητος.
Η εκκαθάριση συνεχίζεται με την διαγραφή του Αναστάση Παπαληγούρα -γιού του παλιού του φίλου με τον οποίο συνωμοτούσε το ’58 για την ανατροπή του Καραμανλή- με αφορμή ένα άρθρο του τελευταίου σε εφημερίδα. Προφανώς στόχος δεν ήταν ο ευπρεπής και χαμηλού προφίλ Ανάστασης αλλά ο πεθερός του Γεώργιος Ράλλης ο οποίος ως τότε είχε διαφύγει από τις εκκαθαρίσεις. Πράγματι ο στόχος επιτυγχάνεται αφού ο Ράλλης ανεξαρτητοποιείται. Στις εκλογές του ’89 που ακολουθούν δεν πολιτεύεται. Στις δεύτερες εκλογές του ίδιου χρόνου ο Μητσοτάκης, διαπιστώνοντας ότι η ΝΔ απείχε –λόγω του βρώμικου εκλογικού νόμου που είχε ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ- από την αυτοδυναμία, τον καλεί να πολιτευτεί. Ο πρώην πρωθυπουργός, δίνοντας προτεραιότητα στα συμφέροντα της χώρας επανέρχεται στην πολιτική. Παραιτείται οριστικά, παραδίνοντας την βουλευτική του έδρα, στις 29 Μαρτίου του 1993 και αποχωρεί από τα πολιτικά πράγματα.
Στην αποχώρηση τον οδηγούν και οι διαφωνίες με πλευρές της ασκούμενης πολιτικής αλλά και η εσωκομματική συμπεριφορά και διαχείριση του Μητσοτάκη. Παρά την αναιμική κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο πρωθυπουργός εκπαραθυρώνει τα πιο επιφανή μέλη του Υπουργικού του Συμβουλίου, τους Μ. Έβερτ, Α. Κανελλόπουλο και Σ. Δήμα συνεχίζοντας την πολιτική των εκκαθαρίσεων. Ταυτόχρονα συνεχίζοντας και την πολιτική που, με τον πιο ωμό τρόπο, είχε εκδηλωθεί με την απομάκρυνση των παλιών στελεχών για χάρη των ηγετών του ”Ασπίδα” προωθεί στο κόμμα, στην κοινοβουλευτική ομάδα και στην κυβέρνηση δικούς του με αδίστακτο τρόπο. Είναι χαρακτηριστική, όχι μόνον η βουλευτική εκλογή των δύο πρώτων επί ηγεσίας του προέδρων της ΟΝΝΕΔ(κατά σύμπτωση… Κρητικών) αλλά και η συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Χαρακτηριστική είναι επίσης η υπουργοποίηση της Ντόρας Μπακογιάννη. Όμως η πολιτική τα έφερε έτσι και δέχθηκε το χτύπημα από εκεί που δεν το περίμενε. Όχι από τους Καραμανλικούς που έχει βάλει στο στόχαστρο.
Το ”πάθος” και η ”ένταση” πάλι στο προσκήνιο.
Η σύντομη ιστορική αναδρομή ήταν αναγκαία παρέκκλιση από την αφήγηση. Επανερχόμαστε στα ”απομνημονεύματα”. Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Έκανα τον Καραμανλή έτσι πρόεδρο της Δημοκρατίας, διότι εκεί χρειάζεται η απλή πλειοψηφία, ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες χρησιμοποίησα αυτή τη μέθοδο. Για να κάνω τον Καραμανλή πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει ο Καραμανλής πρόεδρος της Δημοκρατίας.”[1] αλλά ποια ήταν τα δεδομένα; Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου σχηματίστηκε η Οικουμενική. Η κυβέρνηση του ”τι κάνεις Κώστα μου” και του ”είσαι καλά Αντρέα μου” στην οποία οι δύο άσπονδοι εχθροί γλυκομιλούσαν ο ένας στον άλλο. Η θητεία της μπορούσε να παραταθεί όσο ήθελαν και συμφωνούσαν τα κόμματα. Ακόμα και αν διαφωνούσε το ΚΚΕ τα άλλα δύο κόμματα μπορούσαν να παρατείνουν την ζωή της όσο ήθελαν. Τον Μάρτιο του ’90 όμως έληγε η θητεία του Σαρτζετάκη. Συνεπώς έπρεπε να υπάρξει διαδικασία εκλογής Π.τ.Δ.. Αν προτεινόταν κάποιος αποδεκτός από το ΠΑΣΟΚ και υπερψηφιζόταν δεν θα υπήρχε δικαιολογία για πρόωρες εκλογές. Θα έπρεπε κάποιος να αναλάβει την ευθύνη να ρίξει την κυβέρνηση. Αν δεν γινόταν αυτό θα παρατεινόταν η υπάρχουσα κατάσταση και ο Κ.Μ. θα παρέμενε μακριά από την γη Χαναάν, μακριά από την πρωθυπουργία. Με ποσοστό 46,19% και με 148 βουλευτές ήταν μια ανάσα από την ”πηγή” και δεν μπορούσε να ξεδιψάσει. Ήθελε λοιπόν εκλογές πράγμα που είναι απολύτως κατανοητό. Τις ήθελε πάση δυνάμει. Αντί να έχει την γενναιότητα να πει την αλήθεια προσπαθεί να χρεώσει τον Καραμανλή ”ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες χρησιμοποίησα αυτή τη μέθοδο. Για να κάνω τον Καραμανλή πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει ο Καραμανλής πρόεδρος της Δημοκρατίας”! Πιο κάτω αφηγείται ”Τον Καραμανλή τον έκανα πρόεδρο παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει πως δεν ήθελε να γίνει. Είναι άλλη ιστορία αυτή. Εμένα προσωπικά δεν μου το είχε πει διότι ίσαμε εκεί δεν απετόλμησε.”.[2] Δεν του είχε πει, γιατί δεν θα τολμούσε, αλλά… είχε ακούσει να το λένε. Έτσι ”έκανα τον Καραμανλή για δεύτερη φορά πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δύο φορές τον έκανα. Χωρίς εμένα δεν θα γινόταν ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη, αλλά ειδικά τη δεύτερη φορά, εκατό τοις εκατό. Θα μπορούσα θαυμάσια να κάνω τον Τζαννετάκη”! Ακόμα και να ήταν έτσι που δεν είναι ούτε στιγμή δεν αναρωτιέται που θα ήταν αυτός, που θα ήταν όλοι οι δικοί του, αν δεν ήταν ο Καραμανλής. Όσον αφορά τη δήλωση ότι ”Θα μπορούσε θαυμάσια να κάνει τον Τζαννετάκη” υπάρχουν και καλύτερα ανέκδοτα.
Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο, χρεώνει στον Έβερτ και την ”καραμανλική πτέρυγα” δυσπραγία στην υπόθεση της πώλησης των αστικών συγκοινωνιών. Αφηγείται: ”Εγώ είχα πρόβλημα διότι στην κυβέρνηση αυτή δεν συμφωνούσαν όλοι με τη δική μου τακτική. Υπήρχε πάντοτε η πτέρυξ η μία, η οποία στην ουσία ήταν η παλιά καραμανλική πτέρυγα, η παλιά ελληνική Δεξιά, η οποία δεν συμφωνούσε τουλάχιστον στην έκταση και τους ρυθμούς που εγώ ήθελα, με βασικό εκφραστή τον Έβερτ. Το θέμα των λεωφορείων της αστικής συγκοινωνίας της Αθήνας, το οποίο ήταν το πιο δύσκολο θέμα που έλυσε η κυβέρνησή μου, κανείς δεν το θυμάται, αλλά ήταν πάρα πολύ δύσκολο, εγώ είδα ότι δεν μπορεί να το λύσει ο όποιος υπουργός Συγκοινωνιών ήταν τότε, χρειαζόταν να ανατεθεί σε υψηλότερα ιστάμενο και αρχικά το είχα αναθέσει στον Έβερτ, υπουργό Προεδρίας τότε. Ο οποίος Έβερτ πούλησε ταχύτατα, διαπραγματεύτηκε, τηλεφώνησε και μου χάλασε τη δουλειά.”. Ο Έβερτ ήταν λοιπόν ο αρχηγός των ”ανταρτών”, αλλά τι ”πούλησε ταχύτατα” και σε πιο σημείο αυτό ήταν αντίθετο με τους ”ρυθμούς που αυτός ήθελε”; Ποιος έφταιγε που σε τρία μόλις χρόνια διακυβέρνησης έκανε τρείς ανασχηματισμούς; Ποιος έφταιγε που άλλαξε τέσσερις Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, τέσσερις Υπουργούς Βιομηχανίας και αρκετές δεκάδες άλλες αλλαγές Υπουργών και Υφυπουργών; Αλλά θα επανέλθουμε αφού πρώτα σχολιάσουμε το ”αφήγημα” για την δίκη του Αντρέα.
Η δίκη του Αντρέα και οι εκδότες που ”αλλαξοπίστησαν”.
Ο Μητσοτάκης αφηγείται; ”Εγώ δεν εκίνησα το δακτυλάκι μου για να καταδικαστεί ο Ανδρέας. Το μικρό μου δακτυλάκι αν κινούσα ο Ανδρέας θα καταδικάζετο. Αντίθετα εγώ ήθελα δύο πράγματα ξεκάθαρα. Η παρέμβασή μου στη Δικαιοσύνη είχε δύο σκέλη. Μετέδιδα το μήνυμα: Θα κάνετε ό,τι νομίζετε κατά συνείδηση, αλλά δύο πράγματα δεν δέχομαι. Δεν δέχομαι ο Ανδρέας να μπει φυλακή και δεν δέχομαι να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα.”.[3] Ομολογώ ότι μπερδεύομαι λίγο. Τι σημαίνει το ”αν κινούσα το δακτυλάκι μου ο Ανδρέας θα καταδικάζετο”; Δύο εκδοχές βρίσκω, ή ότι ο Αντρέας ήταν ένοχος και, κακώς, οι δικαστές τον απάλλαξαν, ή ότι είχε την δυνατότητα, αν και ήταν αθώος, ”κουνώντας το δαχτυλάκι του”, να παρέμβει στους δικαστές για να τον καταδικάσουν. Δηλώνει βέβαια ότι η ”παρέμβασή του στη Δικαιοσύνη” είχε στόχο να μην πάει φυλακή και να μην στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Να θυμίσουμε ότι η δίκη αφορούσε τις ευθύνες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την υπεξαίρεση δεκάδων δισ. εκ μέρους του Κοσκωτά από την τράπεζα Κρήτης και τις καταγγελίες για μίζες πολλών εκατομμυρίων. Δηλώνει ακόμα ότι: ”Τα πρακτικά της δίκης ακόμα δεν έχουν δημοσιευτεί. Θα τα πάρω στο αρχείο μου, φαντάζομαι, να σώσω όλα τα πρακτικά, όλη τη δίκη όπως έγινε. Κοιτάζοντας τα πρακτικά, βλέπω ότι εκείνο που έσωσε τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ ήταν ο θάνατος του Κουτσόγιωργα”.[4] Δεν έχουν δημοσιευθεί τα πρακτικά αλλά τα κοιτάζει! Προφανώς βλαστημάει την τύχη του που πέθανε ο Κουτσόγιωργας γιατί αυτό ”έσωσε τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ”.
Αφού λοιπόν ”σώθηκαν ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ”, λόγω του θανάτου του Κουτσόγιωργα κατά την διάρκεια της δίκης, ”έμεινε κατηγορούμενος μόνο ο Τσοβόλας, ο οποίος ήταν έντιμος άνθρωπος, άψογος και με πολλή αξιοπρέπεια μετέφερε το βάρος του Ανδρέα. Έκανε πράγματι παράβαση του νόμου, αλλά δεν ήθελα εγώ να δικαστεί ο Τσοβόλας, ήρθε εκ των πραγμάτων, το έφεραν τα πράγματα έτσι ώστε να δικαστεί ο Τσοβόλας. Υπήρχε το πρόβλημα αν έπρεπε να δικάσουμε μαζί και τον Κοσκωτά. Εγώ έδωσα την εντολή να χωρίσουν οι δίκες. Εκ των υστέρων βλέπω ότι αν είχαμε δικάσει μαζί και τον Κοσκωτά, η δίκη θα ήταν τελείως αλλιώτικη”.[5] Η κακιά η τύχη το έφερε να πεθάνει ο Κουτσόγιωργας και να μείνει ο Τσοβόλας να σηκώσει ”το βάρος του Ανδρέα”! Είχε κάνει ”πράγματι παράβαση του νόμου” αλλά ο Κ.Μ. δεν ήθελε να δικαστεί. Δηλώνει ακόμα ότι ”έδωσε την εντολή” να χωρίσουν οι δίκες του Κοσκωτά και των πολιτικών αλλά δεν ξεκαθαρίζεται σε ποιόν εδόθη η ”εντολή” και με ποιά αρμοδιότητα. Επίσης, αφού ”εκ των υστέρων” είδε ότι, αν δεν είχαν χωριστεί οι δίκες, η δίκη των πολιτικών ”θα ήταν τελείως αλλιώτικη”, προφανώς εννοώντας καταδικαστική για τον Αντρέα, μάλλον μετανιώνει για την ”εντολή που έδωσε”.
Μετά τον θάνατο του Κουτσόγιωργα και την μη άρση της ασυλίας του Ρουμελιώτη από την Ευρωβουλή παρέμειναν κατηγορούμενοι οι Παπανδρέου, Πέτσος και Τσοβόλας. Οι δύο τελευταίοι καταδικάζονται σε εξαγοράσιμες ποινές φυλάκισης και προσωρινή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Ο Αντρέας αθωώνεται με ψήφους επτά υπέρ έναντι έξι. Ο Μητσοτάκης αφηγείται ”Δεν ήμουν βέβαιος διότι η υπόθεση “έπαιξε”. Ήμουν βέβαιος για τα δύο αυτά πράγματα, ότι ο Ανδρέας δεν θα πήγαινε φυλακή και ότι δεν θα στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά το αν θα δικαζόταν με αναστολή ή όχι, με συνέργεια φυσικά, δεν μπορούσα να το ξέρω. Το θεωρούσα 50-50. Και πράγματι η υπόθεση μέχρι τέλους έπαιξε, είναι μία ιστορία. Κάποτε θα γίνει γνωστή”.[6] Είχε, κατά την δήλωσή του, παρέμβει στην Δικαιοσύνη για να μην πάει φυλακή, αλλά δεν θα είχε πρόβλημα αν είχε καταδικαστεί με αναστολή, αρκεί να μην του στερούσαν τα πολιτικά του δικαιώματα, γιατί και γι’ αυτό είχε παρέμβει στην Δικαιοσύνη. Όταν ο Παπαχελάς του λέει ότι ”Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παρμενίωνα Τζίφρα, αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, που υποστήριξε την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ένας δικαστής άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή.” ο Μητσοτάκης απαντά ”Και γιατί; Και πώς; Πώς άλλαξε γνώμη; Αυτό δεν το λέει ο Τζίφρας και δεν θέλω να το πω και εγώ. Δύο άλλαξαν την τελευταία στιγμή”.[7] Δεν μας το είπε ο Τζίφρας αλλά δεν μας το μαρτύρησε και αυτός, μας άφησε με την απορία.
Συνεχίζει ”Εγώ δεν κίνησα το δαχτυλάκι μου για να καταδικαστεί ο Ανδρέας. […] Η δίκη πάντως δεν έβλαψε τον Ανδρέα, ένα περίεργο πράγμα. Και δεν τον έβλαψε παρά το γεγονός ότι όλα αυτά που είπαμε αποδείχτηκαν. Όχι για τον Αντρέα, αλλά ακόμη και για τον Ανδρέα η απόφαση μη νομίζεις ότι ήταν στην ουσία αθωωτική. Και λέω στην ουσία, διότι οι επτά δικαστές που τον αθώωσαν έναντι των έξι που ήταν καταδικαστικοί, δεχτήκαν ότι οι βαλίτσες πήγαν στο Καστρί, αλλά δεν θεώρησαν δεδομένο ότι ο Ανδρέας και λόγω της κατάστασης της υγείας του τότε, ήταν εκείνος που επωφελήθηκε, ότι ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτό το πράγμα. Ήταν αθώος λόγω αμφιβολιών, για μια ψήφο, αλλά όλα αυτά δεν μέτρησαν. Εκείνο που μέτρησε ήταν ότι ο Ανδρέας δεν δικάστηκε”.[8] Δεν καταδικάστηκε και, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη ένα ”περίεργο πράγμα” η δίκη και όλη η υπόθεση ”δεν έβλαψε τον Ανδρέα” αφού στις εκλογές του 1993 ήταν νικητής με 46,88%. Είναι φανερό ότι ο Κ.Μ. ήταν σίγουρος ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά αποτελούσε το πολιτικό τέλος του Αντρέα, ανεξάρτητα από το αν θα καταδικαζόταν ή όχι. Είναι φανερό ότι θεωρούσε δεδομένη την ενοχή του και μάλλον θα ήταν ενθουσιασμένος με μια καταδίκη με αναστολή εκτέλεσης.
Είχε λογαριάσει όμως λογαριάσει χωρίς τους ”συνοδοιπόρους”, στην υπόθεση Κοσκωτά, εκδότες. Οι τελευταίοι είχαν ξεσηκωθεί όχι για να προστατέψουν την Δημοκρατία, την δικαιοσύνη και τα χρήματα του δημοσίου και των πολιτών από τον Κοσκωτά αλλά για να διαφυλάξουν την δική τους επικυριαρχία. Όταν ο Κοσκωτάς εξουδετερώθηκε η στάση τους άλλαξε. Ο Μητσοτάκης αναφέρεται στην αλλαγή στάσης του εκδότη του ΔΟΛ Χρήστου Λαμπράκη, αλλά και όλων των εκδοτών απέναντι στον Ανδρέα ”Ο Λαμπράκης, ο Μπόμπολας, ο Τεγόπουλος ήταν κατά τρόπο απαράδεκτο εχθρικοί προς τον Ανδρέα, δηλαδή υβριστικοί, ακραίοι. Τα έπαιζαν όλα για όλα. Αυτοί οδήγησαν εκεί που πήγε ο τόπος γιατί αυτοί δημιούργησαν την κοινή γνώμη, αυτοί συνετέλεσαν στο να δεσμευτούμε εμείς τουλάχιστον. Σου λέω εγώ ότι τη δέσμευση την οποία είχα δώσει, θα την εκπλήρωνα, θα ανταποκρινόμουν. Αυτοί όμως πίεσαν και στη συνέχεια, ενώπιον του δικαστηρίου, τα γύρισαν. Οι εκδότες όλοι που είχαν τρομοκρατηθεί από τον Κοσκωτά και κατηγορούσαν εμένα ότι δεν είμαι αρκετά εχθρικός προς τον Κοσκωτά και με παρακολουθούσαν μήπως τυχόν έχω έρθει σε επαφή με τον Κοσκωτά. Και γιατί να μην είχα έρθει; Ήταν και αυτός ένας Έλληνας πολίτης ίσαμε τότε. Δεν ξέραμε ότι ήταν απατεώνας τότε. Αυτοί όλοι μετά άλλαξαν τις καταθέσεις τους. Αν ο ανακριτής τούς είχε καλέσει να δώσουν γραπτές καταθέσεις τότε που ήταν κατήγοροι, το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν διαφορετικό. Αλλά κάποτε πρέπει να ασχοληθεί κάποιος γιατί κι εγώ δεν μπορώ να σου πω ότι έχω την πλήρη εικόνα τού πώς διεξήχθη η δίκη. Γι’ αυτό, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σώσω τα πρακτικά, τα οποία είναι τόμοι ολόκληροι, ώστε κάποιοι στο μέλλον να ερευνήσουν και να δουν”.[9] Οι εκδότες λοιπόν ήταν ”κατά τρόπο απαράδεκτο […] υβριστικοί, ακραίοι. Τα έπαιζαν όλα για όλα.” και συνεχίζει ο Μητσοτάκης ”εγώ ότι τη δέσμευση την οποία είχα δώσει, θα την εκπλήρωνα, θα ανταποκρινόμουν. Αυτοί όμως πίεσαν και στη συνέχεια, ενώπιον του δικαστηρίου, τα γύρισαν”! Ποια δέσμευση είχε δώσει και σε ποιους; Ποιους πίεσαν οι εκδότες; Αλλά ήταν και ο ανακριτής ανίκανος ή άσχετος γιατί ”Αν ο ανακριτής τούς είχε καλέσει να δώσουν γραπτές καταθέσεις τότε που ήταν κατήγοροι, το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν διαφορετικό”! Δηλαδή ο Αντρέας θα είχε καταδικαστεί. Το μέλλον θα άλλαζε.
Το ”παιχνίδι” δεν ήταν στημένο, ήταν χαμένο.
Είναι γεγονός ότι, αν το αποτέλεσμα της δίκης ήταν διαφορετικό, αν δεν είχε πεθάνει ο Κουτσόγιωργας, αν δεν είχαν ”αλλαξοπιστήσει” οι εκδότες, αν… η ιστορία μπορεί να ήταν διαφορετική. Η ιστορία όμως γράφεται με γεγονότα και όχι με αν. Τα ”αν” είναι οι δικαιολογίες, τα άλλοθι και η παρηγοριά των ηττημένων. Η κυβέρνηση της ΝΔ έπεσε τον Σεπτέμβριο του 1993, λόγω της απόσχισης των βουλευτών Σ. Στεφανόπουλου και Γ. Συμπιλίδη αλλά είχε ήδη χάσει το τραίνο.[10] Τα εκλογικά αποτελέσματα της 10ης Οκτωβρίου αυτό δείχνουν. Ακόμα και αν αθροίσουμε τα ποσοστά της ΝΔ(39,30%) και της ΠΟΛΑΝ(4,88%) το άθροισμα υπολείπεται αυτού που πήρε το ΠΑΣΟΚ(46,88%) κατά 2,7%.. Το ΚΚΕ, πληρώνοντας τις εξελίξεις στο Ανατολικό Μπλοκ αλλά και την συμμετοχή του στα πολιτικά δρώμενα της διετίας ’89-‘90 πέφτει από το 13,13% στο 4,88%. Η ΝΔ δεν επικέντρωσε την κριτική της στο μείζον,[11] που ήταν η πολιτική διαχείριση της εξουσίας από το ’81 έως το ’89 και αυτό ήταν μοιραίο λάθος με ανυπολόγιστες πολιτικές συνέπειες. Δεν αναδείχθηκε και δεν ”χρεώθηκε” στους υπαίτιους αυτό που επεσήμανε στον Αντρέα το 1988 ο Α. Λάζαρης: ”έχει εγκατασταθεί στο τιμόνι της οικονομίας ο αυτόματος πιλότος του Δημοσίου Χρέους[12] και των άλλων ανελαστικών δαπανών” φέρνοντας την χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το πολιτικό στοίχημα γύρω από το, αναμφισβήτητο, σκάνδαλο Κοσκωτά έχει χαθεί τόσο για την ΝΔ όσο και για την Αριστερά. Κερδισμένοι οι εκδότες οι οποίοι, εκτός από την εξόντωση του εχθρού τους, αποκομίζοντας παράλληλα και ραδιοτηλεοπτικά ”βαρέα όπλα” έγιναν κυρίαρχοι των εξελίξεων. Εκτός από αυτούς ο μεγάλος κερδισμένος είναι το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο Αντρέας Παπανδρέου. Τα πολιτικά εγκλήματα της δεκαετίας του ’80, στην οικονομία, στη Δημόσια Διοίκηση, στις αρχές και τις ηθικές αξίες της κοινωνίας έμειναν στο απυρόβλητο. Δύο ακόμα αιτίες ήταν οι εκκαθαρίσεις της πενταετίας ’84-’89 στην ΝΔ. Μπορεί λόγω της ακραίας πόλωσης να μην έγιναν αισθητές, μπορεί το κόστος να μην ήταν τόσο μεγάλο όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση, αλλά κόστος υπήρξε και ήταν κρίσιμο. Η απουσία παλιών, πεπειραμένων και καταξιωμένων στελεχών κόστισε, αλλά και η διαχείριση της εξουσίας κάθε άλλο παρά με ιδανικό τρόπο έγινε συμβάλλοντας στην ήττα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης έγιναν τρείς ανασχηματισμοί. Δηλαδή ο κύκλος κάθε κυβερνητικού σχήματος ήταν ετήσιος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 20 υπουργούς του αρχικού σχήματος οι μισοί δεν ήταν στην τελική σύνθεση. Επρόκειτο μάλιστα για κορυφαία στελέχη μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι Έβερτ, Κανελλόπουλος, Σαμαράς, Δήμας, Παπακωνσταντίνου, Γιαννάκου, κ.λπ.. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένας υπουργός έμμεινε αδιαλείπτως στο ίδιο υπουργείο, ο Α. Καλαντζάκος στο Υπουργείο Εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κρίσιμα υπουργεία οι υπουργοί άλλαζαν σαν τις βάρδιες στην σκοπιά. Ενδεικτικά από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας πέρασαν τέσσερις υπουργοί(Σουφλιάς, Μητσοτάκης, Χριστοδούλου, Μάνος) και από το Υπουργείο Βιομηχανίας άλλοι τόσοι(Δήμας, Ανδριανόπουλος, Παλαιοκρασάς, Κοντογιαννόπουλος). Την ίδια στιγμή που κορυφαία στελέχη έμπαιναν στο στόχαστρο και στο περιθώριο, φροντίζοντας μάλιστα με τους ελεγχόμενους μηχανισμούς να τους διαβάλουν και στους οπαδούς της ΝΔ, επιχειρείται να δημιουργηθεί μια νέα και ελεγχόμενη κάστα στελεχών. Μεταξύ αυτών που μετέχουν στο τελευταίο κυβερνητικό σχήμα ενδεικτικά αναφέρουμε τους δύο πρώην προέδρους της ΟΝΝΕΔ(Μεϊμαράκης, Βουλγαράκης) και κυρίως την κόρη του πρωθυπουργού η οποία ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού. Ως συνέπεια, και αυτών των μικροπολιτικών μεθοδεύσεων, η δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε κατ’ επανάληψη με παραιτήσεις υπουργών.
Το ”λάθος” και η ”αγαθή προαίρεση”!
Όταν κάνεις ένα λάθος με αγαθές προθέσεις είναι συγχωρητέο πιο εύκολα. Όταν μάλιστα πληρώνεις εσύ το τίμημα του λάθους σου όλοι δείχνουν κατανόηση. Αν όμως το λάθος προέρχεται από υστερόβουλη πρόθεση τότε ταιριάζει περισσότερο το λαϊκό ”πήγαινε γυρεύοντας” και συνεπώς ”τα ‘θελε και τα ‘παθε”! Όπως έχουμε προαναφέρει ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι σέβεται τις υποχρεώσεις του. Λόγω αυτού του ”σεβασμού” απέκλεισε κορυφαία παραδοσιακά στελέχη της παράταξης, προς χάριν των αδελφών Μπουλούκου έναντι των οποίων ”είχε αναλάβει υποχρέωση” και συνεπώς ”έπρεπε να βγουν”! Παρόμοια υποχρέωση είχε και έναντι του Αβέρωφ που ήταν και φίλος του γι’ αυτό έκανε το λάθος να κάνει τον Σαμαρά Υπουργό εξωτερικών ”Έκανα λάθος με τον Αντώνη τον Σαμαρά. […] Ήταν το αγαπημένο παιδί του μακαρίτη του Αβέρωφ. Εγώ με τον Αβέρωφ είχα στενή φιλία και υποχρέωση”.[13] Όλα κι όλα, μπορεί τις υποχρεώσεις του στον Καραμανλή να μην τις αναγνωρίζει, το αντίθετο μάλιστα αισθάνεται εξαπατημένος πιστωτής και όχι οφειλέτης, αλλά προς όλους τους άλλους ξεπληρώνει τις υποχρεώσεις του με τόκο. Έτσι λοιπόν έκανε τον Σαμαρά ΥΠΕΞ προς χάριν της μνήμης του Αβέρωφ. Ομολογεί ότι ήταν λάθος του μέγα αλλά ”Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι ένα παιδί τόσο νέο, που τον προώθησα τόσο πολύ, θα σήκωνε κεφάλι και θα δημιουργούσε θέμα. Λάθος μου μέγα”.[14] Εκτός από την ”υποχρέωση στον Αβέρωφ όμως η προώθηση Σαμαρά οφειλόταν και στο γεγονός ότι ”Ήξερε καλά αγγλικά, ήταν παρουσιάσιμος και είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος θα εκτελούσε τη δική μου πολιτική. Το θεωρούσα αυτονόητο ότι θα ήταν ο άνθρωπός μου. Γιατί εγώ έκανα την εξωτερική πολιτική επί κυβερνήσεως αυτής. Και έκανα λάθος.”.[15] Θεώρησε ότι ο Σαμαράς δεν θα είχε δική του οντότητα. Επί πλέον, παρά την αξεπέραστη ”σοφία” του, την οποία με απαράμιλλη ταπεινότητα και μετριοφροσύνη επιδεικνύει σε όλο το αφήγημά του, έκανε το ”λάθος” να μην υπολογίσει ότι δεν κάνεις ΥΠΕΞ έναν άπειρο πολιτικό 38 ετών όσο ικανός και να είναι. Αλλά πώς να μην κάνει λάθος αφού εκτός από την υποχρέωση στον φίλο του Αβέρωφ, ο Σαμαράς ήταν και ένας φέρελπις ”παρουσιάσιμος” νέος, σχεδόν της ”οικογένειας”. Ομολογεί όμως, ανεπανάληπτο, το λάθος του.
Έκανε λάθος γιατί όπως, εκ των υστέρων, απεδείχθη ”είχε πάρα πολύ κακό χαρακτήρα” και όχι μόνον αυτό αλλά επιπλέον ”ως υπουργός Εξωτερικών ήταν πολύ μέτριος”, όμως, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του ”η ιδέα ότι ένα παιδί τόσο νέο, που τον προώθησε τόσο πολύ, θα σήκωνε κεφάλι και θα δημιουργούσε θέμα”.[16] Όταν ο Παπαχελάς σημειώνει ότι ”Πολλοί έχουν πει ότι ο Μητσοτάκης έβλεπε τον Σαμαρά ως διάδοχό του” ο Μητσοτάκης τον αντικρούει: ”Όχι, ποτέ. Ποτέ. Ποτέ δεν τον είχα σε εκτίμηση. Και θα σου πω και κάτι άλλο, ότι ο Σαμαράς είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να κάνει καμία διαπραγμάτευση. Πικρή εμπειρία έχει αποκτήσει η Ελλάς και τώρα με την τρόικα. Δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτεί ο Σαμαράς. Ποτέ δεν διαπραγματεύτηκε”.[17] Αν όμως, όπως ισχυρίζεται, ποτέ ”δεν τον είχε σε εκτίμηση” γιατί τον έκανε υπουργό εξωτερικών και γιατί τον διατήρησε σε αυτήν την κορυφαία και κρίσιμη κυβερνητική θέση για δύο ολόκληρα χρόνια; Αν ισχύει ότι μετά την απομάκρυνση Σαμαρά πέρασε ”από όλες τις πρωτεύουσες […] πουθενά δεν ήξεραν ότι η γραμμή της Ελλάδας είναι να μην υπάρξει η λέξη “Μακεδονία” στην ονομασία των Σκοπιών; Ο Σαμαράς όχι μόνο δεν το είχε υποστηρίξει, δεν είχε τολμήσει να το πει, να το εκφράσει”[18] πως και του είχε ξεφύγει; αφού λέει ότι ο ίδιος έκανε: ”την εξωτερική πολιτική επί κυβερνήσεως αυτής”!
Επαναλαμβάνει ο Μητσοτάκης ότι ”Ο Σαμαράς δεν είναι σε θέση να κάνει και την πιο στοιχειώδη διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό είναι και τραγωδία σήμερα στην Ελλάδα, που είναι πρωθυπουργός. […] ο ίδιος για διαπραγμάτευση είναι για κλάματα ”.[19] Η δήλωση αυτή έχει μια ιδιαίτερη αξία γιατί επιβεβαιώνει τον χρόνο που έγιναν οι συγκεκριμένες αφηγήσεις. Όταν ο Σαμαράς ήταν πρωθυπουργός, μετά την ήττα της Μπακογιάννη στις εσωκομματικές εκλογές, μετά την υπερψήφιση του πρώτου μνημονίου και την διαγραφή της από την ΝΔ, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του κόμματος ”Δημοκρατική Συμμαχία” που είχε ιδρύσει να έχει αυτόνομη παρουσία στην Βουλή το 2012. Αφηγούμενος τα διαδραματισθέντα στις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών υπό τον Καραμανλή λέει: ”Έλεγε ο Σαμαράς τι πρέπει να κάνει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, τι πρέπει να κάνει ο πρωθυπουργός, τι πρέπει να κάνουν όλοι για να γίνει αυτός αρχηγός του έθνους […] Ο Σαμαράς ήταν ένας φέρελπις νέος, ο οποίος είχε όνειρα από την Πηνελόπη Δέλτα και ο οποίος νόμισε ότι βρήκε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει μέγας ηγέτης παίζοντας πάνω στη Μακεδονία”![20] Ο Σαμαράς λοιπόν νόμισε, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, ότι θα ”γίνει μέγας ηγέτης”.
Ολόκληρο το ”αφήγημα” γύρω από τον χειρισμό του θέματος των Σκοπίων είναι σχοινοτενές(σελ.217 έως σελ.263) και ”κάνει κύκλους” δημιουργώντας σύγχυση. Πίσω από την ”εξιστόρηση” των γεγονότων διαφαίνεται μια συστηματική προσπάθεια να αποποιηθεί, ως συνήθως, τις ευθύνες του. Στο κάτω – κάτω δική του ήταν η κυβέρνηση, αυτός ήταν ο πρωθυπουργός, δική του επιλογή ήταν ο Σαμαράς. Ο Κ.Μ. στήριζε τον Σαμαρά, όπως δηλώνει ο ίδιος, μέχρι και την δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών(13/04/1992). Όταν ο Αντρέας του είπε ”Εσύ δεν έχεις ξεκαθαρίσει. Δεν έχεις πει ποτέ αν δέχεσαι ή δεν δέχεσαι ονομασία με τον όρο ‘Μακεδονία” ο Μητσοτάκης του απάντησε ότι ”στήριζε την πολιτική Σαμαρά μέχρι εκείνη τη στιγμή”.[21] Ο Παπαχελάς γράφει ”Έχει σημασία εδώ, για την καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων, μια μικρή αναδρομή στην έως τότε ιστορία του θέματος, η οποία είχε ως εξής: Στις 25 Ιανουάριου 1991 η Βουλή της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εξέδωσε τη Διακήρυξη Κυριαρχίας. Ήταν η πρώτη πράξη προς την ανεξαρτησία. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ψηφίστηκε στα Σκόπια το νέο Σύνταγμα, όπου αναφερόταν σε «δικαιώματα του μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες». Η Γιουγκοσλαβία διαλυόταν μπροστά στα μάτια μας, αλλά η Αθήνα μάλλον επέμενε για αρκετό καιρό να εφησυχάζει στην ιδέα ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν τελικά τη διάλυσή της και ο παλιός κόσμος θα διατηρούνταν περίπου άθικτος στη νέα εποχή”.[22] Η Γιουγκοσλαβία διαλυόταν, τα Σκόπια έθεταν υποσημείωση στα κυριαρχικά μας δικαιώματα αλλά η Αθήνα κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
Παρά τα λάθη, την ανεπάρκεια, τις σκοπιμότητες που καταλογίζει στον Σαμαρά, δηλώνει ότι τον στήριζε μέχρι τον Απρίλιο του ’92. Μετά, όπως υποστηρίζει ο Κ.Μ. ”απελύθη κατά προτροπή του Καραμανλή”! Ο Μητσοτάκης που, ως πρόεδρος της ΝΔ, δεν άκουσε τον Καραμανλή όταν του ζήτησε να βάλει τον Παπακωνσταντίνου στα ψηφοδέλτια, έσπευσε να ικανοποιήσει την προτροπή του για αποπομπή Σαμαρά. Στη συνέχεια, ρίχνοντας όλο το βάρος για το γεγονός ότι η κυβέρνησή του ”πιάστηκε στον ύπνο” στην πυρκαγιά που άναβε στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας στον Σαμαρά, προσπαθεί να φορτώσει τον μουτζούρη και στον Καραμανλή για το αδιέξοδο. Θα το είχε λύσει το θέμα γι’ αυτό, πριν από την σύσκεψη(13/04/1992) ισχυρίζεται ότι του είπε ””Εγώ εσένα θέλω”. Διότι με τον Καραμανλή είχα πλειοψηφία να το λύσω. Χωρίς τον Καραμανλή δεν είχα. Διότι οι βουλευτές οι καραμανλικοί δεν θα ψήφιζαν. […] Στο θέμα των Σκοπιών δεν είχα πλειοψηφία”.[23] Δηλαδή αν ”είχε τον Καραμανλή” θα το είχε λύσει και δεν θα χρειαζόταν να αποπέμψει και τον Σαμαρά τον οποίο στήριζε ”μέχρι εκείνη τη στιγμή” και ο οποίος μετά την σύσκεψη ”απελύθη κατά προτροπή του Καραμανλή”.
Θα το είχε λύσει το θέμα, αλλά… ”η ελληνική Δεξιά, παραδοσιακά -δεν ξέρω, αυτό δεν θα σου αρέσει ίσως, αλλά εγώ εκεί έχω καταλήξει-, παραδοσιακά δεν ξέρει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να κάνει εξωτερική πολιτική. Δεν τολμά να κάνει πολιτική. Δεν τολμά, είναι φοβισμένη η Δεξιά στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ο Καραμανλής φοβήθηκε στο θέμα των Σκοπιών. Φοβήθηκε τις αντιδράσεις”.[24] Όπως είδαμε το πρόβλημα ”θα το είχε λύσει” αν ”είχε μαζί του τον Καραμανλή” αλλά ”Ο Καραμανλής είχε μία εμμονή, επαναλάμβανε μονότονα ότι έπρεπε να πάρουμε μια ομόφωνη απόφαση […] τόνιζε ότι μια ομόφωνη απόφαση θα αποτρέψει τον διχασμό στο επίπεδο του λαού. Αυτό φοβόταν πιο πολύ κι αυτό ήθελε να αποτραπεί. Ο Καραμανλής έλεγε ακόμα ότι μια ομόφωνη απόφαση μπορεί να επηρεάσει τους εταίρους, αλλά προσέθετε ότι η Ελλάδα έχει διασυρθεί αρκετά στο θέμα αυτό και γι’ αυτό πρέπει η πολιτική ηγεσία να δράσει τώρα με σοβαρότητα και ενότητα”.[25] Η κυβέρνηση επί ένα χρόνο, ενώ οι εξελίξεις έτρεχαν δημιουργώντας τετελεσμένα, δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα. Όταν ο ”κόμπος έφτασε στο χτένι” βρέθηκε παγιδευμένη. Η εξήγηση προκύπτει από την ίδια την αφήγηση Μητσοτάκη. ”Το κάναμε μεγάλο θέμα, το πρώτο θέμα της Ελλάδος. Έβλεπα ότι είναι μια ανοησία, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί δυστυχώς λιποψύχησε ο Καραμανλής. Το ’χω πει πολλές φορές, είναι απόλυτα βέβαιο. Ο Καραμανλής θα μπορούσε να είχε αλλάξει τα πράγματα και θα σου εξηγήσω γιατί θα μπορούσε να τα αλλάξει. Όχι γιατί εγώ χρειαζόμουν τον Καραμανλή για να πάρω την ευθύνη. Και χωρίς τον Καραμανλή θα την έπαιρνα την ευθύνη, αλλά χωρίς τον Καραμανλή δεν είχα την πλειοψηφία. Είναι μια μεγάλη ιστορία το πώς εγώ αντιμετώπισα το πρόβλημα της ηγεσίας του κόμματος και της σχέσης με τον Καραμανλή ή αν θέλεις τη σχέση μεταξύ των δύο τάσεων που υπάρχουν στη ΝΔ, της τάσης της παλαιάς Δεξιάς που εκφράζει ο καραμανλισμός και της φιλελεύθερης τάσης που εξέφραζε η δική μου παρουσία. Πώς τότε και γιατί δέχθηκα κατά κάποιον τρόπο μερισμό της εξουσίας. Εγώ δεν αγνοούσα τι εσήμαινε αυτό. Διότι ο Καραμανλής ουσιαστικά ήταν ο αρχηγός της [εσωκομματικής] αντιπολίτευσης. Εάν του Έβερτ τού έκανε ο Καραμανλής ένα νεύμα, ο Έβερτ θα ’λεγε ότι τη δέχεται τη λύση. Υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Έβερτ δεν θα άκουγε τον Καραμανλή; Εγώ δεν διηύθυνα την εσωτερική μου αντιπολίτευση και αναγκάστηκα να κάνω συμβιβασμό επίσημο”.[26]
Ήταν μια ”ανοησία” και κακώς ”το κάναμε μεγάλο θέμα” αυτές οι απόψεις εξηγούν την κυβερνητική ολιγωρία. Επειδή ο ίδιος προφανώς δεν το θεωρούσε ”μεγάλο θέμα” θα το είχε λύσει αν ”δεν είχε λιποψυχήσει ο Καραμανλής […] Διότι ο Καραμανλής ουσιαστικά ήταν ο αρχηγός της [εσωκομματικής] αντιπολίτευσης. Εάν του Έβερτ τού έκανε ο Καραμανλής ένα νεύμα, ο Έβερτ θα ’λεγε ότι τη δέχεται τη λύση”. Ο Μητσοτάκης ”είχε δεχθεί μερισμό της εξουσίας”! Δεν κινδύνευε από τον Σαμαρά, ούτε από τις λαϊκές αντιδράσεις και τις αντιδράσεις των βουλευτών ιδιαίτερα της Μακεδονίας. Κινδύνευε από την ”εσωκομματική αντιπολίτευση της οποίας ουσιαστικός αρχηγός ήταν ο Καραμανλής”. Ήταν και αυτές οι δύο τάσεις της ΝΔ ”της παλαιάς Δεξιάς που εκφράζει ο καραμανλισμός και της φιλελεύθερης τάσης που εξέφραζε η δική μου παρουσία”. Ήταν η ”φιλελεύθερη τάση” και το ”καλό κομμάτι” της Δεξιάς που τον αγκάλιασε σύμφωνα με την δήλωση του ίδιου ”Ιδίως με αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά”[27] και τον στήριζε και το άλλο κομμάτι –να υποθέσουμε το κακό, γιατί δεν ξέρουμε αν ο Κ.Μ. αναφερόταν στην ποσότητα ή την ποιότητα με το ”καλό”- που τον υπονόμευε.
Ο Μητσοτάκης το δηλώνει δίχως φόβο και πάθος, έτσι για την ιστορία ”Ο Καραμανλής ήταν η αιτία που εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να έχω πλειοψηφία και αφού δεν είχα πλειοψηφία, έπρεπε να κάνω ακροβασίες. Να κοιτάξω πώς θα σώσουμε τα πράγματα, να κοιτάξουμε πώς θα φτάσουμε σε εκλογές που να μη χαντακώσουν και πάλι το θέμα για το μέλλον. Αυτό ήταν η αγωνία μου. Όχι ότι θα πέσουμε και θα έρθει μια άλλη κυβέρνηση. Να μην πέσουμε απάνω στο Σκοπιανό. Η μεγάλη μου αγωνία ήταν αυτή όταν πέσαμε”. Μεγάλος ένοχος ο Καραμανλής, ενώ ο Μητσοτάκης, υπεράνω και της εξουσίας και της υστεροφημίας, το μόνο για το οποίο αγωνιά είναι να μην πέσει λόγω του Σκοπιανού. Έχει δίκιο ότι η κυβέρνηση δεν έπρεπε να πέσει λόγω του Σκοπιανού, ότι δεν έπρεπε το θέμα αυτό να γίνει αντικείμενο της προεκλογικής αντιπαράθεσης των κομμάτων. Αρκεί να φέρουμε στην μνήμη μας όσα έγιναν με την συμφωνία των Πρεσπών παρά το γεγονός ότι τα μνημόνια είχαν αλλάξει τις προτεραιότητες και τα δεδομένα των πολιτών. Όμως αποκαλύπτει τις προθέσεις του όταν επιχειρεί να χρεώσει στον Καραμανλή και στην, υποτιθέμενη, ”καραμανλική αντιπολίτευση” την μη λύση του θέματος.
Να θυμίσουμε ότι η ΝΔ είχε μόνο 152 βουλευτές ένας εκ των οποίων ήταν και ο Σαμαράς. Ακόμα και αν τολμούσε η κυβέρνηση θα ήταν συνετό να επιχειρήσει τότε να προωθήσει σύνθετη ονομασία; Μόνο με την σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Αλλά αυτό απαιτούσε άλλη προσέγγιση και σε πολύ προγενέστερο χρόνο. Ο Μητσοτάκης ”νίπτει τας χείρας του” επιχειρώντας να φορτώσει το βάρος στον Καραμανλή. Ασφαλώς μπορούσε να υπάρξει ενδιάμεση λύση τότε. Ασφαλώς θα ήταν πολύ καλύτερη από αυτήν που προέκυψε από την συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τα πολιτικά κόμματα και μάλιστα την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ ως κυβέρνηση έπρεπε εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής να αναλάβει πρωτοβουλίες, όταν άρχιζε η αποσύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Έπρεπε να πρωτοστατήσει στην χάραξη εθνικής στρατηγικής. Οι αναφορές του Μητσοτάκη ότι ”Ήταν απόλυτα σύμφωνος ο Καραμανλής”, ότι επιπλέον τον παρότρυνε ”Κοίτα να εμποδίσεις το συλλαλητήριο” δεν στηρίζουν το αφήγημα του ότι ο Πρόεδρος υπαναχώρησε. Σαφώς και λογικά ο πάντα ρεαλιστής Καραμανλής πίστευε ότι τότε ήταν η καλύτερη στιγμή για λύση αλλά αυτή η λύση προϋπέθετε συνθήκες τις οποίες η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση, δεν είχαν εξασφαλίσει.
Χαϊδεύοντας το ”καλό κομμάτι”.
Για να στηρίξει, υποτίθεται, το δικό του αφήγημα ότι δήθεν ο Καραμανλής ”δεν άντεχε στα δύσκολα” ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι υπήρξαν συζητήσεις για την αμνήστευση των χουντικών και ότι ενώ υπήρχε συμφωνία ο Πρόεδρος υπαναχώρησε. Σύμφωνα με την αφήγησή του η πρωτοβουλία ήταν του Αγαμέμνονα Γκράτσιου ο οποίος ”“Δεν θα βοηθήσετε να δώσουμε αμνηστία; Να τους βγάλουμε από τη φυλακή τους πραξικοπηματίες;”. Του είπα: “Εγώ είμαι πρόθυμος, αλλά κοίταξε να πείσεις τον Καραμανλή διότι στο τέλος-τέλος είναι και προνομία του”.”![28] Σύμφωνα με την αφήγηση ο Καραμανλής άναψε πράσινο φως και ”Είχα υπουργό Δικαιοσύνης τον Θανάση τον Κανελλόπουλο, ο οποίος ήταν φανατικώς υπέρ. Ίσως να ήταν ένας-δυο στην κυβέρνηση που θα είχαν αντίρρηση, αλλά δεν επρόκειτο κανείς να πει κιχ. Η υπόθεση θα προχωρούσε”.[29] Αλλά αντέδρασε ο πρόεδρος της Κύπρου που του είπε στο τηλέφωνο ”“Ξέρεις, εδώ στην Κύπρο, υπάρχει πρόβλημα. Αυτοί έκαναν το πραξικόπημα. Πώς θα γίνει; Σε παρακαλώ πολύ να το ξανασκεφτείς”. Του λέω: “Βρε Γιώργο, εσείς τους δικούς σας τι τους κάνατε;”. Λέει: “Εμείς δεν τους δικάσαμε καθόλου”. Λέω: “Εσείς δεν τους δικάσατε καθόλου και θέλεις εγώ είκοσι χρόνια μετά να τους κρατάω στη φυλακή, άσε με σε παρακαλώ ήσυχο””![30] Έχει σημασία το κοντράστ, εκεί δεν τους δίκασαν καθόλου, εμείς τους έχουμε φυλακή τόσα χρόνια, ”άσε με ήσυχο”. Λεβέντικα πράγματα αλλά ο Καραμανλής τον εξέθεσε γιατί ”το πήρε πίσω και μου είπε: “Εγώ δεν το κάνω" Και με εξέθεσε δεινώς, διότι εγώ εν τω μεταξύ το είχα αναγγείλει και είχα προχωρήσει στις διαδικασίες”.[31] Τελικά όχι μόνο τους φυλάκισε ο Καραμανλής αλλά τους αρνήθηκε και την απονομή χάρης.
Τα αίτια της πτώσης.
Είναι αλήθεια ότι ο Σαμαράς παραιτήθηκε από την βουλευτική του έδρα τον Οκτώβριο του 1992. Έντεκα μήνες πριν από την πτώση της κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο του 1993. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδυνάμωσε την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ η οποία εξακολούθησε να διαθέτει πλειοψηφία δύο βουλευτών. Όμως ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι ”Ο Σαμαράς δεν έπεισε κανέναν ότι μας έριξε λόγω του Σκοπιανού. Μπορεί να το είπε, αλλά κανένας δεν επείσθη. Ήταν σαφές ότι αποφάσισε να βρεθεί στην ίδια πλευρά με τα διαπλεκόμενα και μας έριξε”.[32] Αλλά ποια διαπλεκόμενα και γιατί τους έριξαν με την βοήθεια του Σαμαρά; Δηλώνει ότι δεν το περίμενε, δεν το φανταζόταν ”Να με ρίξει δεν το είχα υποψιαστεί ποτέ. Ο Σαμαράς όταν έφυγε δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα μείνει 4 χρόνια και ότι αυτός δεν επρόκειτο να συντελέσει στην πτώση της κυβερνήσεως. Αλλά, η πολιτική του αυτή άλλαξε στην πορεία και τελικά επεδίωξε ανοιχτά την ανατροπή της κυβερνήσεως. Ο Σαμαράς μοναχός δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για να ανατρέψει την κυβέρνηση. Αλλά βρέθηκε στην ίδια πλευρά με πολλές δυνάμεις, κυρίως με τους διαπλεκόμενους. Όλοι οι διαπλεκόμενοι, όλοι, χωρίς σχεδόν καμία εξαίρεση, συμμάχησαν”.[33] Γιατί δεν είχε επαρκείς δυνάμεις; Άλλος ένας βουλευτής του χρειαζόταν. Και ποιοι ήταν ”οι διαπλεκόμενοι που συμμάχησαν”; Κατονομάζει τον Κόκκαλη, λέει ότι μετείχε και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, αλλά ποιοι ήταν οι άλλοι; Ήταν οι εκδότες που, αφού εξουδετερώθηκε ο Κοσκωτάς άλλαξαν ”τραγούδι”; Εξοπλισμένοι μάλιστα με το ”βαρύ πυροβολικό” των καναλιών και των συχνοτήτων που ο ίδιος τους είχε παραχωρήσει. Σε τι ακριβώς συνίσταται η ”διαπλοκή”; Όταν ένας επιχειρηματίας συμμετέχει στις συσκέψεις ενός κόμματος, όπως ο Μποδοσάκης στο κόμμα των Φιλελευθέρων,[34] ή όταν ένας νεαρός πολιτικός συζητά με εκδότη(Λαμπράκης) και δεν απορρίπτει την προσφερόμενη ”προστασία” για λόγους πολιτικών αρχών αλλά επειδή ένας άλλος εκδότης(Κόκκας) είναι ”κολλητός” του,[35] τότε τελικά αυτό πόσο απέχει από την διαπλοκή;
Σχετικά με την ”διαπλοκή” –όρο που ίσως χρησιμοποίησε πρώτος για να κατονομάσει την συμμετοχή οικονομικών-εκδοτικών συμφερόντων στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής- ισχυρίζεται: ”Είχα φίλους, στήριξα φίλους στα σωστά, εκεί που είχαν δίκιο. Ποτέ δεν το αρνήθηκα αυτό, αλλά ποτέ δεν έγινα δούλος κανενός. Ήμουν ανεξάρτητος και ασυμβίβαστος. Και παρά ταύτα, δεν θα πέφταμε. Διότι πέσαμε σε μία στιγμή που ουσιαστικά βουλιάξαμε στο λιμάνι”.[36] Για μια ακόμα φορά το σκάφος ”βουλιάζει στο λιμάνι”. Η πρώτη ήταν το 1965 με την αποστασία.[37] Η δεύτερη ήταν από την διαπλοκή.
Ο Παπαχελάς σημειώνει ότι ”στα μέσα του 1993 ο Μητσοτάκης είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση μπορεί να έπεφτε” και έτσι μαθαίνουμε, από την απάντησή του, ότι υπήρξε ”δημοκρατικός αρχηγός. Και την αντιπολίτευση την ενδοκομματική τη νομιμοποίησα, αυτό δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Βέβαια, να εξηγούμαστε, η αντιπολίτευση ουσιαστικά είχε αρχηγό τον Καραμανλή […] Είχα την εσωτερική αντιπολίτευση, η οποία περίπου ήταν καμιά τριανταριά βουλευτές. […] Εις μεν το θέμα των Σκοπιών ήσαν απόλυτοι, δηλαδή δεν δεχόντουσαν καμιά άλλη λύση, αλλά και στην οικονομία ήσαν αντίθετοι προς την περιοριστική πολιτική και προς τις μεταρρυθμίσεις, όπως και τώρα. Η παλιά Δεξιά που δεν είναι φιλελεύθερη. Εγώ τους έκανα φιλελεύθερο το κόμμα χωρίς να είναι στην ουσία. Ούτε ο Καραμανλής υπήρξε ποτέ φιλελεύθερος, κρατικιστής ήταν μέχρι τέλους”.[38] Έτσι ο αναγνώστης συμπεραίνει ότι ανησυχούσε ότι θα τον έριχνε η ”παλιά Δεξιά που δεν ήταν φιλελεύθερη” εκτός ίσως από το ”καλό κομμάτι” που τον ”αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά”.[39] Όσο για τον Καραμανλή, έχουμε πλέον εμπεδώσει ότι, ήταν περίπου κρυπτό-κομμουνιστής γι’ αυτό συνωμοτούσε σχεδιάζοντας την ανατροπή του. Ο Παπαχελάς παρέλειψε να ρωτήσει πόσο ωφελήθηκαν, από τους νεοφιλελεύθερους, οι λαθρέμποροι καυσίμων από την εξωφρενική αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα το καλοκαίρι του 1982.
Έχει αναλυθεί η συστηματική προσπάθεια του Μητσοτάκη, από το 1984, να αποκτήσει οικογενειακούς τίτλους ιδιοκτησίας στην ΝΔ. Οι εκπαραθυρώσεις στελεχών ήταν στοχευμένες και μεθοδικές με ”με συμπεριφορές που ταίριαζαν σε κρητικό τοπάρχη ή ακόμη και «φύλαρχο»”[40] παρά σε έναν ”κλασικό μεταπολεμικό statesman” για να θυμηθούμε δύο χαρακτηρισμούς του Παπαχελά στον πρόλογο. Είδαμε επίσης το αλαλούμ που γινόταν στην κυβέρνηση στα πλαίσια αυτής της μικροπολιτικής. Τρείς ανασχηματισμοί, τα υπουργεία άλλαζαν ηγεσία κάθε τόσο, σε δύο από αυτά άλλαξαν τέσσερις υπουργοί στα τρία χρόνια. Το καλοκαίρι του ’83 έχουν παραιτηθεί από την Βουλή οι Ράλλης και Σαμαράς, είναι εκτός κυβέρνησης οι Έβερτ, Κανελλόπουλος, Δήμας, Ανδριανόπουλος, Παλαιοκρασάς, Χριστοδούλου, Γιαννάκου, Μπενάκη. Τον Ιούλιο του ’93 έγινε η πρώτη απόσχιση βουλευτή της ΝΔ. Ο Σ. Στεφανόπουλος, ανιψιός του συνονόματου του πρωθυπουργού της κυβέρνησης των αποστατών, αποχωρεί από την Κ.Ο. της ΝΔ προσχωρώντας στην ΠΟΛΑΝ. Ο κίνδυνος ανατροπής της κυβέρνησης είναι ορατός προκαλώντας συζητήσεις για εναλλακτικές λύσεις.
Ο Παπαχελάς γράφει ότι, στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεων, ”είχε γίνει μια μυστική συζήτηση για την αντικατάσταση του Μητσοτάκη, μια συζήτηση στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος”.[41] Η συζήτηση φυσικά ήταν σε στενό κύκλο εμπίστων και όπως αφηγείται ο Κ.Μ. ”Το καλοκαίρι τότε ήταν τα πράγματα πολύ άσχημα και επειδή γινόντουσαν καθαρές κουβέντες είχε γίνει και συζήτηση μήπως τυχόν εγώ που ήμουν πρωθυπουργός έπρεπε να φύγω και να αναπληρωθώ από κάποιον άλλο, να κάνουμε δηλαδή αυτό που έγινε στο ΠΑΣΟΚ, αλλά βέβαια ούτε μπορούσα να φύγω ούτε άλλον είχαμε. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι γινόταν αυτή η συζήτηση. Η συζήτηση έγινε στο σπίτι μου πάνω στη Ρηγίλλης, στο σαλόνι. Οκτώ, δέκα ήμαστε με τον Θανάση τον Τσαλδάρη να μου λέει: “Θα πρέπει να φύγεις και να γίνω εγώ πρωθυπουργός για να δούμε μήπως τυχόν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα”. […] Το ξέραμε ότι είχαμε πρόβλημα και ερχόντουσαν πολλοί και μου λέγανε για τη συνωμοσία η οποία ετοιμάζεται. Ένας από αυτούς ήταν ο Αντώνης ο Σγαρδέλης…”.[42]
Η κυβέρνηση είχε μείνει με 151 βουλευτές. Η πολιτική των εκκαθαρίσεων και των περιθωριοποιήσεων είχε δημιουργήσει εντάσεις και χάσματα, η αθώωση του Αντρέα είχε περιορίσει την επιχειρηματολογία της ΝΔ, η έλλειψη πολιτικής και ιδεολογικής προετοιμασίας επιτάχυνε την φθορά. Τα μέτρα, ασφαλιστικό, περιοριστική εισοδηματική πολιτική, εκτίναξη της τιμής των καυσίμων επέτειναν την φθορά. Αυτή τη φθορά τα οικονομικά συμφέροντα την μετρούσαν και, όπως πάντα, στήριξαν αυτόν που θα κέρδιζε τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου στις εκλογές. Έτσι οι ευνοημένοι ”φίλοι” του χθες έγιναν αντίπαλοι: ”Μου έλεγε λεπτομέρειες [ο Σγαρδέλης], “Τάδε ο Κόκκαλης”. Ο Κόκκαλης είχε το μεγάλο πρόβλημα της παράτασης της σύμβασής του με τον ΟΤΕ […] στην Κυβερνητική Επιτροπή, στο μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, συνεδριάζαμε ας πούμε δύο φορές τη βδομάδα επανειλημμένως το κουβεντιάσαμε το θέμα μήπως έπρεπε να υποχωρήσουμε, ότι θα μας ρίξει ο Κόκκαλης, σε συνδυασμό με όλους τους άλλους. Ο Θανάσης ο Τσαλδάρης, […] Είχε και κάποια επαφή και ενδεχομένως κάποια φιλία με τον Κόκκαλη και έλεγε: “Γιατί να το ριψοκινδυνέψουμε; Ας του το δώσουμε να πάει στον διάολο. Δεν είναι πολύ σπουδαίο πράγμα””.[43] Η ιστορία με τον Κόκκαλη, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ξεκινά προτού γίνει η ΝΔ κυβέρνηση. Οι αναθέσεις και οι επεκτάσεις που πήρε είναι κολοσσιαίες και σκανδαλώδεις από την εποχή της Οικουμενικής κυβέρνησης ακόμα.
Συνεχίζοντας την αφήγηση ο Μητσοτάκης λέει: ”Εκείνη την εποχή μάλιστα οι όροι οι οποίοι προτείνονταν από την πλευρά του Κόκκαλη ήταν πολύ ευνοϊκοί, κατά μία έννοια. Διότι λέγαμε τότε να του δώσουμε μία παραγγελία πρόσθετη χωρίς διαγωνισμό, […] Πάντως ο Θανάσης έλεγε στο μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, στις κουβέντες που κάναμε, να υποχωρήσουμε. Ο [Στέφανος] Μάνος ήταν αντίθετος. Εγώ για μία στιγμή ταλαντεύτηκα και φώναξα τον Στέφανο και του είπα: “Ρε Στέφανε, τι θα συμβεί αν του δώσουμε του Κόκκαλη την παραγγελία;”. Δεν άλλαζε τη βασική μας πολιτική στον ΟΤΕ. Η βασική μας πολιτική στον ΟΤΕ ήταν ιδιωτικοποιήσεις, να πάρουμε τους Ιάπωνες, οι οποίοι ερχόντουσαν εκείνη την εποχή. Θα ήταν μια καμπή στην ιστορία, στην πορεία της οικονομίας. Θα μπαίνανε οι Ιάπωνες μέσω Ελλάδος στην ευρωπαϊκή αγορά. Ήταν πολύ σημαντική υπόθεση. Κατά τον Μίνω τον Ζομπανάκη θα ήταν το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός. Και πράγματι ο Μάνος ήταν αντίθετος με τη σύμβαση στον Κόκκαλη. Εν πάση περιπτώσει δεν το κάναμε”.[44] Είναι προφανές ότι η όλη αιτιολόγηση έχει κενά και αντιφάσεις: ”Εκτός από τον Σγαρδέλη, ο Μάστορας τότε, που έβγαζε την εφημερίδα “Ελεύθερος”, μου είχε μιλήσει για διάφορους σκοτεινούς τύπους που κινούντο. Δεν έδινα πολλή σημασία. Αλλά όντως την υπόθεση αυτή τότε του Κόκκαλη την είχα πάρει στα σοβαρά. Και όντως αν ο Μάνος δεν ήταν τόσο πεισματάρης, ίσως θα υποχωρούσα εγώ τότε. Διότι δεν άξιζε και τον κόπο να ριψοκινδυνεύσουμε”.[45] Αν πίστευε ότι ο Κόκκαλης θα τον έριχνε για την πρόσθετη παραγγελία, αν πίστευε ότι μπορούσε να αντιστρέψει το κλίμα και να κερδίσει τις εκλογές σε έξη μήνες, αν πίστευε αυτά που λέει στην συνέχεια δεν θα άφηνε το ”πείσμα” του Μάνου να καθορίσει τις εξελίξεις. Αισθανόταν τους κλυδωνισμούς αλλά σε άλλους τους απέδιδε. Άλλους είχε υπό παρακολούθηση.
Η αφήγηση συνεχίζεται ”τον ΟΤΕ θα τον ιδιωτικοποιούσαμε και θα φέρναμε τους Ιάπωνες, η κυβέρνηση θα απογειωνότανε. Μετά την 1η Ιανουάριου [1994] θα παίρναμε την ευρωπαϊκή προεδρία. Εγώ θα ήμουν πρόεδρος της Ευρώπης. Είχα γνωστές δυνατότητες, κανείς δεν το αμφισβητεί ότι θα μπορούσα να αξιοποιήσω και εσωτερικά τέσσερις μήνες προεδρίας. Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι δεν ανατρεπόμασταν τότε, δεν λέω πως θα κερδίζαμε, αλλά πάντως δεν θα πέφταμε όπως πέσαμε. Και άλλωστε ο Ανδρέας ήταν τόσο άρρωστος που δεν ήξερες αν θα ζούσε. Και πράγματι δεν ξέρω αν ο Ανδρέας θα ήταν σε θέση να κάνει τις εκλογές που μετά κόπου τις έκανε τότε, έξι μήνες αργότερα, επτά μήνες αργότερα. Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορούσε να τις κάνει. Δηλαδή, η πορεία της ελληνικής πολιτικής ζωής επηρεάστηκε αποφασιστικά από τον Αντώνη τον Σαμαρά”[46] δημιουργώντας ερωτήματα. Πως ήξερε ότι θα ”έφερνε” τους Ιάπωνες, αλλά κυρίως με όλες αυτές τις ”γνωστές δυνατότητες” πώς άφησε το ”πείσμα” του Μάνου να υπονομεύσει το μέλλον της Ελλάδας; Αφού, μάλιστα, το θέμα του ΟΤΕ δεν ήταν κρίσιμο σύμφωνα με την δική του εκτίμηση; ”Το θέμα του ΟΤΕ δεν ήταν μείζον θέμα. Το θέμα του ΟΤΕ κατέληξε να είναι μείζον διότι εμπλέκονταν τα ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία σε τελική ανάλυση έριξαν την κυβέρνηση. […] Εμείς ήμαστε μία κυβέρνηση η οποία δεν συμβιβάστηκε καθόλου και η οποία είχε το θάρρος να παίρνει τις αποφάσεις που ωφελούσαν τον τόπο, κατά τη δική μας κρίση βέβαια, […] Εγώ φερ’ ειπείν είχα στενό φίλο τον Βαρδή τον Βαρδινογιάννη, ο οποίος πράγματι με βοήθησε την εποχή που κατέβαινα με το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων με τον μακαρίτη τον Παύλο τον αδελφό του, τον Βαρδινογιάννη, και ήταν και πατριώτης μου. Τελικά κατέληξε να είναι σκληρός αντίπαλος και μετείχε και αυτός με όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια ανατροπής της κυβερνήσεως. Διότι εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να τον βοηθήσω αλλά μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής μου, δεν υπήρχε περίπτωση...”.[47] Αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο δεν μπορεί να εγερθεί καμία αμφιβολία, είναι το γεγονός ότι βοηθούσε τους φίλους του. Αλλά στην άσκηση της εξουσίας και όταν διακυβεύονται τεράστια συμφέροντα δεν υπάρχουν φίλοι. Όπως θα εκτεθεί στην συνέχεια ο Κόκκαλης ήταν πολλαπλά ωφελημένος από τον Κ.Μ.. Ίσως γι’ αυτό δεν πίστευε ότι θα τον ανατρέψει. Αν τελικά τον ανέτρεψε ο Κόκκαλης.
Η ιστορία μιας παλιάς ”σχέσης”.
Ο Παπαχελάς παραθέτει βιογραφικά στοιχεία του Κόκκαλη[48] με ιδιαίτερη σημασία. Ήταν γιός του Πέτρου Κόκκαλη, ο οποίος υπήρξε ”Στενός συνεργάτης του ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη”, συμμετέχοντας και στις δύο ”Κυβερνήσεις του Βουνού”. Μετά την ήττα του ΚΚΕ έζησε στο Ανατολικό Βερολίνο. Ο Σωκράτης Κόκκαλης που, ”γεννηθείς το 1939, είχε την εμπειρία του βουνού, του Εμφυλίου και του διχασμού”, σπούδασε στο Βερολίνο και την Μόσχα και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1962 ασχολούμενος με εισαγωγές από την Ανατολική Γερμανία. Στον ευρύ κύκλο των επαφών που δημιούργησε συμπεριλαμβανόταν και ο Θεοφάνης Τόμπρας με προϋπηρεσία στην ΚΥΠ και ύποπτος για συμμετοχή στην οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ.
Ο Μητσοτάκης παίρνει πάλι την σκυτάλη της αφήγησης ”Ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν συνέταιρος με τον Βουδούρη.[49] Τους είχα γνωρίσει εγώ τους δύο αυτούς ως εκπροσώπους της Ανατολικής Γερμανίας την εποχή που ήμουν υπουργός Συντονισμού.[50] Και είχαν πετύχει πολλά πράγματα στον τομέα των επικοινωνιών διότι η Ανατολική Γερμανία, η οποία είχε υλικό υποδεέστερο από το υλικό των υπολοίπων δυτικών εταιρειών και ιδιαιτέρα της Siemens, είχε τιμές πολύ καλύτερες. Και εγώ από τότε είχα ακολουθήσει μία πολιτική διαφορετική και είπα ότι δεν μπορούμε να μονοπωλήσουμε. Δεν μπορεί να μονοπωλήσει η Ανατολική Γερμάνια παρά το γεγονός ότι είχα καλές σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία. Είχα ομαλοποιήσει τις σχέσεις μας. Είχα πάει στο Ανατολικό Βερολίνο. Είχα προσωπική σχέση με τον [Έριχ] Χόνεκερ.[51] Κάποια ώρα είχαμε συζητήσει ότι μου άρεσε ο Γκαίτε και μου χάρισε τα Άπαντα του Γκαίτε δερματόδετα σε μια ολόκληρη σειρά. Είπα ότι θα δώσω στην Ανατολική Γερμανία, παρά τον διαγωνισμό που είχαμε κάνει τότε, ένα ποσοστό. Και κράτησα τις ισορροπίες. Είχα καλές σχέσεις με τον Κόκκαλη, δεν είχα πρόβλημα”.[52] Συνεχίζοντας ο Παπαχελάς αφού υπενθυμίσει ότι ανάμεσα στους φίλους του Κόκκαλη ”συγκαταλεγόταν ο γενικός διευθυντής και «άρχων» του ΟΤΕ επί ΠΑΣΟΚ, ο Θεοφάνης Τόμπρας” γράφει: ”Μέχρι το 1987 η Intracom ήταν μια μάλλον μικρομεσαία εταιρεία. Οι προμήθειες του ΟΤΕ ήταν μικρές. Οι μεγάλες δουλειές δεν είχαν ξεκινήσει. […] Στις 11 Νοεμβρίου 1977 το ελληνικό κράτος ίδρυσε την Ελληνική Βιομηχανία Ηλεκτρονικών (ΕΛΒΗΛ ΑΕ) με μετόχους την ΕΤΒΑ και τον ΟΤΕ. Στόχος της ΕΛΒΗΛ ήταν η δημιουργία και η λειτουργία βιομηχανικής μονάδας στην Ελλάδα, με τη συμμετοχή ξένης εταιρείας τηλεπικοινωνιών, για την παραγωγή στην Ελλάδα του σύγχρονου ηλεκτρονικού υλικού που χρειαζόταν ο ΟΤΕ. Με την αλλαγή κυβέρνησης το 1981 και τους αργούς ρυθμούς της εποχής, οι καθυστερήσεις παρατάθηκαν. […] Τον Νοέμβριο του 1985 ο ΟΤΕ αμφισβητεί ότι μπορεί να προχωρήσει με την ΕΛΒΗΛ και τον Νοέμβριο του 1986 το Κυβερνητικό Συμβούλιο (ΚΥΣΥΜ), με εισήγηση της υφυπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας Βάσως Παπανδρέου, προκρίνει για τον ΟΤΕ δύο τεχνολογίες ενόψει της ψηφιακής εποχής, τις τεχνολογίες της Siemens και της Ericsson - με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί μονοπώλιο. Το 1987 ο πρόεδρος του ΟΤΕ Τάσος Μαντέλης και ο γενικός διευθυντής Θεοφάνης Τόμπρας, θέση με εκτελεστικές αρμοδιότητες αντίστοιχη του σημερινού διευθύνοντα συμβούλου, ζητούν την κατάργηση της ΕΛΒΗΛ. Τη θεωρούν τροχοπέδη για τον Οργανισμό. Με την παράκαμψη της ΕΛΒΗΛ, το ΚΥΣΥΜ αποφασίζει πενταετές πρόγραμμα ψηφιοποίησης του ΟΤΕ. Κατά κάποιους, έτσι ανοίγει ο δρόμος για τον εκσυγχρονισμό του ΟΤΕ. Για άλλους, έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ισχυροποίηση του Κόκκαλη και της Siemens στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα. Για κάποιους τρίτους, ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα...”.[53]
Την σκυτάλη από τον Παπαχελά παίρνει ο Μητσοτάκης: ”Θυμάμαι ότι είχα πάει στην παράσταση της “Αΐντα” στο Λούξορ μαζί με τη Μαρίκα, τη γυναίκα μου. […] Όταν γυρίζαμε πίσω μού πρότεινε ένας φίλος μου, […] να μας γυρίσει με το αεροπλάνο του. Στο αεροπλάνο αυτό μέσα ήταν και ο Σωκράτης ο Κόκκαλης, με τον οποίο είχα πολύ καιρό να μιλήσω. Κουβέντιασα μαζί του και του είπα: “Άκου να δεις, Σωκράτη, εγώ όταν γίνω πρωθυπουργός έχω απόφαση. Ένα από τα πράγματα που θα υποσχεθώ είναι ότι θα δώσω τηλέφωνο σε όλους τους Έλληνες”. Σήμερα αυτό ηχεί περίεργα αλλά τότε ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα. Και επειδή ξέρω τις ελληνικές γραφειοκρατίες, του είπα: “Θα σου επεκτείνουμε τη σύμβαση”, κάτι το οποίο κάναμε όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Ζολώτα”.[54] Τι σου κάνουν οι συμπτώσεις μερικές φορές. Αρκεί να ”έχεις απόφαση” και να συνταξιδέψεις με κάποιον για να μπει το νερό στο αυλάκι, γάργαρο και δροσιστικό.
Ο Παπαχελάς εξιστορεί την περιπετειώδη διαδρομή της σύμβασης. Αξίζει να την παρακολουθήσουμε: ”Από τα μέσα του 1987 μέχρι τις αρχές του 1990, όταν επικυρώθηκε η επίμαχη σύμβαση από την κυβέρνηση Ζολώτα, η ιστορία είναι επεισοδιακή και έχει τεράστιο πολιτικό ενδιαφέρον. Ουσιαστικά όλα αρχίζουν στις 22 Δεκεμβρίου 1987, όταν έπειτα από εισήγηση του Τόμπρα το ΔΣ του ΟΤΕ, έχοντας ξεφορτωθεί την ΕΛΒΗΛ, προχωρεί σε απευθείας ανάθεση προμήθειας 84.000 κυκλωμάτων και 20.000 ψηφιακών παροχών αξίας 7,5 δισεκατομμυρίων δραχμών στη Siemens και στην κοινοπραξία Ericsson-Intracom. Ο υπουργός Μεταφορών Κώστας Μπαντουβάς (31 Οκτωβρίου 1986-22 Ιουνίου 1988), πολιτικός από κρητική πολιτική οικογένεια προερχόμενος από το Κέντρο της δεκαετίας του ’50 και του ’60, διαφώνησε. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η British Telecom είχε προμηθευτεί αντίστοιχο υλικό με πολύ χαμηλότερες τιμές. Ο Τόμπρας, άνθρωπος σκληρός και ορμητικός, συγκρούστηκε με τον υπουργό του. Και επέμεινε. Στις αρχές του 1988 η διοίκηση του ΟΤΕ ενέκρινε απευθείας ανάθεση έργου 470.000 ψηφιακών παροχών ύψους 32 δισεκατομμυρίων δραχμών στην κοινοπραξία Intracom-Siemens. Πρόκειται ακριβώς για τη μεγάλη προμήθεια της εποχής που θα απασχολήσει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα για τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Μπαντουβάς την μπλόκαρε. Ενέκρινε μόνο τις 84.000 ψηφιακές παροχές. Η συνέχεια ήταν μάλλον αναμενόμενη. Ο Μπαντουβάς αντικαταστάθηκε στις 22 Ιουνίου 1988 από τον Γιώργο Πέτσο. Ο Πέτσος επισήμως και δημοσίως δεν συγκρούστηκε με τον Τόμπρα και τον ΟΤΕ, αλλά έμεινε στη θέση του μόνο ως τις 11 Νοεμβρίου 1988. Τότε αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Χαραλάμπους. Ο Χαραλάμπους, ίσως λόγω και του φορτισμένου κλίματος της εποχής όπου κυριαρχούσε στην επικαιρότητα ο «Κουτσονόμος» και το σκάνδαλο Κοσκωτά, επίσης αρνήθηκε να εγκρίνει την ανάθεση. Την ίδια περίοδο ο Τόμπρας βαλλόταν από παντού για το σκάνδαλο υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αντιπάλων του Ανδρέα που είχε ξεσπάσει. Παρ’ όλα αυτά επέμεινε, προχώρησε και επικύρωσε την απευθείας ανάθεση στις 2 Ιουνίου 1989, δεκαέξι ημέρες πριν από τις εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ χάνει τις εκλογές και στις 13 Ιουλίου ο Τόμπρας παραιτείται. Η κυβέρνηση Τζαννετάκη βρίσκεται ήδη στην εξουσία από τις 2 Ιουλίου. Το θερμό καλοκαίρι του 1989 στο προσκήνιο δεσπόζει η προανακριτική επιτροπή για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά οι ενημερωμένοι και οι υποψιασμένοι συζητούν για την τύχη της μεγάλης σύμβασης. Η νέα διοίκηση του ΟΤΕ, με πρόεδρο τον μέχρι τότε πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μετέπειτα υπουργό Προεδρίας της κυβέρνησης Ζολώτα Νικόλαο Θέμελη και γενικό διευθυντή τον καθηγητή του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυριάκο Κιουλάφα, αναθέτει στον νομικό Α. Κεφαλέα την επανεξέταση των προμηθειών του ΟΤΕ με έμφαση στην προμήθεια των 470.000 παροχών της Intracom-Siemens. Το πόρισμα Κεφαλέα ανακοινώνεται στις 23 Νοεμβρίου 1989 και όχι μόνο στηλιτεύει τις απευθείας αναθέσεις, αλλά εντοπίζει μεγάλες υπερτιμολογήσεις. […]Ακολούθησαν οι εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 1989 και από τις 23 Νοεμβρίου 1989 ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Ζολώτα. Και τότε δημιουργείται εμπλοκή με την παρέμβαση του επίσης κρητικής καταγωγής πολιτικού Γιάννη Κεφαλογιάννη. Ο Κεφαλογιάννης συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Μητσοτάκη”.[55]
Συνεχίζοντας ο Παπαχελάς γράφει: ”Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης (1933-2012) διατέλεσε αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα -με υπουργό τον Άκη Τσοχατζόπουλο- μεταξύ 23 Νοεμβρίου 1989 και 13 Φεβρουάριου 1990. Τους τρεις αυτούς μήνες […]ο Κεφαλογιάννης είχε την αρμοδιότητα για τον ΟΤΕ. Απαιτούσε λοιπόν να ακυρωθεί η απευθείας ανάθεση στην κοινοπραξία Intracom-Siemens και να γίνει διεθνής διαγωνισμός. Ο ΟΤΕ αντιδρούσε και σε αντιπερισπασμό ανακοίνωσε την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων με τις εταιρείες. Στις 25 Ιανουάριου 1990 ο Κεφαλογιάννης αγνόησε τον ΟΤΕ και έθεσε το θέμα σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπό τον Ζολώτα”.[56] Ο Μητσοτάκης παίρνει από τον Παπαχελά την σκυτάλη της αφήγησης: ”Και ο Ζολώτας ξεχνώντας ότι είχαμε πάρει απόφαση εμείς οι τέσσερις [οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί και ο ίδιος ο Ζολώτας], να παρατείνουμε τη σύμβαση στον Κόκκαλη, έβγαλε αντίθετη απόφαση”.[57]
Συνεχίζει πάλι ο Παπαχελάς την εξιστόρηση ”Το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Ζολώτα αποφάσισε να διενεργηθεί διεθνής διαγωνισμός και να επιβλέψει τη διαδικασία τριμελής υπουργική επιτροπή αποτελούμενη από τον Γιώργο Γεννηματά, τον Νικόλαο Θέμελη, που από πρόεδρος του ΟΤΕ επί Τζαννετάκη είχε γίνει υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης Ζολώτα, και τον ίδιο τον Κεφαλογιάννη. Η διοίκηση του ΟΤΕ, στην οποία είχε παραμείνει ο Κιουλάφας ενώ ο πρόεδρος Θέμελης είχε αντικατασταθεί από τον Τάσο Μήνη, προχώρησε σε ελιγμό και ανακοίνωσε ότι οι διαπραγματεύσεις με την κοινοπραξία είχαν πετύχει και ότι απέσπασε ένα καλύτερο τίμημα. Στις 31 Ιανουάριου ο Μητσοτάκης συγκάλεσε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών με τη συμμετοχή του Ζολώτα. Οι πολιτικοί αρχηγοί, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Παπανδρέου και Χαρίλαος Φλωράκης, ανέτρεψαν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επικύρωσαν την απευθείας ανάθεση των ψηφιακών παροχών. Την επομένη, 1η Φεβρουάριου 1990, υπογράφεται η σχετική σύμβαση ανάμεσα στον ΟΤΕ και στην κοινοπραξία Intracom-Siemens”.[58] Και πάλι ο Μητσοτάκης αφηγείται ”Ανατρέψαμε την απόφαση εκ των υστέρων διότι εμείς αποφασίζαμε και όχι ο Κεφαλογιάννης με τον Ζολώτα. Και γι’ αυτό πήρε διαστάσεις το θέμα και κουβεντιάστηκε”.[59] Επιτέλους, το όνειρο του Κ.Μ. να ”δώσει τηλέφωνο σε όλους τους Έλληνες”[60] θα γινόταν πραγματικότητα. Χρειάστηκε βέβαια να ”ακυρωθούν” με την σειρά οι Μπαντουβάς, Πέτσος, Χαραλάμπους, Θέμελης, Κεφαλογιάννης αλλά, όταν υπάρχει βούληση τα πάντα ακυρώνονται.
Στις φήμες που βοούσαν για χρηματοδότηση των κομμάτων ο Μητσοτάκης απαντά: ”Ο Κόκκαλης δεν αποκλείεται να είχε βοηθήσει τη ΝΔ. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ο Σπυρόπουλος είχε επαφή με τον Κόκκαλη, δεν θυμάμαι ακριβώς. Πιθανόν είχε δώσει χρήματα και στη ΝΔ. Σίγουρα είχε δώσει σε όλα τα κόμματα. Αλλά η αιτία που πήρε τη σύμβαση δεν ήταν η οικονομική βοήθεια που είχε δώσει προς τα κόμματα, όχι. Ήταν από μία μεριά η δική μου επιθυμία να τελειώνουμε με τα τηλέφωνα και από την άλλη μεριά ήταν ότι ήταν συμπαθής στην οικουμενική κυβέρνηση, στο σύνολο. Διότι ο μεν Ανδρέας ήταν φίλος του, αυτός είχε υπογράψει και την πρώτη σύμβαση την οποία εμείς παρατείναμε. Ο Χαρίλαος Φλωράκης αγαπούσε πολύ τον πατέρα του. Για το χατίρι του Πέτρου Κόκκαλη, καθηγητή, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ανατολική Γερμανία, ο οποίος ήταν εαμίτης και πιθανώς μέλος του ΚΚ, δεν το ξέρω, ο Φλωράκης ήταν Θετικός υπέρ του Κόκκαλη. Και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν τίποτε το φοβερό. Δώσαμε μία παράταση, επέκταση. Και η επέκταση δόθηκε με τον όρο ότι θα επακολουθήσει διαγωνισμός και το αποτέλεσμα του διαγωνισμού να εφαρμοστεί αναδρομικά εφόσον πετύχουμε καλύτερες τιμές και θα επιστρέφει τη διαφορά ο Κόκκαλης”.[61] Ε, δεν ήταν και τίποτε το φοβερό. Τι είναι η νομιμότητα και μερικές δεκάδες δισ. μπροστά στα συναισθήματα; Μπροστά στην ”επιθυμία”, την ”φιλία” και την ”αγάπη”;
Ο Παπαχελάς, ολοκληρώνοντας την σχετική εξιστόρηση, γράφει: ”Πράγματι, στις 16 Ιανουάριου 1991 διενεργήθηκε διαγωνισμός για 720.000 ψηφιακές παροχές στον οποίο συμμετείχε μόνο η κοινοπραξία Intracom-Siemens. Στις 21 Ιουλίου 1991 ανατέθηκαν άλλες 150.000 παροχές στην ίδια κοινοπραξία. Στις 23 Ιουλίου 1992 η κοινοπραξία εξασφάλισε το αποκαλούμενο εκείνη την εποχή «Crash - πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ», με 430.000 επεκτάσεις και 570.000 νέες ψηφιακές παροχές. Μετά το 1990 και ως το 1993 η κοινοπραξία Intracom-Siemens όχι μόνο προχώρησε στην εκτέλεση της πρώτης μεγάλης σύμβασης, αλλά εξασφάλισε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλες, μεγαλύτερες συμβάσεις”.[62] Ο λαός λέει: ”Θρέψε λύκο το Χειμώνα να σε φάει το Καλοκαίρι” αλλά η Αραβαντινού είναι δίπλα στα Ανάκτορα και μακριά από τις λαϊκές συνοικίες. Η Intracom ήταν ασήμαντη μέχρι το 1987: ”Μέχρι το 1987 η Intracom ήταν μια μάλλον μικρομεσαία εταιρεία. Οι προμήθειες του ΟΤΕ ήταν μικρές. Οι μεγάλες δουλειές δεν είχαν ξεκινήσει”[63]. Το ΠΑΣΟΚ άνοιξε τον χορό, αλλά το ”πάρτι” έγινε την τριετία 1990-1993. Επίσης ο Κόκκαλης δεν ήταν ο μόνος ”ταϊσμένος λύκος”.
Όταν έρχονται τα σύννεφα.
Ο Παπαχελάς γράφει: ”Ήδη στις 9 Αυγούστου 1993 είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ οι εταιρείες France Telecom, Korea Telecom, NTT, Telefonica, Stet και GTE. Είχε δρομολογηθεί η αγορά του ΟΤΕ από τον ιαπωνικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό ΝΤΤ, κάτι που προφανώς θα σηματοδοτούσε τον τερματισμό της συνεργασίας του ελληνικού οργανισμού τόσο με την Intracom όσο και με τη Siemens. Ακόμα περισσότερο, η πρόσδεση του ΟΤΕ στο άρμα της ΝΤΤ θα ισοδυναμούσε με την «εισβολή» της ιαπωνικής τεχνολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω Ελλάδας. Σύμβουλος της ΝΤΤ ήταν ο διάσημος Έλληνας χρηματιστής, φίλος και μυστικοσύμβουλος του Μητσοτάκη, Μίνως Ζομπανάκης.”[64] και ο Μητσοτάκης αφηγείται: ”Ήμασταν σε διαπραγματεύσεις με τους Ιάπωνες. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έρχονταν η μεγαλύτερη βιομηχανία τηλεπικοινωνιών της Ιαπωνίας την οποία θα επιλέγομε, διότι εμείς θέλαμε Ιάπωνα. Και πάντοτε ως σύμβουλο ζητούσα εγώ όχι Ευρωπαίο αλλά Ιάπωνα, για να μπορεί να έχει αντικειμενικότητα στις σκληρές διαπραγματεύσεις που είχαν μεταξύ τους οι μεγάλες εταιρείες της Ευρώπης. Διότι υπήρχε τεράστια, σκληρότατη αντιπαράθεση. Θα ερχόντουσαν οι Ιάπωνες. Μέσω της Ελλάδος θα έμπαιναν στην Ευρώπη στις τηλεπικοινωνίες. Ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα”.[65] Δηλαδή, ο ΟΤΕ επρόκειτο να πωληθεί αλλά όχι σε κάποιον μειοδότη, όχι σε όποιον προσέφερε τον καλύτερο συνδυασμό τιμήματος και τεχνολογίας, αλλά προαποφασισμένα στην ΝΤΤ στην οποία ”Σύμβουλος της ΝΤΤ ήταν ο διάσημος Έλληνας χρηματιστής, φίλος και μυστικοσύμβουλος του Μητσοτάκη, Μίνως Ζομπανάκης”! Ανεξάρτητα από τα, πραγματικά ή υποτιθέμενα, πλεονεκτήματα της ΝΤΤ ή κυβέρνηση έβαζε απέναντί της τους ομίλους Ε.Ε. και ΗΠΑ με τους κινδύνους που αυτό συνεπαγόταν.
Δεν είναι ξεκάθαρη η πρόθεση του Παπαχελά όταν βάζει την επικεφαλίδα ”ΟΙ ΝΟΜΟΤΑΓΕΙΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΙΚΟΙ” στο εδάφιο το οποίο ο Κ.Μ. παραθέτει τις απόψεις του για τους βουλευτές που διαφωνούσαν με τις πολιτικές της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη ”Να θυμίσω κάτι. Εκείνη την εποχή είχαμε 151 βουλευτές διότι είχε φύγει ήδη ο [Στέφανος] Στεφανόπουλος. […] Στο θέμα του ΟΤΕ υπήρχε μία [εσωκομματική] αντιπολίτευση οργανωμένη. Ήταν αντιπολίτευση σε όλα. Και στην οικονομική και στην εξωτερική πολιτική και στο θέμα των Σκοπιών. Η αντιπολίτευση αυτή με οδήγησε στην ανάγκη να αντικαταστήσω πολλούς την ώρα της ψηφοφορίας, την ώρα δηλαδή που ψηφιζόταν ο νόμος για τον ΟΤΕ, αυτούς που δεν ήθελαν να ψηφίσουν τους άλλαζα. Φύγε εσύ, θα περάσει άλλος που θα ψηφίσει. Η αλήθεια είναι ότι η [εσωκομματική] αντιπολίτευση δεν έφτασε στα άκρα. Δεν με έριξε. Υπήρχε μέχρι τέλους ένας αριθμός, ας πούμε τριάντα βουλευτών, οι οποίοι είχαν τη δική τους άποψη. […] Ακολουθούσαν όμως τη γνώμη της πλειοψηφίας, της κοινοβουλευτικής ομάδας την οποία εγώ έλεγχα. […] Επικρατούσε η γνωστή τοποθέτηση της παραδοσιακής ελληνικής Δεξιάς, η οποία ήταν εναντίον της φιλελεύθερης πολιτικής και κυρίως στην έκταση που εμείς την εφαρμόζαμε. Επικεφαλής της αντίπαλης σχολής εναντίον της φιλελεύθερης πολιτικής ήταν ο Θανάσης ο Κανελλόπουλος. Άνθρωπος που ήξερε από οικονομία, πολύ ευφυής, χαριτωμένος. Είχε όμως μεγάλες αδυναμίες ως πολιτικός. Δεν είχε δύναμη, δεν είχε κουράγιο... δεν είχε αντοχή ο Θανάσης καμία. Ο Θανάσης πάντως ηγείτο αυτής της ομάδος.”.[66] Αποστάτησε ο Σ. Στεφανόπουλος, ανιψιός του Σ. Στεφανόπουλου, πρωθυπουργού της ”Αποστασίας”. Ηγέτης της αντιπολίτευσης η οποία αποδίδεται στην ”παραδοσιακή ελληνική Δεξιά” ήταν το στέλεχος της Ένωσης Κέντρου ο ”χαριτωμένος” Αθανάσιος Κανελλόπουλος.
Προκύπτουν όμως και ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα. α) Πόσο ”φιλελεύθερες” ήταν οι αναθέσεις, δίχως πραγματικό διαγωνισμό, στον Κόκκαλη προμηθειών αξίας δεκάδων δισ.; β) Γιατί έπρεπε να φτάσει ο τελευταίος χρόνος της κυβέρνησης για να αποφασίσει την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ; γ) Γιατί, από την πλευρά της οικονομίας, έπρεπε να προηγηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις των συγκοινωνιών, αποδυναμώνοντας την κυβέρνηση, από την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ; δ) Πόσο ”φιλελεύθερη” πολιτική ήταν ο διορισμός 5.500 υπαλλήλων στην ήδη υπερφορτωμένη από προσωπικό ΔΕΗ; Επιπλέον μια καίρια παρατήρηση. Η διαφορετική άποψη, η άποψη γενικότερα, είναι όχι απλώς δικαίωμα του βουλευτή αλλά υποχρέωσή του. Η ”γνώμη της πλειοψηφίας” είναι δυστυχώς, όσον αφορά την λειτουργία του Κοινοβουλίου κενό γράμμα, ανέκδοτο. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση Χρυσοχοΐδη μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου ότι δεν το είχε διαβάσει.
Με διπλωματική διατύπωση ο Παπαχελάς παρουσιάζει εμπλοκές με τις ΗΠΑ: ”Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη το Σκοπιανό ήταν περίπου στάσιμο μέσα στο 1993. Δεν ήταν ένα πρόβλημα που απαιτούσε χειρισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφωνίες, εσωκομματικές συγκρούσεις, αποχωρήσεις βουλευτών και εκλογές. Από την άλλη πλευρά, το καλοκαίρι του 1993 είχε δοθεί η εντύπωση ότι οι Αμερικανοί σπρώχνουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε εκλογές λόγω του Σκοπιανού. Συγκεκριμένα, πέντε εβδομάδες μετά από τη «Διάσκεψη των Αθηνών» στις 3 Μαΐου 1993 και τη συμφωνία με Μιλόσεβιτς και Κάρατζιτς για τον τερματισμό του εμφυλίου στη Βοσνία, και παρά το γεγονός ότι ειρήνευση δεν επήλθε, επισκέφθηκε την Αθήνα ο Γουόρεν Κρίστοφερ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΙΊΑ στη μόλις πέντε μηνών νέα κυβέρνηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον. Στις 11 Ιουνίου ο Μητσοτάκης δέχθηκε τον Κρίστοφερ στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης, εκεί που είχαν γίνει και οι συνομιλίες με τους Βαλκάνιους ηγέτες. […] Μετά από συνάντησή του με τον Μητσοτάκη, ο Κρίστοφερ δήλωσε: «Η επίσκεψη συνδέεται με την πιθανότητα εξελίξεων στην Ελλάδα, συνδέεται με τις εκλογές». Η δήλωση προκάλεσε αίσθηση και παρά τις διορθωτικές δηλώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα στις οποίες υπογραμμιζόταν ότι οι εκλογές είναι εσωτερική υπόθεση της Ελλάδας, πολλοί την ερμήνευαν ως άδειασμα του Μητσοτάκη από τους Αμερικανούς.”.[67] Αλλά ο Μητσοτάκης το αρνείται: ”Τότε εγώ του είχα πει του Κρίστοφερ που ήρθε να με δει ότι για το θέμα των Σκοπιών δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα, διότι δεν έχω την πλειοψηφία και αν υποθέσουμε ότι θέλω να προχωρήσω τη λύση την οποία εγώ προέκρινα από τότε, δηλαδή τη μεσαία λύση, δηλαδή αυτή που σήμερα προσπαθούμε να πετύχουμε και δεν μπορούμε, θα έπεφτα. […] Του είπα λοιπόν του Κρίστοφερ ότι εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω αυτή την ώρα. Θα περιμένουμε να γίνουν εκλογές και μετά τις εκλογές θα δούμε τι θα κάνουμε. Και ο Κρίστοφερ βγαίνοντας -και δεν ήταν και ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος, ήταν και πολύ κουρασμένος ίσως από τα πολλά ταξίδια- βγήκε και είπε για εκλογές. Και έμεινε η εντύπωση στον ελληνικό λαό ότι οι Αμερικανοί ανέτρεψαν την κυβέρνηση. Κάτι το οποίον εγώ δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να το δεχτώ. Δεν έχω καμία απολύτως ένδειξη ότι οι Αμερικανοί ήθελαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση”.[68] Ήταν και λίγο χαζούλης ο Κρίστοφερ, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και τα μπέρδεψε αλλά είναι γνωστό ότι οι Αμερικάνοι δεν κάνουν τέτοια αντιδημοκρατικά πράγματα.
Μια άλλη, χαρακτηριστική της Ελληνικής ”φιλελεύθερης” πολιτικής σχολής, περίπτωση είναι ο ”χορός των λύκων” που είχε στηθεί γύρω από τις δημόσιες προμήθειες, τις τηλεοπτικές άδειες και τις άδειες κινητής τηλεφωνίας. Σύμφωνα με τον Παπαχελά: ”Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της εποχής ήταν οι τηλεοπτικές άδειες, οι άδειες κινητής τηλεφωνίας και μια σειρά από δημόσιες προμήθειες που άνοιγαν την όρεξη της λεγόμενης «διαπλοκής». Ο Μητσοτάκης έλεγε ότι δεν χρειαζόταν να πάρει άδεια από κανέναν για όλες αυτές τις αποφάσεις της περιόδου 1990-93 και μία από αυτές τις αποφάσεις, που όπως διαβεβαίωνε τις χειριζόταν μόνος του, ήταν η παραχώρηση των τηλεοπτικών αδειών”![69] Για να κατανοήσουμε τη σημασία των τηλεοπτικών αδειών και τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν για την ”νομή της πίττας” αρκεί να θυμηθούμε το σκηνικό του 2016, του διαγωνισμού που διεξήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Νίκος Παππάς, καθώς και τον εγκλεισμό, στα πλαίσια της διεξαγωγής του, κορυφαίων οικονομικών παραγόντων στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν μία άδεια. Γιατί ήταν τόσο σημαντική η κατοχή τηλεοπτικών σταθμών από τους δισεκατομμυριούχους; Ποια ήταν τα πλεονεκτήματα που τους χάριζαν; Ευθέως δεν προκύπτουν κερδοφορίες των καναλιών που να δικαιολογούν την προσπάθεια. Οι ωφέλειες είναι φανερό ότι είναι ”παράπλευρες” και προφανώς αδιαφανείς αλλά αναμφισβήτητα χρυσοφόρες για να αξίζουν και το τίμημα αλλά και τον κίνδυνο της έγερσης των δικαιολογημένων ερωτηματικών για τα κίνητρα.
Σύμφωνα με την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Δημήτρη Κανελλόπουλο προκηρύσσεται διαγωνισμός για 4 τηλεοπτικές άδειες. Ο διαγωνισμός λαμβάνει χώρα από τις 29/8/2016 μέχρι τις 2/9-2016. Οι τέσσερις πλειοδότες διαθέτουν για τις άδειες 246 εκ. ευρώ! Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τότε οι άδειες δεν προσέφεραν κανένα αντίτιμο στο Δημόσιο. Ήταν δωρεάν, τουλάχιστον όσον αφορά το Δημόσιο! Στις 26/10/2016 το ΣΤΕ με τρεις ψήφους διαφορά (14 έναντι 11) έκρινε αντισυνταγματικό το άρθρο 2α του νόμου. Μετά την κατάργηση του επίμαχου άρθρου ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται τον επόμενο χρόνο, αφού προηγουμένων εξασφαλίστηκε κάποια ”ευρυχωρία” για να χωράει όλους του μεγάλους. Οι άδειες αυξήθηκαν σε επτά από τέσσερις και το τίμημα καθορίστηκε στα 35 εκ. ευρώ το οποίο οι καναλάρχες θα εξοφλούσαν σε δέκα ετήσιες δόσεις. Η ουσία της όλης υπόθεσης, -που στην πραγματικότητα είναι η ουσιαστικά και βαριά ελλειμματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος λόγω της υπαγωγής της 4ης εξουσίας στις εντολές της ”διαπλοκής” και στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα- χάνεται, βολικά, μέσα στον θόρυβο από την καταδίκη του Νίκου Παππά για παράβαση καθήκοντος.
Για τις τηλεοπτικές άδειες, λοιπόν, για τις οποίες τόση φασαρία έγινε 25 χρόνια μετά, –χωρίς δυστυχώς να υπάρξει κάθαρση - ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι ”τις χειριζόταν μόνος του” και ακόμα ότι ”δεν χρειαζόταν να πάρει άδεια από κανέναν”! Λέει: ”Γιατί να πάρω άδεια; Όσες τηλεοπτικές άδειες νόμιζα ότι έπρεπε να δώσω, έδωσα. Πάντοτε δική μου ήταν η απόφαση. Οι μεγάλες αποφάσεις όλες παίρνονταν από εμένα και μπορώ να θυμηθώ πολλά περιστατικά. [...] Και μια και αρχίσαμε για τα διαπλεκόμενα, ο Λαμπράκης ήταν εξ ορισμού αντίπαλος της ΝΔ. Ο Μπόμπολας είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει πολλή αξία και είναι σοβαρός επιχειρηματίας, σοβαρός άνθρωπος. Εμένα μου αρέσει ο Μπόμπολας και κουβεντιάζω άνετα και εύκολα μαζί του, με τη διαφορά ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος τα θέλει όλα δικά του. Και με αυτόν είχαμε προβλήματα διότι δεν μπορούσα εγώ να κάνω όσα ο Μπόμπολας ήθελε. Ο Αλαφούζος δεν είχε συμφέροντα ιδιωτικά. […] Ο Αλαφούζος δεν μου ζήτησε ποτέ τίποτε για τον εαυτό του. Το μόνο πράγμα που μου είχε πει είναι στη ΔΕΗ, με την οποία συνδέονταν ο ίδιος από παλιά στενά, να χρησιμοποιήσω πρόεδρο. Και το οποίο έκανα διότι έκρινα σωστό να μην έχω έναν μόνο, τον Ξανθόπουλο, αλλά να έχω και έναν πρόεδρο δίπλα για να κρατώ ισορροπίες”.[70] Οι μεγάλες αποφάσεις πάντοτε παίρνονταν από τον ίδιο και εντελώς συμπτωματικά οι ”μεγάλες αποφάσεις” του γιγάντωσαν την διαπλοκή. Γιατί ο Κόκκαλης γιγαντώθηκε από δικές του αποφάσεις και οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών αδειών έγιναν επικυρίαρχοι.
Μια ακόμα ”μεγάλη απόφασή” του, στα πλαίσια της ”φιλελεύθερης’ πολιτικής, αφορούσε την ιδιωτικοποίηση του τζόγου. Καταθέτει ο Παπαχελάς: ”Πρόκειται για τον διαγωνισμό που κέρδισε η Intralot, συμφερόντων Κόκκαλη, για το ΞΥΣΤΟ. Η Intralot ιδρύθηκε το 1992. Η πολύμηνη διαδικασία του διαγωνισμού ξεκίνησε το 1992 και είχε προκαλέσει ερωτήματα για το ενδεχόμενο προσυμφωνημένων διατάξεων. Η αρχική σύμβαση για το ΞΥΣΤΟ ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Intralot συνήφθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1993 […] Η σύμβαση ανανεώθηκε το 1998 και ως τη λήξη της δεύτερης ανανέωσης, το 2003, υπολογιζόταν ότι μόνο για το ΞΥΣΤΟ η Intralot διαχειρίστηκε άνω των 800 δισεκατομμυρίων δραχμών […] Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, του 2017, δραστηριοποιείται σε 52 χώρες, απασχολεί 5.100 εργαζόμενους και έχει έσοδα 1,1 δισ. ευρώ.”![71] Ο ”λύκος” που ταΐζεις τον Χειμώνα το Καλοκαίρι σε τρώει. Ο Μητσοτάκης μάλλον νόμιζε ότι ταΐζοντας τους ”λύκους” θα εξασφάλιζε φίλους ”σκύλους” φύλακες. Έκανε λάθος αλλά το διαπίστωσε αργά: ”Με αυτούς τους χειρισμούς που κάναμε, ήρθαμε σε αντίθεση με όλο το οικονομικό κατεστημένο. Δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μην ήταν εχθρός. Διότι, μη γελιόμαστε, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι αυτή. Αυτοί οι κύριοι θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή”![72] Ποια είναι η αντιμετώπιση ”αυτών των κυρίων” από τους νεοφιλελεύθερους; Πως τους αντιμετωπίζουν; Βάζοντας κανόνες και περιορισμούς ή διευκολύνοντάς τους επιτρέπουν την ανεξέλεγκτη ενδυνάμωσή τους; Ποιο ήταν το σημείο καμπής και με ποιες πολιτικές ηγεσίες έγιναν ανεξέλεγκτοι;
Ζητώντας και τα ρέστα.
Ο Μητσοτάκης, ενώ έχει το κύριο μέρος της ευθύνης για τις εξελίξεις, ζητάει και τα ρέστα. Τα ζητάει μάλιστα από εκείνους που με συστηματικό τρόπο και ποικίλες μεθοδεύσεις προσπάθησε να εξοβελίσει από την ΝΔ. Συνεχίζοντας την προσπάθειά του να αποδομήσει την ”ψυχή” της παράταξης επιτίθεται στην υποτιθέμενη ”καραμανλική αντιπολίτευση” έχοντας σαν στόχο τον ίδιο τον Καραμανλή. Αφηγείται: ”Ο Σαμαράς είναι πίσω από αυτή την ιστορία. Αυτός είναι που έκανε όλη τη δουλειά για την ανατροπή της κυβέρνησης. Είχε μεν την άτυπη συμφωνία της [εσωκομματικής] αντιπολίτευσης στις θέσεις που υποτίθεται ότι πίστευε - διότι ο Σαμαράς δεν είχε καμία θέση, απλώς αυτό που θεωρούσε ότι τον συνέφερε έκανε. Η αντιπολίτευση η εσωτερική, δηλαδή ο Καραμανλής, δεν ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση, αλλά εννοούσε να κρατήσει τις δικές του ισορροπίες, όπως αυτός νόμιζε […] Ο Κόκκαλης δεν το έχει ομολογήσει, ούτε θα το ομολογήσει μέχρι τέλους, αλλά η ανατροπή έγινε από αυτόν. Δεν θα τολμούσε όμως να το κάνει αν δεν είχε την ολόψυχη υποστήριξη ολόκληρου του οικονομικού κατεστημένου. Με πρώτον τον Αλαφούζο, αλλά από κοντά και όλοι οι άλλοι. Είναι χαρακτηριστικός ο Τύπος εκείνης της εποχής, η λύσσα εναντίον της κυβέρνησής μας”.[73] Εκτός από τον Κόκκαλη που τον βοήθησε να κυριαρχήσει με την Intracom και την Intralot και οι ”σύμμαχοί” του εκδότες στην μάχη κατά του Κοσκωτά και του Αντρέα ”μήδισαν”.
Ο Παπαχελάς ”προλογίζει” γράφοντας: ”Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις από το Προεδρικό Μέγαρο, δεν είχε συμμετοχή στη διαμόρφωσή τους. Σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας δεν συμμετείχαν ούτε οι άνθρωποί του, ούτε οι «καραμανλικοί» της Νέας Δημοκρατίας, ούτε πολύ περισσότερο ο ίδιος. Ο Μητσοτάκης φρόντιζε όμως να τονίζει ότι ο Καραμανλής καθόλου δεν δυσαρεστήθηκε από την ανατροπή της κυβέρνησης”[74] και ο Μητσοτάκης, με συνέπεια, εξακολουθεί να οικοδομεί το αφήγημά του, στοχεύοντας τους Καραμανλικούς: ”Καραμανλικό χέρι; Όχι, ο Καραμανλής δεν ήταν υπέρ της ανατροπής της κυβερνήσεως. Δεν θα το έκανε ο Καραμανλής. Αλλά ότι δεν ήταν ευχαριστημένος ο Καραμανλής με την ανατροπή, δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Η ατμόσφαιρα ήταν σαφώς... Το καραμανλικό κομμάτι του κόμματος σχεδόν πανηγύριζε”![75] Η ”αγάπη” όμως του Μητσοτάκη για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τους Καραμανλικούς είναι ανεξάντλητη: ”Όταν χάσαμε τις εκλογές πήγα να δω τον πρόεδρο, τον Καραμανλή, για να του υποβάλω την παραίτησή μου. […] το πρώτο πράγμα που βρήκε να μου πει ήταν ότι: “Ο πολιτικός πρέπει να ξέρει πότε φεύγει”. Εγώ αγρίεψα και του είπα: “Δεν μου χρειάζονται οι συμβουλές σου. Κράτα τες για τον εαυτό σου. Εγώ έχω πει τι θα κάνω”. Ήταν απίστευτη η λύσσα όλων εκείνη την εποχή να πέσει η κυβέρνηση. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Μη γελιόμαστε. Και αυτό έδινε αέρα και στους διαπλεκόμενους οι οποίοι έκαναν τη βρόμικη δουλειά. Και στον Σαμαρά ο οποίος ήταν η πολιτική πλευρά. Οι καραμανλικοί ναι μεν δεν ήθελαν οι ίδιοι να πάρουν πολιτική πρωτοβουλία, δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν κιόλας να πάρουν πρωτοβουλία ανατροπής, πλην όμως την ανατροπή την αντιμετώπιζαν με αρκετή συμπάθεια”.[76] Οι Καραμανλικοί φταίνε που η έπεσε η κυβέρνηση. Είχαν ”λύσσα” αλλά ”δεν μπορούσαν” να την ρίξουν οι ίδιοι, αν και ήταν καμιά τριανταριά αλλά ”δεν ήθελαν κιόλας να πάρουν πρωτοβουλία ανατροπής”! Αλλά η ”λύσσα” των Καραμανλικών ”έδινε αέρα και στους διαπλεκόμενους […] και στον Σαμαρά”!
Το ήξερε αλλά… ”προτίμησε”.
Ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι μετάνιωσε που, πριν από τις εκλογές, δήλωσε ότι θα παραιτηθεί αν χάσει: ”Το ήξερα. Εκείνη την ώρα δεν είχαμε ελπίδες πλέον ότι θα κερδίζαμε. Εκείνη τη ώρα που μας ανέτρεψε ο Σαμαράς με τον Κόκκαλη εγώ έβλεπα ότι χάναμε τις εκλογές. Βέβαια μία κρυφή ελπίδα πάντοτε έχει κανείς. Εγώ ήλπιζα ότι θα τα κατάφερνα αν έφθανα στο τέρμα της τετραετίας. Ήλπιζα ότι και αν ακόμα δεν κέρδιζα, θα έλεγχα την κατάσταση. Αλλά εκείνη την ώρα προτίμησα να κάνω τις εκλογές. Και το γεγονός ότι δήλωσα ότι θα παραιτηθώ αν χάσω ήταν ένας τρόπος με τον οποίο προεξοφλούσα ότι θα φύγω. Το προεξοφλούσα. Ήταν στην ουσία μία στιγμή αδυναμίας, αν το δεις εκ των υστέρων, κάνοντας αυτοκριτική. Ήταν όμως και λεβεντιά κατά κάποιον τρόπο. Εντάξει, εγώ εφαρμόζω αυτή την πολιτική. Δεν τη θέλετε, Έλληνες; Δεν τη θέλετε, κύριοι; Κάνετε καλά. Εγώ φεύγω.”.[77] Ήταν όμως πραγματικά μια στιγμή αδυναμίας ή ήταν η ”κρυφή ελπίδα” ότι θα κερδίσει και η πίστη ότι ”θα έλεγχε την κατάσταση”;
Ήταν η κυβέρνηση υποχρεωμένη να παραιτηθεί; Ήταν υποχρεωτική η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες; Δηλώνει ο Μητσοτάκης: ”Αυτό είναι ακριβές. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να παραιτηθώ. Αν δεν είχα τον δικό μου απόλυτο χαρακτήρα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Το ΠΑΣΟΚ είχε κάνει το λάθος να έχει κάνει πρόταση μομφής, νομίζω έναν μήνα πριν, οπότε δεν μπορούσε να επανέλθει με πρόταση μομφής για να επιβεβαιωθεί, όπως ορίζει το Σύνταγμα, ότι δεν είχα πλειοψηφία. Έτσι θα μπορούσα να μείνω και θα μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Θα μπορούσα να αλλάξω τον εκλογικό νόμο με την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος που ήταν έτοιμο να κάνουμε απλή αναλογική. Να μην αφήσω τον Ανδρέα να έρθει στην εξουσία. […] Προτίμησα τη λεβέντικη μέθοδο. Πετώ το γάντι: “Μάλιστα, κύριοι, αυτός μας έριξε, ο ελληνικός λαός να αποφασίσει””.[78] Αλλά, ποίοι νόμοι μένουν να ψηφιστούν στο τέλος μια κυβερνητικής θητείας; Στο τελευταίο εξάμηνο; Με δεδομένο ότι ο νόμος 2167/93, για τον ΟΤΕ, ψηφίστηκε στις 24 Αυγούστου 1993 γιατί δεν έμεινε για να ολοκληρωθεί η, τόσο στρατηγικής σημασίας σύμφωνα με τον ίδιο, μεταβίβασή του στους Ιάπωνες;
Η απόφαση για τις πρόωρες εκλογές ήταν σωστή, έστω και αν οι δικαιολογία που επικαλείται δεν στέκει. Αιτία δεν ήταν η, ενδεχόμενη σε κάθε περίπτωση, αδυναμία ψήφισης νόμων. Θα μπορούσε, άλλωστε όπως δηλώνει, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Όμως για την παραίτηση από την ηγεσία της ΝΔ είναι προφανές ότι μετάνιωσε: ”Ναι, δεν το ήξερε η Ντόρα, δεν το ήξερε η Μαρίκα. Η Μαρίκα δεν μου το συγχώρησε ποτέ ότι το έκανα χωρίς να της το πω. […] Είχα πει ότι θα φύγω αν χάσω και έφυγα. Υπέστην πάρα πολλές πιέσεις να μη φύγω, είναι γνωστό αυτό. Αν τυχόν άλλαζα γνώμη, θα καλούσα την κοινοβουλευτική ομάδα και θα ζητούσα επιβεβαίωση. Η καινούρια κοινοβουλευτική ομάδα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα με επιβεβαίωνε πάλι και θα έμενα αρχηγός”.[79] Αυτή είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η αιτία της οργής κατά του Καραμανλή όταν του είπε ότι ”Ο πολιτικός πρέπει να ξέρει πότε φεύγει”. Είναι προφανές ότι, ακόμα και αν δεν το ζήτησε ευθέως, ήλπιζε σε μια δημόσια δήλωση Καραμανλή η οποία θα του έδινε το πρόσχημα που ήθελε για να ανακαλέσει την προεκλογική του δέσμευση και να μην παραιτηθεί.
Παρά το γεγονός ότι ”Προτίμησε τη λεβέντικη μέθοδο” και ”Πέταξε το γάντι”, μετάνιωσε και έψαχνε από κάπου να πιαστεί ”Και ήταν λάθος μου που επέμενα να παραιτηθώ. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Πέραν του ότι η υγεία του Ανδρέα θα του επέβαλε να φύγει, και αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να αντέξει πολύ όπως και δεν άντεξε κιόλας, υπήρχε μία μεγάλη δυνατότητα όταν θα γινόταν η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας [το 1995], Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε την πλειοψηφία. Τότε το έσωσε ο Σαμαράς. Αν ήμουν εγώ αρχηγός της ΝΔ, δεν θα είχα τη παραμικρή δυσκολία να του πάρω του Σαμαρά δύο τρεις βουλευτές, οι οποίοι βλέποντας εκλογές θα ήταν έτοιμοι να έρθουν μαζί μου. Και θα του την έριχνα [την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ] πάνω στον χρόνο, πριν τον χρόνο, και θα ξαναείχαμε εκλογές και θα γύριζα πίσω. Αλλά σου λέω, το είχα πει [ότι θα παραιτηθώ αν χάσω]”[80] αλλά ο Καραμανλής δεν του ”πέταξε σωσίβιο”. Βεβαίως υπάρχει και το άλλο ενδεχόμενο, πέρα από τους κατόπιν εορτής σχεδιασμούς του, το οποίο είναι πιο ισχυρό. Σε περίπτωση μη παραίτησης, ή επανεκλογής του από την κοινοβουλευτική ομάδα, η φθορά του να ήταν τόσο μεγάλη και αμετάκλητη που να έκλεινε οριστικά το οικογενειακό του κεφαλαίο στην ΝΔ. Η κατάσταση σε σύγκριση με την δεκαετία του ’80 είχε αλλάξει άρδην, σκάνδαλο Κοσκωτά δεν υπήρχε, συμμαχία με τους εκδότες και την Αριστερά δεν προέκυπτε, ακόμα και αν κατάφερνε ”να του την ρίξει” την κυβέρνηση του Αντρέα το 1995 το ενδεχόμενο να καλυφθεί η διαφορά(7,58%) δεν ήταν ιδιαίτερα πιθανό.
Στον απόηχο της τριετούς διακυβέρνησης ’90-’93 δημιουργήθηκε το θέμα των υποκλοπών. Σύμφωνα με τον Παπαχελά ”… Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Τόμπρα στη δραστήρια «βιομηχανία των υποκλοπών» ήταν ο Χρήστος Μαυρίκης, τεχνικός με άριστες γνώσεις που, όπως αποκαλύφθηκε, δεν έπαυσαν να αξιοποιούνται μετά το 1990. Τον Απρίλιο του 1993 και ενώ ο Μητσοτάκης ήταν απασχολημένος με τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, ο Μαυρίκης μίλησε στον Τύπο και εμφανίστηκε στην τηλεόραση λέγοντας με μεγάλη άνεση ότι μετά το 1990 διενεργούσε υποκλοπές για λογαριασμό της κυβέρνησης της ΝΔ και συγκεκριμένα κατ’ εντολήν του στρατιωτικού συμβούλου του Μητσοτάκη στρατηγού Νίκου Γρυλλάκη. Ο Γρυλλάκης είχε απαντήσει ότι χρησιμοποίησε τον Μαυρίκη και τις ικανότητές του στο «υποκλέπτειν» για να προστατεύσει τα στελέχη της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ. […] Τον Ιούλιο του 1993 δώδεκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες των οποίων παρακολουθούνταν, κατέθεσαν μήνυση. Το πόρισμα της Δικαιοσύνης που αριθμεί πολλές χιλιάδες σελίδες, γνωστό και ως «πόρισμα Ζορμπά», δημοσιοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993.”![81] Η καταγγελία ξεκίνησε ενώ η ΝΔ ήταν κυβέρνηση. Το ίδιο και η δικαστική διερεύνηση.
Πάλι όμως ο Μητσοτάκης δεν χάνει την ευκαιρία να χρεώσει τους ”Καραμανλικούς” αλλά και τον ίδιο τον Καραμανλή. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι: ”Έγινε μία συστηματική προσπάθεια από τον Έβερτ, άθλια προσπάθεια, η οποία δεν ήταν δυνατό παρά [να] ήταν εις γνώση του Καραμανλή. Ο Καραμανλής όφειλε αν μη τι άλλο να τη σταματήσει. [Ήταν μια προσπάθεια] να με εμπλέξει δικαστικά σε σκάνδαλα […] Διότι το ΠΑΣΟΚ ήθελε να με εκδικηθεί αλλά δεν θα τολμούσε ποτέ να προχωρήσει εάν δεν είχε τη στήριξη και ενδεχομένως την προτροπή από την καραμανλική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας. Εκεί δεν εμπλέκω τον Καραμανλή τον ίδιο, εξηγούμαι”![82] Αλλά αφετηρία για την εξεταστική επιτροπή και την δικαστική διερεύνηση(Ιούλιος ’93) αποτέλεσαν οι δημόσιες δηλώσεις του στρατιωτικού συμβούλου του Μητσοτάκη στρατηγού Νίκου Γρυλλάκη και του Μαυρίκη όχι ανθρώπων του Έβερτ. Την σύσταση της εξεταστικής επιτροπής την αποδέχθηκε ο ίδιος ενώ ήταν πρωθυπουργός(29-4-1993). Πότε ακριβώς μπαίνουν οι Καραμανλικοί στο παιχνίδι; Και πως μπορούσε ο Καραμανλής ”αν μη τι άλλο να τη σταματήσει”;
Σύμφωνα με τον Παπαχελά, μετά από το πόρισμα της εξεταστικής της Βουλής και το πόρισμα Ζορμπά: ”Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Χρήστος Ροκόφυλος υποστήριζε με φλογερές αγορεύσεις την παραπομπή Μητσοτάκη-Μπακογιάννη σε προανακριτική επιτροπή, κάτι που έγινε, με απόφαση της Βουλής, τον Ιανουάριο του 1994. Πέντε μήνες μετά ολοκληρώθηκε το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής. Μόλις ανακοινώθηκε, η Βουλή συνεδρίασε και στις 16 Ιουνίου 1994 παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο μόνο τον Μητσοτάκη για το αδίκημα των υποκλοπών με 164 ψήφους υπέρ, 6 κατά και 5 «παρών». Οι βουλευτές της ΝΔ απείχαν από την ψηφοφορία. Τον Νοέμβριο του 1994 παραπέμφθηκαν και τα μη πολιτικά πρόσωπα, αλλά στις 16 Ιανουάριου 1995 παρενέβη ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η Βουλή συνεδρίασε και ανέστειλε τις διώξεις.”.[83] Το ΠΑΣΟΚ είχε 170 βουλευτές, η ΝΔ 111, η ΠΟΛΑΝ 10 και το ΚΚΕ 9. Η παραπομπή δεν συγκέντρωσε ούτε όλες τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας παρενέβη και σταμάτησε τις διώξεις. Οι Καραμανλικοί που εμπλέκονται; Και ο Καραμανλής, πέρα από το να επαναλάβει ότι είχε πει και το ’90 ότι ”Τους πρώην τους στέλνεις στο σπίτι τους, όχι στα δικαστήρια” τι άλλο μπορούσε να κάνει;
Αυτός και οι άλλοι.
Όλοι οι άλλοι μπροστά του δεν έπιαναν μια. Βάζει ψηλά τον πήχη και τους βρίσκει όλους λιποβαρείς ”Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή έχω μιλήσει πολύ. Ήταν ένας αξιόλογος πολιτικός. Δεν ήταν μεγάλος ηγέτης με την έννοια ότι δεν ήταν ο άνθρωπος των μεγάλων αποφάσεων […] Ο Ανδρέας ήταν κακοποιός δύναμις. Άξιος για όλα, αλλά είχε τουλάχιστον ένα προσόν. Με τον Ανδρέα μπορούσες να ξέρεις τι σου γίνεται. Μπορούσες να κάνεις πολιτική με τον Ανδρέα. […] Γιατί μετά περάσαμε σε μετριότητες”![84] Αφού ξεμπέρδεψε με τους παλιούς από τους οποίους ο ένας ”Δεν ήταν μεγάλος ηγέτης” και ο άλλος ”ήταν κακοποιός δύναμις” ήρθε η ώρα των νέων για θάψιμο: ”Ο Σημίτης ήταν ο καλύτερος που έβγαλε το ΠΑΣΟΚ για διάδοχο του Ανδρέα, αλλά και αυτός έχει πεπερασμένα ψυχικά περιθώρια ως ηγέτης. Δεν είναι αρκετά δυνατός για να τραβήξει στα άκρα. Από εκεί και πέρα, ο Κώστας ο Καραμανλής είναι ένας άνθρωπος με πάρα πολύ μεγάλες ικανότητες, αλλά παντελώς άβουλος. Δεν παίρνει ποτέ του απόφαση”.[85] Το βέτο για την ένταξη των Σκοπίων, η στάση του στο σχέδιο Ανάν, η συνεργασία με την Κίνα στις μεταφορές και την Ρωσία στους αγωγούς ενέργειας δεν είναι μεγάλες αποφάσεις. Μόνο η δική του πρόθεση για συνεργασία με τους Ιάπωνες ήταν μεγάλη. Ο ΓΑΠ ”είναι ένας ευπρεπής άνθρωπος που δεν κάνει για πρωθυπουργός” ενώ τέλος, ο Σαμαράς ”Είναι αδίστακτος, μικροπολιτικός, μικροκομματικός” αν και σύμφωνα με τον Παπαχελά η γνώμη του για τον τελευταίο ”βελτιώθηκε αισθητά μετά τα πρώτα χρόνια πρωθυπουργίας Σαμαρά”! Μόνο οι κακόπιστοι θα υπέθεταν ότι σε αυτήν την ”βελτίωση” έπαιξε καθοριστικό ρόλο η υπουργοποίηση του Κυριάκου και άλλων πολλών στελεχών που ήταν πάντα ενταγμένα στα μακροπρόθεσμα σχέδια των μηχανισμών της οικογένειας.
Απολογισμός. Σπέρνοντας ανέμους θερίζεις θύελλες.
Ο Μητσοτάκης, δεν κάνει απολογισμό δεν κάνει αυτοκριτική. Όλα όσα έχει κάνει είναι καλά καμωμένα. Το μόνο λάθος που καταδέχεται να καταλογίσει στον εαυτό του είναι η παραίτηση του όταν έχασε τις εκλογές. Ήταν βέβαια ήδη 75 ετών και πριν από οκτώ χρόνια είχε ο ίδιος αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια όσους ήταν άνω των 70, για χάρη και των αδελφών Μπουλούκων, αλλά ο ίδιος ήταν άλλη περίπτωση. Καταγγέλλει το κεφάλαιο και τα ΜΜΕ ”Δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μην ήταν εχθρός. Διότι, μη γελιόμαστε, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι αυτή. Αυτοί οι κύριοι θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή.”[86], ”Ο Κόκκαλης δεν το έχει ομολογήσει, ούτε θα το ομολογήσει μέχρι τέλους, αλλά η ανατροπή έγινε από αυτόν. Δεν θα τολμούσε όμως να το κάνει αν δεν είχε την ολόψυχη υποστήριξη ολόκληρου του οικονομικού κατεστημένου. Με πρώτον τον Αλαφούζο, αλλά από κοντά και όλοι οι άλλοι. Είναι χαρακτηριστικός ο Τύπος εκείνης της εποχής, η λύσσα εναντίον της κυβέρνησής μας”[87] ότι θέλουν ”θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή” αλλά αυτό το διαπιστώνει μόνο όταν έχει λειτουργήσει εναντίον του. Έχει ξεχάσει το παρελθόν του.
Όταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το κεφάλαιο και τα ΜΜΕ ήταν φιλικά ”Ο Μποδοσάκης ήταν φίλος μου, με αγαπούσε, ήταν παλιός βενιζελικός, άνθρωπος της οικογένειας. […] Κάθε πρωί μαζευόμασταν στο σπίτι του Βενιζέλου, στη Νεοφύτου Βάμβα, και κουβεντιάζαμε. Ήταν και ο Μποδοσάκης εκεί...”![88], ”Είχαν μοιραστεί οι βουλευτές σιγά - σιγά μεταξύ αυτών που πήγαιναν στον Κόκκα και αυτών που πήγαιναν στον Λαμπράκη.”![89], ή όταν τα συγκροτήματα καυγάδιζαν για ”ορισμένες ανώτατες κρατικές θέσεις”[90] δεν υπήρχε πρόβλημα. Άλλωστε ο ίδιος συμμετείχε στην σύνταξη της Ελευθερίας μαζί με τον Κόκκα στα γραφεία της Ελευθερίας, εκεί ”όπου μαζευόταν το επιτελείο... Κουβεντιάζαμε τα θέματα της επόμενης ημέρας και οι δημοσιογράφοι προετοίμαζαν το φύλλο. Για να αποφασιστεί τι θα γράψουν, γινόταν μία μεγάλη συζήτηση όπου λάβαιναν μέρος όλοι, κι εγώ μαζί, μόνος από τα απέξω ήμουν εγώ. Εκεί απεφασίζετο τι κύριο άρθρο θα γραφεί”![91]. Όταν το alter ego του, ένας εκδότης, διαπραγματευόταν με τον επιτελάρχη των Ανακτόρων τα ανταλλάγματα ”Από πρώτο, εντελώς πρώτο χέρι. Ο Πάνος Κόκκας έκανε τη συμφωνία για λογαριασμό του Παπανδρέου. […] Ο Παπανδρέου όμως τα έδινε όλα για να γίνει πρωθυπουργός. Η συμφωνία έγινε μεταξύ Κόκκα και Χοϊδά, δεν μίλησαν απευθείας ο Παύλος και ο Παπανδρέου. Έτσι όμως μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής ο βασιλιάς”![92] Ούτε η αποδοχή της ελλειμματικής εξουσίας με την παραχώρηση του ελέγχου του στρατού ήταν πρόβλημα ”Ήταν από τις δύσκολες στιγμές αλλά κερδίσαμε τον Παύλο με το μέρος μας και μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής. Το αντάλλαγμα που του έδωσε ο Παπανδρέου ήταν να έχει αποφασιστικό ρόλο στα θέματα των ενόπλων δυνάμεων”![93] Αλλά ούτε υπήρχε πρόβλημα με τον ”διεθνής παράγοντα ” αφού προφανώς οι ΗΠΑ ήθελαν την απομάκρυνση του Καραμανλή ”Ο κόσμος, το Παλάτι μαζί μας, που μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής, ο διεθνής παράγων μαζί μας: ήταν σαφές ότι ερχόμαστε. Κάναμε την πολιτική των παροχών…”![94] Εννοείται ότι και η ”πολιτική των παροχών”, όπως άλλωστε και οι περισσότερες άλλες πολιτικές του, είναι απόλυτα εναρμονισμένες με την φιλελεύθερη ιδεολογία. Κάθε υπαινιγμός ότι πρόκειται για μικροπολιτική και λαϊκισμό είναι κακοήθης.
Εννοείται επίσης, ότι δεν έχει καμία σχέση το παρασκήνιο του 1958 ”Ο Κόκκας, εγώ και ο Παπαληγούρας κουβεντιάζαμε το θέμα· […]. Το περίεργο της ιστορίας είναι ότι αφού ο Καραμανλής έπεσε με την παρότρυνση των Αμερικανών […] ο βασιλεύς, λοιπόν, “σκοτώνει, εκτελεί” τους δεκαοκτώ που είχαν φύγει, δίνοντας στον Καραμανλή τη διάλυση της Βουλής. Θα με ρωτήσεις, τι άλλο μπορούσε να κάνει; Πάρα πολύ εύκολο ήταν να ακολουθήσει τη διαδικασία την οποία προβλέπει το Σύνταγμα και να πάει παρακάτω, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Σοφοκλής εκεί θα έπαιζε τον ρόλο του. Όλοι οι κεντρώοι θα ήσαν έτοιμοι να συνεργαστούμε με ένα μεγάλο κομμάτι της ΕΡΕ που ήταν διαθέσιμο και να ξεφύγουμε από την παντοκρατορία του Καραμανλή. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι λύσεις; υπήρχαν. […] Υπήρχε δυνατότητα, αν ο βασιλεύς ήθελε να ακολουθήσει μία διαδικασία, αυτή που προβλέπει το Σύνταγμα άλλωστε, να φωνάζει τον έναν μετά τον άλλο και να τους δίνει εντολές, 100% θα βρισκόταν λύση”[95] με το παρασκήνιο του 1993. Το γεγονός ότι Αυτοί οι κύριοι που ”θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή” ήταν το 1993 εναντίον του είναι ”ακατανόητο” και ”απαράδεκτο”. Όφειλαν να είναι πάντα υπέρ του. Όταν μάλιστα, όπως αναλυτικά έχει αναφερθεί προηγουμένως, η κοινοπραξία Intracom-Siemens όχι μόνο προχώρησε στην εκτέλεση της πρώτης μεγάλης σύμβασης, αλλά εξασφάλισε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλες, μεγαλύτερες συμβάσεις. Επιπλέον παραχωρήθηκε, όπως έχει επίσης αναφερθεί, ο τζόγος στην Intralot, με την απορία να αιωρείται. Πόσο φιλελεύθερη πολιτική είναι ο τζόγος, πόσο υπηρετεί την ανάπτυξη και την κοινωνία; Τέλος πρέπει να θυμίσουμε ότι οι ”λυσσασμένοι” των ΜΜΕ είχαν ευνοηθεί σκανδαλωδώς -αποκλειστικά από τον ίδιο όπως με την ευδιάκριτη μετριοφροσύνη του ομολογεί- με την χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών: ”Γιατί να πάρω άδεια; Όσες τηλεοπτικές άδειες νόμιζα ότι έπρεπε να δώσω, έδωσα. Πάντοτε δική μου ήταν η απόφαση”.[96] Δική του ήταν η απόφαση αλλά δική του και η ευθύνη. Το γεγονός ότι λειτούργησε εναντίον του είναι επίσης δική του ευθύνη. Όταν αφήνεις τους ”λύκους” λυτούς στο τέλος θα φάνε και σένα. Σε κάθε περίπτωση μάλιστα αυτοί οι ”λύκοι” -ή ”νταβατζήδες” της διαπλοκής όπως τους ξέρουμε καλύτερα- μπορεί να προτίμησαν τον Αντρέα από τον ίδιο αλλά εκείνους που κατασπάραξαν με ”πραγματική λύσσα” ήταν ο Έβερτ και ο Κώστας Καραμανλής.
Ο μύθος των ”υποχθόνιων” Καραμανλικών.
Έχει επισημανθεί η συστηματική προσπάθεια του Μητσοτάκη να αποδομήσει την προσωπικότητα του Καραμανλή και να ενοχοποιήσει, -αντιστρέφοντας την πραγματικότητα- εντελώς ατεκμηρίωτα, τους ”Καραμανλικούς” για υπονόμευση. Δεν αξίζει να ασχοληθούμε σοβαρά με την αντίκρουση των ισχυρισμών του. Θα αναφέρουμε μόνο ελάχιστα πραγματικά και αναντίλεκτα δεδομένα. Ο Έβερτ, αμέσως μετά την εκλογή του, αντιμετώπισε την εσωτερική ”φιλελεύθερη” αντιπολίτευση με επικεφαλής τους Μάνο και Ανδριανόπουλο που εκδηλώθηκε οργανωμένα και υποτίθεται σε ”ιδεολογικό” επίπεδο στο Γ’ Συνέδριο που διεξήχθη τον Απρίλιο του ’94 στην Χαλκιδική. Ο Έβερτ όχι μόνο δεν έβαλε στο περιθώριο αυτά τα στελέχη αλλά προσπάθησε να τα αξιοποιήσει σε τομείς ευθύνης. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η τοποθέτηση του Μάνου επικεφαλής του τομέα εκπαίδευσης τη ΝΔ. Πιο χαρακτηριστική είναι όμως η τοποθέτηση(η εκλογή γινόταν μόνο με βάση την σειρά στην λίστα) ως Ευρωβουλευτή του Χατζηδάκη, παρά την δυσαρέσκεια που προκάλεσε η απόφαση αυτή στα στελέχη της νεολαίας που υποστήριζαν τον Έβερτ από την εποχή της αποπομπής του από την κυβέρνηση το ’91. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί και η μετακίνηση της Ντόρας από την Ευρυτανία στην ‘Α Αθηνών στις εκλογές του ’96, ενώ θα μπορούσε να αναγκαστεί να παραμείνει εκεί, με ότι αυτό συνεπαγόταν, ή να πάει στα Χανιά μετακινούμενου του Κ.Μ. στο Επικρατείας. Τέλος στο Επικρατείας συμπεριελήφθη και ο Τσαλδάρης που, όπως είδαμε, συμμετείχε στις συσκέψεις της Αραβαντινού, ήταν δηλαδή στο στενό περιβάλλον του Μητσοτάκη.
Η ”φιλελεύθερη” αντιπολίτευση εκδηλώθηκε όμως ακόμα πιο έντονα επί προεδρίας Κώστα Καραμανλή με κύριους εκφραστές τους Μάνο, Ανδριανόπουλο, Κοντογιαννόπουλο. Την Άνοιξη του ’98, κατά την διάρκεια ψηφοφορίας στην Βουλή, διαφοροποιήθηκαν από την θέση του κόμματος και διεγράφησαν. Ο Κοντογιαννόπουλος, εξ αιτίας του οποίου το ’90-’91 –με τις ανοησίες για το ”ομοιόμορφο ντύσιμο” και το point system στα σχολεία- κλονίστηκε η κυβέρνηση προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ και εκλέχτηκε βουλευτής το 2000 καταλαμβάνοντας και θέση υφυπουργού το 2003. Το 2008 αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκε στην Δράση, κόμμα που είχε ιδρύσει ο Μάνος. Εκεί συναντήθηκαν πάλι οι δρόμοι του με τον Θόδωρο Σκυλακάκη αλλά και με την Αντιγόνη Λυμπεράκη(Ανιψιά του Κ.Μ., κόρη της Αρτεμισίας Μητσοτάκη, πρώην αριστερή και μετέπειτα βουλευτή με το ΠΟΤΑΜΙ). Οι Μάνος και Ανδριανόπουλος στις εκλογές του 2004 επιβεβαιώνοντας την, ακλόνητα νεοφιλελεύθερη, ιδεολογία τους εκλέχτηκαν με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας τους Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Ένας ακόμα που ”έριξε λάδι” στον δρόμο του Καραμανλή ήταν ο τότε Δήμαρχος Αθήνας Αβραμόπουλος. Είναι γνωστό το ”στήσιμο” μετά το γεύμα στον Διόνυσο και η ίδρυση του δικού του κόμματος(ΚΕΠ).
Παρά τις προσπάθειες της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, η ΝΔ στις εκλογές του 2000 βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία. Παρά τα όργια των διαπλεκόμενων και της ”κουστωδίας των διακόνων” του ”αρχιερέα της διαπλοκής” η ΝΔ συγκεντρώνει το 42,74% στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ο Καραμανλής είναι πλέον ακλόνητος. Δεν έχει ανάγκη να μοιραστεί με κανέναν, ιδιαίτερα με αυτούς που πάντα τον πολεμούσαν, την εξουσία. Μπορεί να διαμορφώσει την δική του ηγετική ομάδα και να προετοιμάσει την δική του κυβέρνηση όπως ήθελε. Αν ήταν στην θέση του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι βέβαιο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την προϊστορία του, ότι οι εκκαθαρίσεις θα θύμιζαν την ΕΣΣΔ επί Στάλιν. Αντί να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις ο Καραμανλής κάνει ότι έκανε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Βάζει προτεραιότητες: το Έθνος, η Ελλάδα, η κοινωνία, και τέλος η παράταξη. Όχι οι ”φράξιες”, οι συνασπισμοί νομής της εξουσίας, τα προσωπικά συμφέροντα. Αντί για προγραφές οι πύλες ανοίγουν. Όπως επανήλθαν και μάλιστα δίχως διάθεση ταπείνωσης οι Παπαληγούρας και Ράλλης μετά το ’58, επανέρχεται ο Σουφλιάς στο ψηφοδέλτιο επικρατείας το 2004. Ο Κυριάκος κατεβαίνει υποψήφιος στην Β’ Αθηνών αντί των Χανίων. Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ντόρα μετακινήθηκε στον Δήμο Αθηνών το 2002 αφήνοντας προσωρινά την Α΄ Αθηνών. Δύο ακόμα κίνητρα ίσως ήταν ότι έτσι απεγκλωβιζόταν από τον Δήμο ο Αβραμόπουλος για να επανέλθει στην πολιτική αλλά και ό,τι καλό προσφέρει σε έναν δήμαρχο η διαχείριση του Ολυμπιακού Δήμου πριν και κατά την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Σε κάθε περίπτωση έτσι απλώθηκε το δίχτυ για την κυριαρχία της οικογένειας στην καρδία της χώρας. Στην Αθήνα και στην περιφέρεια Αττικής.
Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Ο Αβραμόπουλος, παρά τα κόλπα του 2000, επανέρχεται και υπουργοποιείται. Στην Ντόρα, ενώ δεν είναι βουλευτής, ”διατίθεται” το Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Χατζηδάκης, τοποθετημένος ευρωβουλευτής το ’94 από τον Έβερτ, το ’99 και το ’04 από τον Καραμανλή, εκλέγεται στην Β’ Αθηνών –όπου ήδη έχει εκλεγεί ο Κυριάκος- και υπουργοποιείται. Το 2009 ο Σκυλακάκης που κάνει δρομολόγια μεταξύ Δράσης και ΝΔ τοποθετείται ευρωβουλευτής. Αυτές όμως είναι μόνο, ελάχιστες, ενδεικτικές αναφορές για το πόσο διαφορετική ήταν η φιλοσοφία των ”Καραμανλικών” από τις πρακτικές των ”φιλελεύθερων”. Στην πραγματικότητα αυτό που έγινε δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις αναφορές ούτε καν στο επίπεδο της κυβέρνησης. Πόσο μάλλον στην κοινοβουλευτική ομάδα, στην στελέχωση των δημόσιων οργανισμών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα δίκτυα της πελατειακής λειτουργίας της πολιτικής απλώθηκαν με σχέδιο, με συνέπεια και με επιμονή. Η άλωση και η αλλοτρίωση της παράταξης που ίδρυσε ο Καραμανλής τελικός στόχος.
Αντωνάκος Αντώνης
11-02-2025
[email protected] http://www.antonakos.edu.gr
Δημοσιεύθηκε και στα sites: olympia, newsbreak, fatsimare.
[1] ΒΑ2,σελ.144
[2] ΒΑ2, σελ.145
[3] ΒΑ2, σελ.149
[4] ΒΑ2, σελ.153
[5] ΒΑ2, σελ.153
[6] ΒΑ2, σελ.155
[7] ΒΑ2, σελ.155
[8] ΒΑ2, σελ.155-156
[9] ΒΑ2, σελ.156-157
[10] Επίσης, αξίζει να θυμίσουμε ότι, εκτός από τους Συμπιλίδη και Στεφανόπουλο είχαν παραιτηθεί, παραδίδοντας όμως τις έδρες τους, οι Γ. Ράλλης, Α. Σαμαράς, Ν. Κλείτος, Β. Μαντζώρης, Α. Γεροντόπουλος.
[11] Το Ελληνικό δράμα και η χαμένη δεκαετία του 80.
[12]Η δυναμική του χρέους και η καταστροφική δεκαετία του 80.
[13] ΒΑ2, σελ.218
[14] ΒΑ2, σελ.218
[15] ΒΑ2, σελ.217
[16] ΒΑ2, σελ.218
[17] ΒΑ2, σελ.218
[18] ΒΑ2, σελ.218-219
[19] ΒΑ2, σελ.219
[20] ΒΑ2, σελ.231
[21] ΒΑ2, σελ.238
[22] ΒΑ2, σελ.224
[23] ΒΑ2, σελ.231
[24] ΒΑ2, σελ.232
[25] ΒΑ2, σελ.236
[26] ΒΑ2, σελ.259
[27] ΒΑ2, σελ.49
[28] ΒΑ2, σελ.263
[29] ΒΑ2, σελ.263
[30] ΒΑ2, σελ.264
[31] ΒΑ2, σελ.264
[32] ΒΑ2, σελ.260
[33] ΒΑ2, σελ.263-365
[34] ΒΑ1, σελ.41
[35] ΒΑ1, σελ.34-35
[36] ΒΑ2, σελ.265
[37] ΒΑ1, σελ.248
[38] ΒΑ2, σελ.266
[39] ΒΑ2, σελ.49
[40] ΒΑ1, σελ.11
[41] ΒΑ2, σελ.267
[42] ΒΑ2, σελ.267-268
[43] ΒΑ2, σελ.268-269
[44] ΒΑ2, σελ.269-270
[45] ΒΑ2, σελ.271
[46] ΒΑ2, σελ.270
[47] ΒΑ2, σελ.270-271
[48] ΒΑ2, σελ.275-276
[49] Ο Βουδούρης ήταν εκδότης του Ελεύθερου Τύπου.
[50] Στην κυβέρνηση Καραμανλή 1978-1980.
[51] Να θυμίσουμε ότι, για κάποιους, ο Γκένσερ απαίτησε την είσοδο Μητσοτάκη στην κυβέρνηση.
[52]ΒΑ2, σελ.276-277
[53] ΒΑ2, σελ.277-278
[54] ΒΑ2, σελ.279-280
[55] ΒΑ2, σελ.279-281
[56] ΒΑ2, σελ.283-283
[57] ΒΑ2, σελ.283
[58] ΒΑ2, σελ.283-284
[59] ΒΑ2, σελ.284
[60] ΒΑ2, σελ.279
[61] ΒΑ2, σελ.284-285
[62] ΒΑ2, σελ.285
[63] ΒΑ2, σελ.277
[64] ΒΑ2, σελ.286
[65] ΒΑ2, σελ.287
[66] ΒΑ2, σελ.288-290
[67] ΒΑ2, σελ.290
[68] ΒΑ2, σελ.292
[69] ΒΑ2, σελ.293
[70] ΒΑ2, σελ.293-294
[71] ΒΑ2, σελ.296
[72] ΒΑ2, σελ.295
[73] ΒΑ2, σελ.297-299
[74] ΒΑ2, σελ.299
[75] ΒΑ2, σελ.299
[76] ΒΑ2, σελ.300
[77] ΒΑ2, σελ.300-301
[78] ΒΑ2, σελ.301-302
[79] ΒΑ2, σελ.303-304
[80] ΒΑ2, σελ.303
[81] ΒΑ2, σελ.306-307
[82] ΒΑ2, σελ.306-308
[83] ΒΑ2, σελ.307-308
[84] ΒΑ2, σελ.316
[85] ΒΑ2, σελ.316
[86] ΒΑ2, σελ.295
[87] ΒΑ2, σελ.299
[88] ΒΑ1, σελ.41
[89] ΒΑ1, σελ.150
[90] ΒΑ1, σελ.187
[91] ΒΑ1, σελ.36
[92] ΒΑ1, σελ.133-134
[93] ΒΑ1, σελ.133
[94] ΒΑ1, σελ.40
[95] ΒΑ1, σελ.91
[96] ΒΑ2, σελ.293
[1] ΒΑ2, σελ. 25-26
[2] ΒΑ2, σελ.25
[3] ΒΑ2, σελ.25
[4] ΒΑ2, σελ.26
[5] ΒΑ2, σελ.27
[6] ΒΑ2, σελ.28-29
[7] ΒΑ2, σελ.
[8] ΒΑ2, σελ.33
[9] ΒΑ2, σελ.34
[10] ΒΑ2, σελ.36
[11] ΒΑ2, σελ.48
[12] ΒΑ2, σελ.46
[13] ΒΑ2, σελ.48
[14] ΒΑ2, σελ.47
[15] ΒΑ2, σελ.51
[16] ΒΑ2, σελ.49
[17] ΒΑ1, σελ.119-120
[18] ΒΑ1, σελ.128
[19] ΒΑ2, σελ.49
[20] ΒΑ2, σελ.49-50
[21] ΒΑ2, σελ.57
[22] ΒΑ2, σελ.58
[23] Το ”μέγεθος” του πολιτικού, φιλόσοφου και Ακαδημαϊκού Π. Κανελλόπουλου δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε αυτό το κείμενο. Μια ιδέα για το ποιος ήταν ο αποκλεισμένος για χάρη του Α. Μπουλούκου μπορείτε να πάρετε από το λήμμα Παναγιώτης Κανελλόπουλος/Wikipedia.
[24] ΒΑ2, σελ.59
[25] ΒΑ2, σελ.58-59
[26] Ο Γιάννης Μπούτος είχε διεκδικήσει την ηγεσία το ’81 μετά την παραίτηση Ράλλη λαμβάνοντας 12 ψήφους. Το ’84 δεν ήταν υποψήφιος και ενώ αναμενόταν να στηρίξει τον Στεφανόπουλο στήριξε τον Μητσοτάκη.
[1] Αποκλειστική αιτία αυτού του κειμένου είναι το δίτομο έργο του Αλέξη Παπαχελά ”Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ”(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟΜΟΣ Α 2017 και ΤΟΜΟΣ Β 2019) . Τα αποσπάσματα-αναφορές που περιλαμβάνονται στο κείμενο προέρχονται, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, από τα συγκεκριμένα βιβλία τα οποία για λόγους οικονομίας θα αναφέρονται στο εξής ως Βιβλία Αναφοράς(ΒΑ1 και ΒΑ2). Το παρόν κείμενο αναφέρεται κυρίως στον ΤΟΜΟ Β. Έχει προηγηθεί σχολιασμός και του 1ου ΤΟΜΟΥ.
[2] ΒΑ2, σελ.13
[3] ”Ο έμπειρος πολιτικός ηγέτης ήταν πλήρως απελευθερωμένος όταν έγιναν οι συνεντεύξεις αυτές, οι οποίες καταγράφηκαν και στην κάμερα. Είχε κάνει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία και τον ενδιέφερε να κερδίσει τη μάχη της υστεροφημίας.”, ΒΑ2, σελ.13
[4] ΒΑ2, σελ.13
[5] ΒΑ1, σελ.62
[6] Ο Μητσοτάκης δηλώνει: ”Ιδίως με αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά”. ΒΑ2, σελ.49
[7] ΒΑ1, σελ.61
[8] ΒΑ, σελ.19
[9] ΒΑ, σελ.19
[10] ΒΑ, σελ.19-20
[11] ΒΑ2, σελ.20-21
[12] ΒΑ2, σελ.21-22
[13] ΒΑ2, σελ.22-23
[14] ΒΑ2, σελ.23
[15] ΒΑ1, σελ.62
[16] ΒΑ1, σελ.61