Η Υποεκτίμηση του Ελληνικού ΑΕΠ
Ζωή Γεωργαντά Καθηγήτρια Εφαρμοσμένης Οικονομετρίας και Παραγωγικότητας Πανεπιστημίου Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών
τέως Μέλος του Συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ μετά από έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής των Ελλήνων
16 Σεπτεμβρίου 2012
Το μέγεθος του ΑΕΠ επηρεάζει αποφασιστικά το ποσοστό του χρέους και του ελλείμματος. Επίσης, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση αναπτυξιακών πολιτικών. Συνεπώς, η αντικειμενική του μέτρηση είναι πολύ σημαντική.
Το σημερινό μέγεθος του ΑΕΠ εκτιμάται ότι είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που δημοσιεύεται. Συντηρητική εκτίμησή μου είναι ότι το ΑΕΠ του κρίσιμου έτους 2009 ήταν μεγαλύτερο κατά 30% περίπου, δηλαδή ήταν τουλάχιστον 300 δισεκ. ευρώ αντί για τα 231 δισεκ. ευρώ που το υπολόγισε η ηγεσία της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα του 2009 ακόμα και με τις ΔΕΚΟ μέσα, καθώς και τα νοσοκομειακά και τα SWAPS, ήταν 12% αντί για 15,8%. Η διαφορά αυτή είναι τεράστια διότι ακόμα και με το 12% δεν υπήρχε περίπτωση να υποβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας και να υποστούμε τα δεινά στα οποία έχουμε υποβληθεί. Το μέγεθος της ζημίας είναι ισοδύναμο με τις εκατοντάδες των δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουμε πάρει από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Η ηγεσία της ΕΛΣΤΑΤ είναι υπεύθυνη για την πρόσθετη αυτή ζημία που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο το 2009, αλλά και συνεχίζει να υφίσταται λόγω του λανθασμένου, ή παραποιημένου ύψους του ΑΕΠ και για τα επόμενα έτη μέχρι σήμερα. Παρακάτω αναφέρω σημαντικά γεγονότα που δείχνουν την υποεκτίμηση του ελληνικού ΑΕΠ.
(1) Το 2006 η ΕΣΥΕ (νυν ΕΛΣΤΑΤ) αναθεώρησε το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) με έτος βάσης το 2000 και η αναθεώρηση κάλυπτε το διάστημα μέχρι το 2006. Η αναθεώρηση αυτή ήταν αυξητική και ίση με 25,7%. Η Eurostat δέχτηκε αύξηση μόνο κατά 9,6%. Από συζήτηση που είχα με τα αρμόδια στελέχη της ΕΣΥΕ τότε, αλλά και τώρα για εκείνη την αναθεώρηση, είμαι βεβαία ότι η αντικειμενική μέτρηση της αναθεώρησης ήταν πράγματι 25,7% και όχι 9,6%. Μάλιστα τα αρμόδια στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ είχαν τότε προτείνει στο Υπουργείο Οικονομικών να αναγγείλει την αναθεώρηση αυτή σε τρία χρονικά στάδια (8%, 8% και 9,7%) και όχι όλη την αύξηση μαζί διότι τότε η Eurostat θα αποδεχόταν την ορθή αναθεώρηση ευκολότερα. Δυστυχώς δεν εισακούστηκαν. Συνεπώς το σημερινό ΑΕΠ πρέπει, λόγω της αναθεώρησης του 2006 κατά 25,7%, να είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που δηλώνει με αδιαφανείς πάντα διαδικασίες η ηγεσία της ΕΛΣΤΑΤ και είναι θλιβερό που η Eurostat το αποδέχεται.
(2) Η αναθεώρηση στην οποία προέβη ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ το 2011, ενώ το Συμβούλιο τυπικά ακόμα υφίστατο και δεν καλείτο σε συνεδρίαση, μείωσε και το ΑΕΠ του 2005 και του 2006 το οποίο είχε αυξηθεί στην προηγούμενη αναθεώρηση. Η μείωση αυτή επέδρασε και στα επόμενα έτη και ασφαλώς και στο κρίσιμο έτος 2009.
(3) Η αναθεώρηση του 2011 ήταν πλήρως αδιαφανής και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει σχετική πληροφορία της διαδικασίας με την οποία πραγματοποιήθηκε, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που οι σχετικές διαδικασίες δημοσιεύονται.
(4) Η ένταξη των ΔΕΚΟ στην Γενική Κυβέρνηση έχει επηρεάσει το ΑΕΠ προς τα πάνω, ενώ η ηγεσία της ΕΛΣΤΑΤ δεν έλαβε υπ’ όψιν της ότι η μεθοδολογία λέει ότι η αναταξινόμηση των ΔΕΚΟ (εφόσον, λανθασμένα βέβαια, αποφάσισαν να την κάνουν) έπρεπε να γίνει ταυτόχρονα με την αναθεώρηση του ΑΕΠ. Αυτό δεν έγινε, με συνέπεια το ΑΕΠ να εμφανίζεται ακόμα μικρώτερο με περαιτέρω συνέπεια την εμφάνιση ακόμα πιο διογκωμένων ελλειμμάτων και χρέους ως ποσοστών του ΑΕΠ. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σχολιάσω ότι το θέμα αυτό είναι πολύ σημαντικό με την έννοια ότι θα μπορούσε η ΕΛΣΤΑΤ να προτείνει και να επιμείνει ότι δεν μπορούσε να πάρει αποφάσεις για τις ΔΕΚΟ εφόσον δεν προλάβαινε να κάνει και την αναθεώρηση του ΑΕΠ ταυτόχρονα.
(5) Η παραοικονομία, η οποία εκτιμάται γύρω στο 25%, δεν έχει μετρηθεί στην αναθεώρηση του 2011 με πρόσθετη επίδραση στην τεχνητή σμίκρυνση του ΑΕΠ.
(6) Εκτός από την παραοικονομία η οποία δεν λήφθηκε υπ’ όψιν στην αναθεώρηση του 2011, υπήρχαν και άλλες ενδείξεις ότι το ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερο τουλάχιστον κατά 4% και όχι μικρότερο κατά 2%, όπως το υπολόγισε η ηγεσία της ΕΛΣΤΑΤ. Για παράδειγμα, μόνο η μελέτη για τις κατασκευές έδειχνε ότι η αύξηση του τομέα των κατασκευών ήταν γύρω στο 7%.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Απαιτείται η επανεξέταση του ύψους του Ελληνικού ΑΕΠ.