Εκπαίδευση - Ανάπτυξη - Απασχόληση - Αναδιανομή. Μια προσέγγιση.
ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
-
Ποια είναι η ποιοτική και ποσοτική συμβολή της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη;
- Ποια είναι η συμβολή της εκπαίδευσης στην συνολική αύξηση της απασχόλησης αλλά και στην εξασφάλιση εργασίας στους εργαζόμενους;
-
Υπηρετείται η αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από την εκπαίδευση για τις κοινωνίες και τους πολίτες ή αντίθετα συμβάλλει στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων;
Κάθε ένα από τα τρία αυτά ερωτήματα ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο προβληματισμού και συζητήσεων και θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει θέμα όχι μόνο μίας εισήγησης αλλά ενός συνεδρίου.
Η προσπάθεια συμπίεσης των θεμάτων αυτών στα στενά χρονικά περιθώρια μιας 15λέπτης εισήγησης θα χαρακτηρίζεται αναγκαστικά από μεγάλες αφαιρέσεις και αυθαιρεσίες με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι έρευνες γύρω από αυτά τα ζητήματα έχουν ξεκινήσει σχετικά πρόσφατα και διαμορφώνονται σε ένα οικονομικό και κοινωνικό τοπίο το οποίο μετασχηματίζεται με ραγδαίους ρυθμούς. Επίσης, εκτός από την ρευστότητα του οικονομικού τοπίου αυτό επηρεάζεται και από μια πληθώρα γεωπολιτικών παραμέτρων και εξελίξεων, γεγονός που συμβάλλει στο να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η έγκυρη ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη την απασχόληση και την ανακατανομή του εισοδήματος.
Η επένδυση στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση συμβάλλει στη διαμόρφωση του ανθρώπινου κεφαλαίου – τα προσόντα και τις ικανότητες – που είναι ζωτικής σημασίας στοιχείο για την εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης και της ατομικής αναβάθμισης, καθώς και στη μείωση της ανισότητας. Είναι σημαντικό στοιχείο για την καταπολέμηση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Κάποια από τα ανταποδοτικά οφέλη αυτής της επένδυσης μπορούν να μετρηθούν και άλλα όχι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα τελευταία δεν είναι εξίσου σημαντικά.
Το 1994 σε μια «Μελέτη Εργασίας» του Ο.Ο.Σ.Α. τονιζόταν ότι οι αναβαθμισμένες ικανότητες του εργατικού δυναμικού αποτελούν σημαντικό στοιχείο δημιουργίας απασχόλησης. Τον Ιανουάριο του 1996, οι 26 Υπουργοί Παιδείας των μελών του οργανισμού συναντήθηκαν στο Παρίσι για να συζητήσουν το μέλλον της εκπαίδευσης και των προγραμμάτων κατάρτισης. Το θέμα της συζήτησης ήταν «να γίνει η διά βίου εκπαίδευση μια πραγματικότητα για όλους». Όπως καταγράφηκε στο τελικό κοινό ανακοινωθέν των Υπουργών, αυτοί «πείστηκαν για την κρίσιμη σημασία της διά βίου εκπαίδευσης, που συμβάλλει στον εμπλουτισμό της προσωπικής ζωής στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής». Η έμφαση που δόθηκε στη διά βίου εκπαίδευση από έναν οργανισμό που πρώτιστα ενδιαφέρεται για την οικονομική ανάπτυξη, αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η γνώση μπορεί να γίνει ο σημαντικός παράγοντας καθορισμού συγκριτικού πλεονεκτήματος στις αναπτυσσόμενες μοντέρνες οικονομίες. Σε μια μονογραφία των Carnoy και Castells για την ελαστικότητα της εργασίας οι συγγραφείς αναφέρουν ότι επιπλέον η γνώση μπορεί να γίνει το σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη των ατόμων, των οικογενειών και των κοινωνιών. Αυτή η προοπτική επεξεργάζεται περισσότερο κάποια θέματα που αναλύθηκαν αργότερα από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνάς και Καινοτομίας (CERI), τα οποία καθορίζουν το ρόλο που παίζει η διά βίου εκπαίδευση σε πολλές από τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. Άλλες έρευνες του οργανισμού εξετάζουν το αν θα μπορούσε η γνώση να γίνει εργαλείο ανάπτυξης για ολόκληρες κοινότητες.
Η ανακατανομή εργασίας με την συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα στις αναπτυγμένες χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας και ενέργειας και άφθονες πρώτες ύλες σε συνδυασμό με την επίδραση των τεχνολογικών καινοτομιών οδήγησε σε δραματική μείωση της απασχόλησης στους δύο πρώτους τομείς.
Στις πιο ανεπτυγμένες χώρες το κενό καλύφθηκε από την ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών, της επένδυσης στην έρευνα και στις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου. Βασική προϋπόθεση και στους τρεις αυτούς τομείς είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή η επένδυση στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού. Η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου δίνει έμφαση στην επιλογή με βάση το βαθμό εκπαίδευσης του ατόμου σαν το κυριότερο στοιχείο που προσδιορίζει της αμοιβές. Το άτομο μπορεί να αποφασίσει να αποκτήσει περισσότερη εκπαίδευση και να υποβληθεί έτσι στην αντίστοιχη δαπάνη και στην απώλεια εισοδήματος για τα χρόνια που συνεχίζει την εκπαίδευση, με αντάλλαγμα ψηλότερα εισοδήματα από μια ανάλογη καριέρα. Ή μπορεί να περιορίσει την εκπαίδευση και τις δαπάνες και τον κόπο που συνεπάγονται, εντασσόμενο γρηγορότερα στο εργατικό δυναμικό και αρχίζοντας να αποκτά εισόδημα νωρίτερα, με προοπτικές όμως για μισθολογική εξέλιξη συγκριτικά περιορισμένες. Έτσι το εισόδημα του ατόμου είναι βασικά αποτέλεσμα της δικής του επιλογής, σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσει το επίπεδο ευημερίας του, και οι διαφορές που παρατηρούνται στο εισόδημα οφείλονται βασικά στην απόδοση του μεγαλύτερου ή μικρότερου εκπαιδευτικού κεφαλαίου το οποίο είναι επενδυμένο στα διάφορα άτομα.
Οι αντιρρήσεις σε αυτή τη θεωρία συνδέονται με τη θέση ότι οι ευκαιρίες για εκπαίδευση δεν είναι ίσες. Η ανισότητα λοιπόν στη διανομή του εισοδήματος, που σύμφωνα με την θεωρία αυτή προσδιορίζεται κυρίως από διαφορές στην εκπαίδευση, είναι άδικη, αφού άτομα που θα ήθελαν να έχουν περισσότερη εκπαίδευση και εισόδημα δεν μπορούν να τα αποκτήσουν. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή προκύπτει κατασπατάληση ανθρώπινων πόρων αναγκαίων για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Ανεξάρτητα όμως από το κατά πόσο το άτομο ή η οικογένεια είναι ελεύθερη να επιλέξει το βαθμό και το είδος της εκπαίδευσης, υπάρχουν σοβαρές αμφισβητήσεις και ως προς τη σημασία της εκπαίδευσης σαν στοιχείου που προσδιορίζει το ατομικό εισόδημα.
Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές μελέτες στις ΗΠΑ μόνο το 1% και το 15% του ενεργού πληθυσμού απασχολείται αντίστοιχα στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα. Η ανεργία είναι μόλις 4%. Οι τομείς των υπηρεσιών της έρευνας και της ανάπτυξης της νέας τεχνολογίας απορροφούν το μέγιστο μέρος των εργαζομένων. Οι εταιρείες πληροφορικής, η ανάπτυξη της ερευνάς στη φαρμακοβιομηχανία και στη βιοτεχνολογία είναι ελάχιστα παραδείγματα, χαρακτηριστικά όμως της ανάπτυξης μιας νέας οικονομίας που στηρίζεται σε ένα καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι τομείς παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών υγείας της Αγγλίας είναι ένα ακόμα παράδειγμα των δυνατοτήτων του τομέα των υπηρεσιών. Αρκεί μόνο να σκεφθούμε ότι η χώρα μας μόνο για υπηρεσίες εκπαίδευσης πληρώνει στην Αγγλία περίπου 1 δισ. ΕΥΡΩ ετησίως.
Εδώ αναδεικνύονται και οι ευθύνες των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο γιατί οδήγησαν σε μια βίαιη αποβιομηχάνιση την χώρα αλλά και γιατί δεν στήριξαν την ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών στην ΕΛΛΑΔΑ παρά την ύπαρξη ενός ανθρωπίνου κεφαλαίου το οποίο δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από το αντίστοιχο άλλων ανεπτυγμένων χωρών όπως η Αγγλία. Τα πλεονεκτήματα της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. το 1980 της προηγηθείσας οικονομικής ανάπτυξης, που είχε οδηγήσει στην οικονομική ευρωστία της χώρας, και το πλεόνασμα ενός αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού, που εν τω μεταξύ είχε αναπτυχθεί παρά τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν αξιοποιήθηκαν.
Η ανυπαρξία πολιτικής για την δημιουργία θέσεων εργασίας σύμφωνα με την θέση της χώρας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας είχε ως αποτέλεσμα οι πτυχιούχοι και οι απόφοιτοι Λυκείου να κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι… περισσότερο από τους κατέχοντες λιγότερα προσόντα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ε.Ε.. Όπως προκύπτει από μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η άνοδος της εκπαιδευτικής κλίμακας, που στην υπόλοιπη Ευρώπη σημαίνει περισσότερες πιθανότητες ανεύρεσης εργασίας, για την Ελλάδα δεν ισχύει, λειτουργεί μάλιστα αντιστρόφως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας με γενικό ποσοστό ανεργίας περίπου 11,3% εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων στους αποφοίτους Λυκείου αγγίζοντας το 15%, με κοινοτικό μέσο όρο μόλις 7,9%. Για τους πτυχιούχους Πανεπιστημίου ο δείκτης ανεργίας στην Ελλάδα είναι 7,9%, σχεδόν διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που είναι μόνο 4,9%. Αντίθετα στις χαμηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης, όπου η ανεργία στις χώρες της Ένωσης ανέρχεται στο 12,1%, στην Ελλάδα πέφτει στο 9,4%.
Αν και δεν μπορούν όλα τα οφέλη της επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο να αναγνωρισθούν ως πρόσθετα κέρδη από τα άτομα, ένας αριθμός μελετών αποκάλυψε μια άμεση σχέση μεταξύ της αναλογίας του πληθυσμού με ένα δεδομένο βαθμό εκπαίδευσης και της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης (με την επίδραση και του φυσικού κεφαλαίου). Μία ανάλυση του Ο.Ο.Σ.Α. εκτίμήσε ότι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνέβαλε ετησίως κατά 0,6% στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α., μεταξύ1960 και 1985.
Η απόδειξη της πρόσθετης οικονομικής ωφέλειας, λόγω της εκπαίδευσης, πρέπει να αντιπαρατεθεί με το κόστος της επένδυσης. Η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποίησε την ανάλυση κόστους – οφέλους για να υπολογίσει ένα κοινωνικό ποσοστό απόδοσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης της τάξης άνω του 10% ετησίως μεταξύ 1960 και 1995, στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. Αν αυτές οι εκτιμήσεις αποδειχτούν σωστές, θα παρέχουν σημαντική επιβεβαίωση της άποψης ότι η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο αποδίδει τα μέγιστα για τη συνολική οικονομία και όχι μόνο για τα άτομα. Επιπλέον, η απόκτηση γνώσης, προσόντων και ικανοτήτων σχετικών με την οικονομική δραστηριότητα επηρεάζει όχι μόνο την απόδοση στην εργασία, αλλά, επίσης, και την κοινωνική συμπεριφορά. Υπάρχουν σημαντικά κοινωνικά οφέλη, τα οποία σχετίζονται με την ανώτατη εκπαίδευση, αναφορικά με την καλύτερη δημόσια υγεία, τη χαμηλότερη εγκληματικότητα, το περιβάλλον, την πολιτική και κοινωνική συνοχή.
Όπως ήδη είπαμε, υπάρχει στενή συσχέτιση μεταξύ επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης και διάρθρωσης της απασχόλησης κατά τομέα και κλάδο και κατά θέση στο επάγγελμα. Στα χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης, ο πρωτογενής τομέας της παραγωγής απασχολεί ποσοστά 80% και πλέον του εργατικού δυναμικού και ανάλογη είναι η συμβολή του στο Εθνικό Εισόδημα, οπότε οι υπόλοιποι τομείς είναι σχετικά επουσιώδεις. Με την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα εφαρμογής της νέας τεχνολογίας, η ποσοστιαία συμβολή του πρωτογενούς τομέα στην απασχόληση αλλά και στο Εθνικό Εισόδημα μειώνεται. Πραγματοποιείται, λοιπόν, ποσοστιαία μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και αύξηση στο δευτερογενή και τριτογενή.
Σε ανώτερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα εξακολουθεί να μειώνεται. Αλλά και στο δευτερογενή τομέα ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης αρχίζει να επιβραδύνεται για να εξελιχθεί, στη συνέχεια, σε μηδενικό και αρνητικό στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, στις οποίες όμως ο τομέας αυτός έφθασε να απασχολεί μέχρι και το 40% του εργατικού δυναμικού. Συνεχή, λοιπόν, αύξηση της απασχόλησης παρουσιάζει μόνο ο τομέας των υπηρεσιών και ανάλογη είναι η αύξηση της συμμετοχής του τομέα των υπηρεσιών στο Εθνικό Εισόδημα.
Στις αδύναμες οικονομίες των αναπτυσσομένων χωρών η μεγάλη πλειονότητα των απασχολούμενων είναι ανειδίκευτοι και, κατά κανόνα, αναλφάβητοι αγρότες ή εργάτες στον αστικό τομέα της οικονομίας. Σε ανώτερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης το ποσοστό των ανειδίκευτων περιορίζεται σημαντικά ο αναλφαβητισμός μεταξύ των απασχολούμενων σχεδόν εξαλείφεται και η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού και των απασχολουμένων κατέχει ειδικότητες μέσου και ανώτερου βαθμού. Στις αναπτυγμένες χώρες ακόμη και για την άσκηση επαγγελμάτων που βασίζονται, κυρίως, στη χειρωνακτική εργασία (οικοδόμου, κομμωτή, μαγείρου, επιπλοποιού κλπ) απαιτείται η αποφοίτηση από τεχνικές επαγγελματικές σχολές, ετήσιας μέχρι τριετούς διάρκειας, μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης των εννέα ετών, ενώ ένας στους έξι περίπου απασχολουμένους είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες το άνοιγμα των αμοιβών μεταξύ των πλέον εκπαιδευμένων και των ανειδίκευτων είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Δηλαδή στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες η ατομική επένδυση στην εκπαίδευση είναι περιορισμένης απόδοσης σε σύγκριση με την αντίστοιχη στις λιγότερο αναπτυγμένες. Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο υπολογίζεται σε τουλάχιστον 10% του εθνικού εισοδήματος στις περισσότερες χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. όταν λαμβάνεται υπόψη η δημόσια και ιδιωτική δαπάνη στην αρχική εκπαίδευση, καθώς και οι δαπάνες των ατόμων και των επιχειρήσεων για κατάρτιση μετά το σχολείο.
Η δαπάνη σε μια τέτοια κλίμακα εγείρει σημαντικά πολιτικά ζητήματα σχετικά με το ποιο είδος δαπάνης είναι το κατάλληλο, πώς οι πηγές θα πρέπει να κατανέμονται μεταξύ διαφορετικών τύπων επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν χωρίς να γίνει αναφορά στις συνολικές αποδόσεις – χρηματικές και μη – της επένδυσης σε διάφορους τύπους του ανθρώπινου κεφαλαίου και πώς αυτές συγκρίνονται με την επένδυση στο φυσικό κεφάλαιο. Αλλά τα ποσοστά της απόδοσης της επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο υπολογίζονται γενικά με ένα πολύ αυστηρό τρόπο, με τη σύγκριση των πρόσθετων κερδών από την απασχόληση των καλύτερα μορφωμένων ατόμων με το πρόσθετο κοινωνικό κόστος της επένδυσης σε περισσότερη εκπαίδευση. Βάσει δεδομένων από έρευνες σχετικά με τα οικιακά εισοδήματα σε 18 χώρες, προκύπτει, τυπικά, ότι για κάθε επιπλέον δολάριο που δαπανάται για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε σχέση με τη δαπάνη για δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η πρόσθετη ροή κερδών στη διάρκεια της ζωής αντιπροσωπεύει το ισόποσο ενός ετήσιου ποσοστού απόδοσης μεταξύ 10 και 15%.
Οι αποδόσεις τείνουν να είναι υψηλότερες στην περίπτωση των αποφοίτων της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρά στην περίπτωση των πανεπιστημιακών αποφοίτων, αντανακλώντας το υψηλό κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αν και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχει απολαβές σε όρους ανώτατων αμοιβών στη διάρκεια της ζωής, σε σχέση με τους μισθούς των ατόμων με δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η σχετική δαπάνη της ολοκλήρωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης καταργεί κάποια από τα πρόσθετα οφέλη για τα άτομα.
Αυτές οι εκτιμήσεις μπορούν να συγκριθούν με τα δημοσιευμένα στοιχεία για τα ποσοστά των αποδόσεων στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Συνολικά, οι αποδόσεις των δαπανών στην εκπαίδευση συγκριτικά φαίνονται θετικές. Τα οφέλη της επένδυσης στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που τείνει στο μέσο όρο, φαίνεται να είναι ισάξιες με τις αποδόσεις των επενδύσεων στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Οι αποδόσεις της ανωτάτης εκπαίδευσης τείνουν να είναι ελαφρώς λιγότερες, αν και οι διαφορές είναι σχετικά μικρές. Αυτές οι εκτιμήσεις των ωφελημάτων της εκπαίδευσης πρέπει να ενισχυθούν λόγω του ότι:
-Δεν λαμβάνουν υπόψη τα ευρύτερα κοινωνικά και μακρο-οικονομικά οφέλη της αρχικής εκπαίδευσης.
-Δεν λαμβάνουν υπόψη την επίδραση της ανεπίσημης εκπαίδευσης.
Η γνώση περισσότερων στοιχείων για το πώς οι επενδύσεις χρόνου και χρήματος στο ανθρώπινο κεφάλαιο επιφέρουν κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, γίνεται σταδιακά σημαντική. Η ανακάλυψη του ποιοι τύποι επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο φέρνουν τις μεγαλύτερες αποδόσεις, είναι, επίσης, ένα πιεστικό ζήτημα. Είναι σημαντικό να θέσουμε την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο σε ένα ευρύ διδακτικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Α. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Αντιπρόεδρος Ο.Λ.Μ.Ε.
Μάρτιος 2002