Ο μετεμφυλιακός και ο μεταπολιτευτικός κύκλος.
«Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε τελική ανάλυση ανάγονται σε ένα και μόνο πρόβλημα το πολιτικό».
Κωνσταντίνος Καραμανλής
6 Νοεμβρίου 1974
Μετά την καταστροφική για την Ελλάδα 10ετία του 40, η «ψωροκώσταινα», όπως ήταν ένας ευφυής αυτοσαρκαστικός χαρακτηρισμός της, μπήκε στο δύσκολο δρόμο της εξομάλυνσης και του εκσυγχρονισμού από φοβερά δυσμενή θέση από όλες τις πλευρές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές.
Είναι χαρακτηριστική, όσον αφορά τις δυσχέρειες, η ρευστότητα που υπήρχε στον τομέα της διακυβέρνησης η περίοδος από τον Μάρτιο του 1950 έως τον Οκτώβριο του 1952 όταν είχαν πραγματοποιηθεί τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και είχαν εναλλαγεί στη διακυβέρνηση 6 κυβερνήσεις και 4 πρωθυπουργοί, όλοι από το χώρο του Κέντρου και των Φιλελευθέρων.
Εν τω μεταξύ ο πληθωρισμός κάλπαζε και η οικονομία παρέπαιε. Μετά τις εκλογές του 1952 όμως και την άνοδο του Παπάγου στην Πρωθυπουργία η χώρα εισήλθε σε μια μακρά περίοδο σταθερότητας. Η αποφασιστική υποτίμηση του νομίσματος το 1953 σε συνδυασμό με την στιβαρή διακυβέρνηση στη συνέχεια από το 1955 μέχρι και το 1963 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε πείσμα ενός παλαιοκομματικού και οπισθοδρομικού πολιτικού συστήματος, απογείωσε την ανάπτυξη στη χώρα.
Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες αφού και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η δεύτερη μετά την Ιαπωνία σε ανάπτυξη χώρα με ρυθμούς που κατά μέσο όρο ήταν της τάξεως του 7% το χρόνο τα λέει όλα. Φυσικά το επίτευγμα είναι σπουδαίο αν κάποιος αναλογιστεί τις συνθήκες της εποχής και τις ανοιχτές πληγές που είχε αφήσει η δεκαετία του 40.
Παρά το γεγονός ότι το παλαιοκομματικό συνονθύλευμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετά το 1961 φρόντισε να εκμεταλλευτεί τον αυταρχισμό και τις επιπολαιότητες των ανακτόρων, τα οποία σε πείσμα των καιρών τορπίλισαν την πολιτική σταθερότητα οδηγώντας τη χώρα σε μια νέα περίοδο πολιτικής ανευθυνότητας και ρευστότητας με δραματική απόληξη την επτάχρονη πολιτική εκτροπή την εισβολή στην Κύπρο, την καθυστέρηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εν γένει σε Εθνικές, Κοινωνικές, Πολιτικές, και Οικονομικές συνέπειες οι οποίες είναι αδύνατο να αποτιμηθούν, η χώρα συνέχισε να παρουσιάζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης έστω και αν σε κάποιο βαθμό τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της (μερική στροφή στην κατανάλωση) είχαν υποβαθμισθεί.
Όμως παρ’ όλα αυτά και παρά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973, 1978) και το γεγονός ότι η χώρα έφτασε στα πρόθυρα του πολέμου το 1974 εκτινάσσοντας τις ανάγκες αμυντικής θωράκισης, χάρις και πάλι στη στιβαρή διακυβέρνηση κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να πετύχει για την εξαετία 1975-1980 ρυθμούς ανάπτυξης 4,6% ετησίως. Και όλα αυτά σε συνθήκες νομισματικής σταθερότητας αφού η ισοτιμία της δραχμής προς το δολάριο είχε μεταβληθεί μόνο κατά 33% από τις 30 δραχμές το 1953 στις 40 το 1980. Έτσι παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της αντιπολίτευσης η Ελλάδα ευτυχώς έγινε το δέκατο μέλος της Ε.Ε.
Ενώ λοιπόν υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να απογειωθεί η χώρα, αφού τόσο η ένταξη της στην Ε.Ε. όσο και η σταθερή οικονομική της βάση προσφέρονταν για να βελτιώσει θεαματικά τις υποδομές της και να προσελκύσει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, δυστυχώς επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε πει ο Κ. Καραμανλής 7 χρόνια πριν σχετικά με την επίπτωση του πολιτικού προβλήματος στη δημιουργία γενικότερα προβλημάτων, τότε ακριβώς δημιουργήθηκε η πρώτη οικονομική κρίση μετά το 1953, κρίση από την οποία κυρίως δημιουργήθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά προβλήματα από τα οποία ποτέ δεν συνήλθε η χώρα και τα οποία σε τελική ανάλυση έχουν και την μεγαλύτερη ευθύνη για τη σημερινή κρίση.
Ένας χαρακτηριστικός δείκτης αυτής της κρίσης είναι ο δραματικός περιορισμός της ανάπτυξης από το 4,6%, όπως αναφέρθηκε, της προηγούμενης εξαετίας στο 0,14% για την πενταετία 1981 – 1985.
Την ίδια περίοδο σταθερά ο πληθωρισμός ήταν ιδιαίτερα υψηλός και πολλαπλάσιος από τους αντίστοιχους των άλλων 9 Ευρωπαϊκών κρατών ενώ οι κρατικές δαπάνες είχαν διογκωθεί υπερβολικά μετά από μια αλόγιστη δημοσιονομική επέκταση η οποία δεν κατευθυνόταν στις δημόσιες επενδύσεις και γενικότερα στις υποδομές αλλά στην κατανάλωση.
Η διόγκωση της καταναλωτικής δαπάνης μέσω της υπερβολικής ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος με την ταυτόχρονη δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας ήταν το καταστροφικό μείγμα πολιτικής που οδήγησε σε εκτροχιασμό τα δημοσιονομικά και το εμπορικό έλλειμμα.
Έτσι σύμφωνα με μετρήσεις του Ο.Ο.Σ.Α. η Ελλάδα δανείστηκε πολύ μεγάλα ποσά από το εξωτερικό μεταξύ των ετών 1985 και 1988 ενώ ταυτόχρονα ανατέθηκε στον Κώστα Σημίτη μετά τις εκλογές του 1985, (οι οποίες είχαν κερδηθεί με το σύνθημα «για ακόμα καλύτερες μέρες» και με την εκμετάλλευση των προεδρικών εκλογών με την υποψηφιότητα Σαρτζετάκη), η προσπάθεια συμμαζέματος της οικονομίας και περιορισμού των ελλειμμάτων.
Στην προσπάθεια περιορισμού των εμπορικών ελλειμμάτων γίνονται οι δύο πρώτες μετά το 1953 υποτιμήσεις της δραχμής κατά 15% κάθε φορά το 1983 και το 1985. Εν τω μεταξύ, ως αποτέλεσμα των σχεδόν μηδενικών ρυθμών ανάπτυξης (0,14%), παρά την διεύρυνση το 1986 της Ε.Ε. με τις δύο φτωχότερες εκείνη την εποχή χώρες Ισπανία και Πορτογαλία το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της Ελλάδας πέφτει από 42% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 1981 κάτω από 40% το 1986.
Ο αμοραλισμός και η απόλυτη εθνική ανευθυνότητα κάνει για μια ακόμα φορά την εμφάνιση του όταν το 1987 απομακρύνεται ο κύριος Σημίτης και ο νέος Υπουργός αναλαμβάνει να εκτελέσει το περιβόητο σχέδιο εκλογικής διάσωσης του Π.Α.Σ.Ο.Κ. (Τσοβόλα δώστα όλα).
Έτσι η Ελλάδα φτάνει για πρώτη φορά μετά το 1953 στα πρόθυρα της χρεοκοπίας με δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 100% (μαζί με τα χρέη και τις επισφάλειες των ΔΕΚΟ) του Α.Ε.Π. και έλλειμμα 17,5%.
Έκτοτε η χώρα παρά τις κατά διαστήματα διακυμάνσεις με βελτιώσεις και επιδεινώσεις των οικονομικών στοιχείων δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από την περιοχή αυτή (100% του Α.Ε.Π.) του χρέους αφού η βελτίωση του ελλείμματος δεν έφτασε ποτέ στα αναγκαία επίπεδα για να οδηγήσει στον ουσιαστικό περιορισμό του προς το στόχο του 60% του Α.Ε.Π. που καθόριζε η συνθήκη του Μάαστριχ. Σε αυτό, πέρα από τη δυναμική που είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ανελαστικών δαπανών, τις αμυντικές δαπάνες και την ανάγκη αναβάθμισης των υποδομών, συνέβαλλε και το δίλλημα – φόβος να οδηγηθεί η χώρα σε ύφεση από τον βίαιο και απότομο περιορισμό της κρατικής δαπάνης.
Καθοριστικό ρόλο επίσης έπαιξε και η ποιοτική ανεπάρκεια της λειτουργίας του κράτους που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην κατάλυση της μόνιμης δομής της ιεραρχίας το 1981 και στην πλήρη υποταγή της σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο πελατειακό κομματικό σύστημα στελεχών (επί θητεία).
Έτσι φτάσαμε, πορευόμενοι «επί ξυρού ακμής», μέχρι που το σκάφος της Ελληνικής οικονομίας μπήκε στο πέλαγος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2007 και άρχισε να γενικεύεται το 2008. Απέφυγε με δυσκολία τα πρώτα μεγάλα κύματα που κτυπούσαν ήδη ισχυρές οικονομίες και τις οδήγησαν ήδη από το 2008 σε υφέσεις που ξεπερνούσαν το 5%. Και έφτασε στο καλοκαίρι του 2009 μέσα σε ένα κλίμα κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων να έχει ξεπεράσει ήδη μια προεκλογική περίοδο (Ευρωεκλογές) και να οδηγείται σε μια δεύτερη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο αφού η αντιπολίτευση είχε οριστικά και αμετάκλητα αποφασίσει να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές τον Μάρτη του 2010 με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Δεν αμφιβάλλει κανένας ψύχραιμος και αντικειμενικός πολίτης ότι αν η τότε κυβέρνηση ελάμβανε το 1/10 των μέτρων που ελήφθησαν από τη σημερινή «δεν θα είχε μείνει πεζοδρόμιο όρθιο». Ούτε βεβαίως για το ποιο κόμμα και ποιος αρχηγός θα είχε πρωτοστατήσει σε αυτήν την «εθνικά υπεύθυνη στάση». Άλλωστε η προϊστορία το προηγούμενο διάστημα με το ασφαλιστικό Πετραλιά, με τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, με την COSCO, με τις αγροτικές διεκδικήσεις και γενικά με κάθε αφορμή δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το τι επρόκειτο να συμβεί σε μια προεκλογική περίοδο. Αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τις προεκλογικές υποσχέσεις της τότε αντιπολίτευσης παρά το γεγονός ότι γνώριζε πέρα από κάθε αμφιβολία την κατάσταση.
Το χειρότερο είναι ότι μετεκλογικά, δεν πήρε άμεσα ήπια μέτρα τα οποία δεν θα συντρίβανε την ανάπτυξη και το οικονομικό κλίμα, και δεν φρόντισε να καλύψει έγκαιρα τις δανειακές ανάγκες της χώρας, αλλά αφού απερίσκεπτα και ασύστολα δυσφήμισε τη χώρα, επεχείρησε αργά να δανειστεί και τότε κατάλαβε ότι είχε η ίδια περάσει το «σκοινί στο λαιμό της Ελλάδας» και ήταν πλέον υποχρεωμένη να αποδεχθεί σκληρούς όρους για να μπορέσει κατ’ αρχήν να διασωθεί η ίδια.
Είναι αξιοσημείωτο ωστόσο ότι, όχι μόνο το 2008 η κρίση δεν είχε οδηγήσει την χώρα σε σημαντικά αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (σχεδόν 0%) αλλά και το 2009, δεύτερη χρονιά της παγκόσμιας ύφεσης η χώρα είχε σχετικά ήπια μείωση του Α.Ε.Π. (2,3%) σε σχέση με άλλες δυτικές οικονομίες.
Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο αν αναλογιστούμε ότι η χώρα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007 είχε εισέλθει σε ένα διετή κύκλο κοινωνικής αναστάτωσης (π.χ. Δεκεμβριανά) και πολιτικής ρευστότητας ενώ η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεχόταν ισχυρά και συντονισμένα πλήγματα τα οποία στις εξαιρετικά δύσκολες διεθνείς συγκυρίες και με χρονικό όριο την λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 2010 καθιστούσαν την διαχείριση εξαιρετικά δυσχερή.
Ωστόσο ο χειρισμός της οικονομίας μετά τις εκλογές του 2009 οδήγησε τη χώρα σε αδιέξοδα. Το χειρότερο είναι ότι την οδήγησε στο δεύτερο μετά το 1953 κύκλο ύφεσης ο οποίος δυστυχώς είναι πολύ πιο επώδυνος από τον προηγούμενο (1981-1985).
Ήδη για το 2010 το Α.Ε.Π. μειώθηκε κατά 4,2% ενώ και για το 2011 είναι βέβαιο ότι παρά τις προβλέψεις για μείωση της τάξεως του 2,7% τελικά η εικόνα της αγοράς και η ολοκλήρωση των επιπτώσεων από τα ήδη ληφθέντα μέτρα καθώς και τα νέα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν και θα επιφέρουν περιορισμό στη ζήτηση θα οδηγήσουν σε ύφεση χειρότερη από την φετινή.
Έτσι η Ελλάδα στο διάστημα των 30 χρόνων που μεσολάβησαν από την ένταξη της στην Ε.Ε. αντί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να απογειωθεί οικονομικά έχει καταντήσει να είναι το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης.
Σε αυτό την οδήγησαν δύο αντιφατικές πολιτικές. Η πρώτη στις αρχές της δεκαετίας του 80 όταν η υπερβολική τόνωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την «επικήρυξη» της επιχειρηματικότητας οδήγησε στην διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος και στην αντιπαραγωγική λειτουργία του δανεισμού, και στη δεύτερη τη σημερινή όταν η βίαιη μείωση της ζήτησης οδηγεί σε συρρίκνωση την οικονομία και κατά συνέπεια σε αδυναμία να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
27/12/2010