ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΚΙΝ.ΑΛ., μια «ψυχή» δύο κομμάτια.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν συνεχώς αναφορές για «επιστροφή στην κανονικότητα». Όπως σε πολλά άλλα -και πολύ πιο ουσιαστικά- ζητήματα οι πολίτες ήταν και σε αυτή την περίπτωση καταδικασμένοι να παραμείνουν παγιδευμένοι στις απαιτήσεις του πολιτικού μάρκετινγκ που περιορίζεται στην επανάληψη της ευρηματικής «λεζάντας» δίχως να μπαίνει στον κόπο να αναλύσει και να τεκμηριώσει το περιεχόμενο. Τι ακριβώς σημαίνει «πολιτική κανονικότητα»; Επιπλέον τι σημαίνει αυτή η, νοούμενη, «κανονικότητα» για την δημοκρατία; Εν κατακλείδι ποιοι παράγοντες καθορίζουν την «δημοκρατική κανονικότητα» και σε ποιο βαθμό αυτοί υφίστανται στην χώρα μας;

Η εξαντλητική ανάλυση των παραγόντων που καθορίζουν τις προϋποθέσεις της «δημοκρατικής κανονικότητας» ξεπερνά τους στόχους και τα όρια αυτού του κειμένου. Όμως, είναι γεγονός ότι η ανεξαρτησία και το επίπεδο λειτουργίας των εξουσιών (Νομοθετικής, Εκτελεστικής, Δικαστικής) αποτελεί ένα βασικό κριτήριο  που καθορίζει την ουσία της δημοκρατίας. Όπως, επίσης, καθοριστικός είναι και ο ρόλος της 4ης εξουσίας, των στόχων ή των συμφερόντων που αυτή υπηρετεί. Η εξέταση αυτών των παραγόντων πείθει ότι ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε έως ότου κατακτήσουμε την «δημοκρατική κανονικότητα» είναι μακρύς και δύσβατος, πέραν του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και τομείς τον βαδίζουμε ανάποδα.

Τούτων λεχθέντων, ας επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε σε τι μπορεί να συνίσταται η «κανονικότητα» με την στενή πολιτική-κοινοβουλευτική έννοια με την οποία χρησιμοποιήθηκε. Ως εκτροπή από την κανονικότητα θεωρήθηκε η ανατροπή του πολιτικού χάρτη που χαρακτήρισε την Μεταπολίτευση. Απόρροια της χρεωκοπίας και της φτωχοποίησης της κοινωνίας υπήρξε η πολιτική αποδυνάμωση των αστικών κομμάτων και ιδιαίτερα ο «αφανισμός» του ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί, αν αυτή η «κανονικότητα» ευθύνεται για την χρεωκοπία, πρέπει να επανέλθουμε σε αυτήν; Ιδιαίτερα όταν οι ένοχοι, αντί να αποδεχθούν τις ευθύνες τους, επιχειρούν να παρουσιαστούν ως αθώα θύματα και κριτές; Γιατί ο, μοιραίος, εξάγγελος του «λεφτά υπάρχουν» και το κόμμα του συνιστούν «κανονικότητα»; Γιατί το σύστημα που τον «έσπρωξε» στην εξουσία είναι αξιόπιστο; Παλιές ιστορίες, όμως, για  να απαλλαγούμε από νέους μύθους, οφείλουμε να τις θυμόμαστε. Το 2012, η χώρα βρέθηκε σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η υπευθυνότητα και ο ρεαλισμός επέβαλλε να στηριχθούν τα δύο μεγάλα κόμματα. Ακόμα και για τους παραδοσιακότερους ψηφοφόρους των δύο κομμάτων αυτή ήταν η υπεύθυνη στάση. Στις δεύτερες εκλογές, του Ιουνίου, αυτή η ανάγκη οδήγησε στην υπερψήφιση της Ν.Δ. από δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο θα είχε συμβεί, αντίστροφα, αν στις εκλογές του Μαΐου είχε το ΠΑΣΟΚ τον πρώτο λόγο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Η υπευθυνότητα αυτών των ψηφοφόρων έσωσε τότε τη χώρα. Η ίδια υπευθυνότητα  επιδείχθηκε και στις εκλογές του 2015 αλλά δεν στάθηκε ικανό ανάχωμα στο κύμα του λαϊκισμού το οποίο για 40 χρόνια υπέσκαπτε τα θεμέλια της κοινωνίας και της οικονομίας. Το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του 2015 κορυφώθηκε με το τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου φαίνεται ότι εξέπληξε ακόμα και τον κύριο Τσίπρα. Μετά το δημοψήφισμα, και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου οι πολίτες, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθεροί στις επιλογές τους και απαιτήθηκαν άλλα τέσσερα χρόνια για να επανέλθει αυτοδύναμο ένα από τα παλιά κόμματα στην εξουσία.

Ασφαλώς η αυτοδυναμία σε μία σοβαρή δημοκρατική χώρα δεν είναι πανάκεια. Για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα όμως η πολιτική σταθερότητα μόνο στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις μπορεί να στηριχθεί. Οι περιπτώσεις Σαμαρά – Βενιζέλου και Τσίπρα – Καμένου δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν σε εξαιρετικά ιδιαίτερες συνθήκες. Ως εκ τούτου  δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως παραδείγματα περί του αντιθέτου. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Αποκαταστάθηκε ή πολιτική κανονικότητα στην χώρα με την ανάδειξη της Ν.Δ. αυτοδύναμης στην εξουσία το 2019; Αν όχι τι άλλο πρέπει να γίνει για να εξασφαλιστούν σε αυτόν τον τομέα οι προϋποθέσεις της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος; Σε τι μπορεί να συνίσταται σε τελική ανάλυση αυτή η περιλάλητη πολιτική κανονικότητα;

Η πολιτική κανονικότητα στη Δύση κατά βάση στηρίχθηκε σε ένα πολιτικό σύστημα του οποίου την «σπονδυλική στήλη» αποτελούσαν δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα. Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, Συντηρητικοί και Εργατικοί, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες ή όπως αλλιώς και αν ονομάζονταν κατά περίπτωση οι δύο σχηματισμοί λειτούργησαν στην ουσία συμπληρωματικά. Αυτός ο σχηματισμός, στο κέντρο του οποίου βρίσκονται δύο κόμματα, -η «κεντροδεξιά» και η «κεντροαριστερά» όπως σχηματικά χαρακτηρίζονται- πλαισιωμένα από μικρά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς στα άκρα του πολιτικού τόξου αποτελεί την «κανονικότητα». Η συνύπαρξη άλλων, δευτερευόντων σχηματισμών που παρεμβάλλονται μεταξύ των κύριων κομμάτων, μόνο σύγχυση δημιουργεί συμβάλλοντας στην διαιώνιση προβλημάτων. Η κατάργηση της απλής αναλογικής μόνο αν συμπληρωθεί με το ξεκαθάρισμα του θολού πολιτικού τοπίου θα επαναφέρει την κανονικότητα. Η επάνοδος στην ενισχυμένη αναλογική έχει ήδη δρομολογηθεί και απομένει η αποκατάσταση της «ραχοκοκαλιάς» του πολιτικού συστήματος.

Εδώ τα ζητούμενα δεν είναι τόσο πολύπλοκα όσο μπορεί να φαίνονται κατ’ αρχήν. Η Ν.Δ. αποτελεί τον σταθερό κεντροδεξιό πόλο του κοινωνικού και ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού όπως τον καθόρισε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και τον καταξίωσαν τα στελέχη της με την δράση τους. Οποιεσδήποτε, παρεκκλίσεις και ιδεολογικές ανορθογραφίες σημειώνονται κατά καιρούς δεν είναι ικανές ούτε να αλλάξουν τον ιδεολογικό της χαρακτήρα ούτε να την μετακινήσουν πολιτικά αλλά ούτε και να θολώσουν την ιστορία της. Απομένει να ξεκαθαρίσει το τοπίο στον άλλο χώρο ο οποίος μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ παραμένει θολός. Στην πραγματικότητα σήμερα έχουμε ένα πολιτικό παράδοξο το οποίο δεν συνίσταται στην συγκυριακή παρουσία της Ε.Λ. και του Μέρα25 στη Βουλή. Συνίσταται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ συνυπάρχουν ενώ στην ουσία αποτελούν «μια ψυχή εγκαταστημένη σε δύο σώματα». Επί της ουσίας έχουμε «Ένα ΠΑΣΟΚ σε δύο συσκευασίες». Είναι φανερό ότι όσο συνυπάρχουν τα δύο «σώματα» το τοπίο δεν ξεκαθαρίζει.  Είναι επίσης σαφές ότι αυτό το τοπίο επιτρέπει ονειρώξεις για μια «προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης, ριζοσπαστικής, οραματικής αλλά και ρεαλιστικής, που να συμβάλει στη συγκρότηση μιας συμμαχίας προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων…» όπως «ευαγγελίζεται» ο κύριος Παπανδρέου. Φυσικά το σενάριο αυτό δεν είναι άνευ σημασίας. Αυτό το ενδεχόμενο είναι περισσότερο από πιθανό σε περίπτωση που τα εκλογικά αποτελέσματα το επιτρέψουν. Μια μελλοντική συνεργασία, μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ όσο και να φαντάζει σήμερα εξωπραγματική είναι το πιο πιθανό σενάριο για το μέλλον. Τα δύο κόμματα τα ενώνουν κοινά στερεότυπα και κοινές καταβολές εμπόδιο στις οποίες στέκονται κυρίως προσωπικοί εγωισμοί και φιλοδοξίες. Η αποκατάσταση της «κανονικότητας» επιβάλλει τα δύο κόμματα να συγχωνευθούν και οι ψηφοφόροι τους να επιλέξουν μεταξύ της «παράδοσης» και της «αλλαγής».  Εν τω μεταξύ το ΚΙΝΑΛ θα λειτουργεί, στην πράξη, ως «σταθμός μετεπιβίβασης» -κάτι σαν Ellis Island- για τους κουρασμένους ψηφοφόρους της Ν.Δ. διευκολύνοντας το «ταξίδι» τους προς τον κύριο πόλο της κεντροαριστεράς.

Αντώνης Αντωνάκος

29-12-2020

[email protected]           http://www.antonakos.edu.gr

Δημοσιεύθηκε ή αναδημοσιεύθηκε και στα sites: tribune, thepressroom, diktyo, mathe, dakekavalas, e-simerini, palo