Εκτύπωση
Κατηγορία: Ομιλίες
Εμφανίσεις: 1880

Ομιλία στο έκτακτο συνέδριο της Ν.Δ. (Ιούνιος 2000).

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι,

 

Όλοι γνωρίζουμε ότι στις 9 Απριλίου η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε σε απόσταση λίγων χιλιάδων ψήφων από την εξουσία. Η κρατούσα εκτίμηση είναι ότι το αποτέλεσμα αυτό ήταν η κατάληξη μιας εκπληκτικής διαδρομής, που πραγματοποιήθηκε κυρίως από τα τέλη Δεκεμβρίου και που είχε ως αφετηρία την ανακοίνωση από τον Πρόεδρο της στήριξης της υποψηφιότητας Στεφανόπουλου.

 Στις εκατό ημέρες περίπου που μεσολάβησαν από τότε μέχρι τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Πρόεδρο μπόρεσε να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό και να ανασκευάσει το κατασκευασμένο από τα ΜΜΕ πολιτικό τοπίο.

 

Σ΄ αυτό συνέβαλε και η επικοινωνιακή πολιτική, όπως εκφράστηκε κυρίως από τον Πρόεδρο, μέσω των τηλεοπτικών του εμφανίσεων και των εξορμήσεών του στην περιφέρεια.

Έτσι, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την εμπιστοσύνη του 43% του εκλογικού σώματος, συγκεντρώνοντας ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά των μεταπολιτευτικών αναμετρήσεων, το οποίο μάλιστα κάτω από τις συνθήκες που το κέρδισε, αποκτά ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις.

Τα βασικά αίτια, που καθήλωσαν τη Νέα Δημοκρατία στην αντιπολίτευση, παρά το μεγάλο αυτό ποσοστό, οφείλονται σε τέσσερις εσωγενείς και εξωγενείς παράγοντες. Και συγκεκριμένα:

1.- Στην καταλυτική λειτουργία των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, τα οποία κατά την τελευταία τριετία έχουν αποδυθεί στην συντριπτική τους πλειοψηφία σε μια κεντρικά μεθοδευμένη προσπάθεια ολοκληρωτικής χειραγώγησης του πολιτικού φρονήματος των ψηφοφόρων.

Η συστηματική δημιουργία μιας εικονικής πραγματικότητας μέσα από το φιλτράρισμα των ειδήσεων, το στρατευμένο σχολιασμό των πολιτικών δρώμενων και την καθοριστική συμβολή τους στην καταστολή των κοινωνικών αντιδράσεων στα προβλήματα που προκαλεί η κυβερνητική πολιτική οδηγεί τελικά σ΄ ένα τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα αλλοιώνοντας βασικές λειτουργίες της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος.

2.- Στην καθεστωτικής νοοτροπίας εκμετάλλευση του κρατικού μηχανισμού και των εθνικών και κοινοτικών πόρων σε μια προσπάθεια εκμαυλισμού και εξαγοράς ψήφων, η οποία, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τρίμηνο, έλαβε εξοργιστικές διαστάσεις. Διορισμοί και υποσχέσεις διορισμών, έκτακτες επιχορηγήσεις και αναδρομικές παροχές, εκβιασμοί και απειλές οδήγησαν τελικά στις κάλπες δύο κατηγορίες ψηφοφόρων: τους πολίτες και τους πελάτες.

Η καθοριστικότητα των μηχανισμών εξαγοράς στο εκλογικό αποτέλεσμα γίνεται φανερή αν αναλύσουμε τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων. Συγκεκριμένα σε μια εποχή που η κυβέρνηση ακολουθούσε μια έστω και αποσπασματικά φιλελεύθερη πολιτική, θα ήταν λογικό να κερδίσει ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία και να χάσει ψηφοφόρους από την αριστερά.

Στην πραγματικότητα συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή έχασε υπερδιπλάσιους ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία απ΄ όσους κέρδισε, αλλά αποδεκάτισε τους ψηφοφόρους του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ και του ΔΗΚΚΙ. Είναι σαφές ότι αυτό το πέτυχε αξιοποιώντας στο έπακρο την καθεστωτική χρησιμοποίηση του κράτους.

3.- Στη μερική μόνο επιτυχία της προσπάθειάς μας να προσεγγίσουμε την συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δηλαδή το μεσαίο χώρο της κοινωνίας.

Η αδυναμία αυτή έχει τις ρίζες της στις περασμένες δεκαετίες όταν τα φαινόμενα της τεχνητής πόλωσης ήταν ιδιαίτερα έντονα. Τα φαινόμενα αυτά τεχνηέντως υποδαυλιζόμενα συχνά, αναβιώνουν, καθώς δεν κατορθώσαμε έγκαιρα και αποτελεσματικά να διαμορφώσουμε μια κεντρική πολιτική εικόνα που να ανταποκρίνεται στο στόχο της Νέας Δημοκρατίας για πολυσυλλεκτικότητα. Η εμμονή από ορισμένες πλευρές η πολυσυλλεκτικότητα να προσδιοριστεί με βάση τα πρόσωπα και όχι τις πολιτικές, οδήγησαν και τα στελέχη μας και τους ψηφοφόρους μας και το εκλογικό σώμα σε σύγχυση.

΄Ένα ακόμα σοβαρό έλλειμμα, το οποίο παρουσιάζουμε από την μεταπολίτευση και μετά είναι η ανάδειξη του περιεχομένου του αξιακού μας κώδικα που πλέον είναι κυρίαρχος και δικαιωμένος. Δεν καταφέραμε να αναδείξουμε στην κοινωνία τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού.

4.- Στους πολιτικούς συσχετισμούς και στο έλλειμμα πολιτικής λειτουργίας των οργανώσεών μας. Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί με τα τελευταία συνέδρια, οι κομματικές μας οργανώσεις επί της ουσίας εξακολουθούν να βρίσκονται στο περιθώριο της πολιτικής.

Το έλλειμμα πολιτικής λειτουργίας τους οφείλεται στους πολιτικούς συσχετισμούς και τις παλιές νοοτροπίες που έχουν διαμορφωθεί από την μεταπολίτευση και μετά και που παραμένουν ουσιαστικά αναλλοίωτοι μεταξύ των κοινοβουλευτικών στελεχών και της ηγετικής πυραμίδας των κομματικών οργανώσεων.

Οι πολιτικοί αυτοί συσχετισμοί και νοοτροπίες οδηγούν σ΄ έναν ελάχιστα πολιτικό τρόπο λειτουργίας των οργανώσεων, οι οποίες έτσι υποτάσσονται σ΄ ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα πελατειακών σχέσεων.

Με αυτό τον τρόπο οι οργανώσεις μετατρέπονται σ΄ ένα διεκπεραιωτικό μηχανισμό της κομματικής «αγγαρείας» και η πολιτική τους παρέμβαση στην κοινωνία εκμηδενίζεται.

Στη βάση αυτού του προβληματισμού και των διαπιστώσεων που συνοπτικά περιγράψαμε πρέπει να σχεδιάσουμε την από δω και πέρα πορεία του κόμματός μας σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο.

Η ομογενοποίηση του εκλογικού σώματος και η κατάργηση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων με το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού σημαίνει ασφαλώς ότι πρέπει να αλλάξουμε την πολιτική μας. Σημαίνει ότι πρέπει να απαλλαγούμε από πολιτικά φορτία, τα οποία στην εποχή τους είχαν την αξία τους, αλλά που είναι καιρός να αποσυρθούν από την καθημερινή πολιτική σκηνή παραμένοντας εκεί που ανήκουν, δηλαδή στα ιστορικά συγγράμματα. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να μιλάμε λιγότερο για την ουσία και τα χαρακτηριστικά της δικής μας ιδεολογίας που δικαιώθηκε. Απλώς, θα πρέπει επιτέλους και για πρώτη φορά να ξεφύγουμε από το εξώφυλλο του βιβλίου και να κατανοήσουμε το περιεχόμενό του. Γιατί ασφαλώς δεν είναι μόνο καιρός επιτέλους να κάνουμε πράξη αυτό που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει αμέσως μετά την μεταπολίτευση -να εγκαταλείψουμε δηλαδή τα τεχνητά χαρακώματα που δημιουργούν οι οριοθετήσεις «αριστερός», «δεξιός»- αλλά, πολύ περισσότερο, να αποκτήσει για μας περιεχόμενο και ενιαία σημασία η πολιτική μας ταυτότητα.

Με αυτή την έννοια, ο αυτοπροσδιορισμός του πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, ο πολιτικός και κοινωνικός προσδιορισμός του μεσαίου χώρου -ή όπως αλλιώς θελήσουμε να ονομάσουμε αυτό το οποίο θέλουμε να είμαστε- δεν μπορεί να ξεκινά από το όνομα ούτε βεβαίως να μένει μόνο σε αυτό. Γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο λάβαρο μιας ακόμα χαμένης μάχης.

Το πρώτο σημείο στο οποίο εστιάζονται τα διαχρονικά προβλήματα του κόμματος είναι ο πολιτικός απομονωτισμός της Ν.Δ. εξαιτίας της απόλυτα επιτυχημένης πολιτικής των τεχνητών διαχωριστικών γραμμών που άσκησε το ΠΑΣΟΚ από το 1974 και μετά. Ο πολιτικός εγκλωβισμός των ψηφοφόρων που αρνιόντουσαν να ψηφίσουν «Δεξιά», δηλαδή Ν.Δ., χωρίς καμία πολιτική και ιδεολογική τεκμηρίωση, ενώ φυσιολογικά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο προσωπικός τους αξιακός κώδικας θα έπρεπε σταθερά να τους τοποθετεί στο δικό μας παραταξιακό χώρο, ο πολιτικός αυτός εγκλωβισμός εξακολουθεί ακόμα και σήμερα, κατάλληλα υποδαυλιζόμενος, να λειτουργεί.

Το δεύτερο σημείο αφορά το μεγάλο, το τεράστιο έλλειμμα στην πολιτική λειτουργία του κόμματος μας και για αυτό το έλλειμμα ευθύνεται η έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής της οργάνωσης στις εσωκομματικές μας λειτουργίες. Μπορεί τυπικά, ιδιαίτερα μετά το Συνέδριο του ’97, η πυραμίδα να είναι πλήρης και οικοδομημένη όπως θα έπρεπε, από τη βάση προς την κορυφή, όμως στην ουσία σε επίπεδο πολιτικής λειτουργίας υπάρχει μόνο η κορυφή της πυραμίδας η οποία δίνει μια άνιση μάχη. Η βάση της πυραμίδας, η βάση του κόμματος, το μικρομεσαίο στελεχιακό δυναμικό επιχειρεί τις περισσότερες φορές επιτυχώς να ανταποκριθεί στο ρόλο που του επιφυλάσσεται: Να συγκροτεί δηλαδή το διεκπεραιωτικό μηχανισμό ουσιαστικά μη πολιτικών δράσεων όπως είναι η εξεύρεση εκλογικών αντιπροσώπων και η στήριξη των πολιτικών συγκεντρώσεων. Αλλά, τελικά αυτό είναι το ζητούμενο;

Είναι σαφές λοιπόν ότι σε δύο άξονες θα πρέπει να κινηθεί η στρατηγική μας αφού δύο είναι οι βασικές αδυναμίες στις οποίες οφείλεται η όποια αναποτελεσματικότητα της πολιτικής μας δράσης. Ο πρώτος άξονας είναι η πλήρης και οριστική κατεδάφιση των τεχνητών τειχών, η οριστική άρση του πολιτικού αποκλεισμού και του εγκλωβισμού μας σε ιδεολογήματα του παρελθόντος τα οποία διεγείρουν εξαρτημένα ανακλαστικά, περιορίζοντας την εκλογική μας εμβέλεια. Η αναζήτηση πολιτικών σηματοδοτήσεων οι οποίες θα οδηγούν στην ανεμπόδιστη πρόσβασή μας στη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος είναι αναγκαία. Εκείνο που προέχει όμως είναι η ανάδειξη των επιμέρους στοιχείων του αξιακού μας κώδικα.

Πρέπει δηλαδή επιτέλους και για πρώτη φορά, αντί να σείουμε αυτάρεσκα τα ιδεολογικά μας λάβαρα, αδυνατώντας να δώσουμε στον ελληνικό λαό την ουσία της πολιτικής που αντιπροσωπεύουν να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στην ανάδειξη της ουσίας αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής και αυτού του συγκεκριμένου συστήματος αρχών και αξιών από το οποίο πηγάζει.

Ο δεύτερος άξονας στον οποίο πρέπει να κατευθύνουμε τη δράση μας είναι ταυτόχρονα και η άρση της δεύτερης διαρθρωτικής αδυναμίας, η οποία ενδημεί στην παράταξή μας από την ημέρα της ίδρυσής της. Η αναφορά είναι στο έλλειμμα πολιτικής λειτουργίας της οργάνωσης το οποίο την καθιστά αναποτελεσματική. Είναι δεδομένο ότι η αρχική αντίληψη για περιορισμένη λειτουργία του κόμματος ως δομημένου οργανισμού αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με την αντιγραφή των οργανωτικών δομών των άλλων κομμάτων και σταδιακά με τις αλλαγές που προωθούσαμε οδηγηθήκαμε στη σημερινή οργανωτική δομή του κόμματος, η οποία παρά το ότι τυπικά μπορεί να θεωρηθεί πλήρης και σύγχρονη, ουσιαστικά ελάχιστη επαφή έχει με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Η μη πολιτική λειτουργία των κομματικών οργανώσεων χαρακτηρίζεται από τη μη συμμετοχή τους στον πολιτικό και προγραμματικό διάλογο, περιοριζόμενη σε μια επιφανειακή συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, που αφορούν τα διάφορα κομματικά όργανα η οποία προσφέρει το άλλοθι της δημοκρατικής λειτουργίας χωρίς ωστόσο στην πραγματικότητα να προωθεί τις λειτουργίες της συμμετοχής και της συλλογικότητας χωρίς τις οποίες οι κομματικές οργανώσεις παραμένουν σχήματα κενά πολιτικού περιεχομένου και συνεπώς αναποτελεσματικά.

Κανέναν λοιπόν δεν θα πρέπει να ξενίζει η πελατειακή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις οργανώσεις και τους υποψήφιους βουλευτές, από τη στιγμή που οι οργανώσεις αποστερούμενες πολιτικού περιεχομένου και πολιτικής λειτουργίας εντάσσονται αποκλειστικά στο παιχνίδι της εξουσίας και της προσδοκώμενης νομής της. Είναι φυσιολογικό να σπεύδουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε υποψήφιους για τους οποίους εκτιμούν ότι την επαύριο των εκλογών θα κατέχουν κυβερνητικά πόστα, θα έχουν δηλαδή στη διάθεσή τους την πίτα και το μαχαίρι που την κόβει. Το παράδοξο είναι ότι ενώ όλα τα παραπάνω είναι προφανέστατα, εμείς ως τώρα δεν έχουμε κατορθώσει να τα αντιμετωπίσουμε. Είναι σαφές ότι στο συνέδριό μας δημιουργείται μια ακόμα χρυσή ευκαιρία να αλλάξουμε ριζικά αυτήν την κατάσταση. Αρκεί, συνειδητοποιώντας αυτή την αναγκαιότητα να την εντάξουμε στις όποιες οργανωτικές αλλαγές. Θα προωθήσουμε στο στόχο της αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό του κόμματος, ούτως ώστε αυτό να αποκτήσει ουσιαστική πολιτική οντότητα;

Αυτό βεβαίως προϋποθέτει πέρα από τις αναγκαίες οργανωτικές αλλαγές, αλλαγή νοοτροπίας και ιεραρχήσεων. Και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να υιοθετήσουμε απόψεις για περιθωριοποίηση του κόμματος οι οποίες βασίζονται σε ξένα πρότυπα τα οποία δεν βρίσκουν το αντίστοιχό τους στην ελληνική πραγματικότητα. Όπως, για παράδειγμα, στην Αμερική όπου η εκλογική αναμέτρηση εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τους υποψήφιους Προέδρους και την επικοινωνιακή τους πολιτική. Γιατί τα πολιτικά ανακλαστικά των Ελλήνων είναι, για την ώρα τουλάχιστον, εντελώς διαφορετικά. Γιατί στην Ελλάδα η Ν.Δ. έχει απέναντί της έναν αποτελεσματικό κομματικό μηχανισμό ενώ στην Αμερική οι δύο κομματικοί μηχανισμοί είναι περίπου στην ίδια κατάσταση και, τέλος, γιατί στην Ελλάδα το παιχνίδι των ΜΜΕ είναι τελείως διαφορετικό.

Τις ανάγκες αυτές θα πρέπει να υπηρετεί το νέο οργανωτικό μας σχήμα και προπαντός οι νέοι κανόνες λειτουργίας της οργάνωσής μας. Επιτρέψτε μου να αναφέρω κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις: