Εκτύπωση
Κατηγορία: Ομιλίες
Εμφανίσεις: 894

Α. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ: Συνάδελφοι είχα ζητήσει να μιλήσω πρώτος επειδή στο προηγούμενο Γενικό Συμβούλιο ο φίλος μου ο Τσιριγώτης με χαρακτήρισε νεοφιλελεύθερο και ήθελα να δικαιώσω το χαρακτηρισμό του.

Σε κάποιο βαθμό βεβαίως είμαι ευχαριστημένος γιατί υπάρχουν κι άλλοι χαρακτηρισμοί. Δόξα τω θεώ, στις ταμπέλες κάποιος πολιτικός χώρος επιδίδεται με μεγάλη ευχέρεια. Ρεφορμιστές, ρεβιζιονιστές, φραξιονιστές κτλ., δεν τον ξέρω όλο τον κατάλογο. Όμως το πρωί, ψάχνοντας μια φράση του Αϊνστάιν, έπεσα σε μια άλλη φράση στο διαδίκτυο. Η φράση που έψαχνα θ’ ακολουθήσει. Η φράση που βρήκα λέει τα εξής: «Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, δε μπορούν να λυθούν αν μείνουμε στο ίδιο επίπεδο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργήσαμε».

Πολύ φοβάμαι αγαπητοί συνάδελφοι ότι εμείς αδυνατούμε ν’ απεγκλωβιστούμε από το επίπεδο πρακτικής, συνηθειών και σκέψης που είχαμε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Βεβαίως εμείς ως μη έχοντες την εξουσία δεν είμαστε εκείνοι που έχουμε τη βασική και κύρια ευθύνη για τη δημιουργία της κρίσης. Άλλωστε η κρίση είναι διεθνής, είναι κρίση του καπιταλισμού, μέσα στην οποία υπάρχει και η ιδιαίτερη ελληνική κρίση, γι’ αυτό τη βιώνουμε και με ιδιαίτερη ένταση εμείς. Παρ’ όλα αυτά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζαμε, οι αναλύσεις με τις οποίες προσεγγίζαμε τα γεγονότα και τις εξελίξεις, είναι σε σημαντικό βαθμό συνυπεύθυνα για το ότι επικράτησε μια νοοτροπία η οποία επέτρεψε να εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές οι οποίες μας οδήγησαν εδώ που οδηγηθήκαμε σήμερα.

Είναι σαφές λοιπόν ότι, το ν’ ανακυκλώνουμε την αμηχανία μας και να μας φταίει ο κόσμος που δεν μας ακολουθεί και να θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τους συναδέλφους και την κοινωνία που ενώ συνθλίβεται -και είναι πραγματικότητα ότι συνθλίβεται-, δε μας ακολουθεί, είναι λίγο αλαζονικό και δείχνει ότι δεν έχουμε πάρει πρώτα απ’ όλους εμείς το μήνυμα.

Αγαπητοί συνάδελφοι, υπάρχει ένα βασικό και κρίσιμο ζήτημα: Το ισχυρότερο μήνυμα που εισέπραξε και η Ευρώπη και το ελληνικό κατεστημένο το οικονομικό, το εκδοτικό, το πολιτικό, είναι το μήνυμα των εκλογών της 6ης Μαΐου, της γενικής αποδοκιμασίας όπου κανένας πολιτικός φορέας δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το 19% του εκλογικού σώματος. Επιπλέον αυτό το 19% για κανένα δεν ήταν ποσοστό εμπιστοσύνης και αποδοχής στο σύνολό του, γιατί εμπεριείχε και ένα σημαντικό ποσοστό που όλοι, –ξεκινώντας από τη Νέα Δημοκρατία που πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό, πηγαίνοντας στο ΣΥΡΙΖΑ και τα μικρότερα κόμματα-, όλοι αυτοί είχαν μέσα τους ποσοστά του «μη χείρον βέλτιστο», ποσοστά οργής, ποσοστά αδιεξόδου και αγανάκτησης.

Το ΠΑΜΕ έχει μια θέση και ξεκάθαρα λέει  για έναν άλλο δρόμο, τον οποίο όμως η ελληνική κοινωνία δεν τον επιλέγει και κατά την άποψή μου καλώς δεν τον επιλέγει, λέει έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να κρατικοποιήσουμε όλα τα μέσα παραγωγής να πάνε στο κράτος και να λειτουργήσουμε μ’ ένα άλλο οικονομικό μοντέλο.

Βεβαίως αυτό το άλλο οικονομικό μοντέλο όπου έχει χρησιμοποιηθεί, ξέρουμε πού έχει οδηγήσει και το ξέρει πια και η ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό δεν το αποδέχεται. Και γι’ αυτό και το ποσοστό του Κ.Κ.Ε. έφτασε εκεί που έφτασε τον Ιούνιο, όταν ένα ποσοστό οργής και διαμαρτυρίας που άλλες φορές ενθυλάκωνε ο πολιτικός φορέας τον οποίο εκφράζει το ΠΑΜΕ στο χώρο της εργασίας, βρήκε καταφύγιο σε άλλους τέτοιους φορείς.

Υπάρχουν οι άλλοι φορείς που ανακυκλώνουν με το επιχείρημα της καλύτερης διαπραγμάτευσης. Λέει η αξιωματική αντιπολίτευση «μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Αλλά εμείς θα διαπραγματευθούμε καλύτερα, θ’ ασκήσομε βέτο. Και το δικό μας το βέτο θα περάσει. Γιατί εμάς μας τρέμουν.

Το ερώτημα είναι αγαπητοί φίλοι, αν πραγματικά εσείς εδώ που είσαστε σ’ αυτό το κορυφαίο επίπεδο, στο κορυφαίο συνδικαλιστικό όργανο και που φιλοδοξείτε να καθοδηγείτε και τους άλλους, το πιστεύετε που το λέτε. Στην ουσία εγώ δεν τα πίστευα ούτε όταν τα έλεγε ο Σαμαράς. Δε μιλάω γι’ άλλους, για τον μένα μιλάω.

Γιατί ήξερα ότι, όταν λες ότι «εγώ θα πάω να διαπραγματευθώ» και απέναντί σου έχεις κάποιον που έχει εκατονταπλάσια ισχύ και σε κρατάει από το λαιμό, ξέρω ότι από κει και ύστερα η διαπραγμάτευση είναι επιθυμία. Η επιτυχία της εικαζόμενη. Βεβαίως υπάρχουν και οι άλλες εκδοχές και οι άλλες επιλογές που είναι από τη Χρυσή Αυγή που θα λύσει τα προβλήματα με τους γνωστούς κυρίους που περιφέρονται και τραμπουκίζουν που είναι κατάντημα για την ελληνική κοινωνία ή από τους Ανεξάρτητους Έλληνες που βεβαίως όλοι αυτοί όμως λένε «ναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απλώς θα διαπραγματευθούμε διαφορετικά. Ναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ναι στο ευρώ».

Το μόνο που μιλάει ξεκάθαρα είναι το ΚΚΕ. Αλλά το ΚΚΕ δεν αποτελεί επιλογή. Κατά την άποψή μου καλώς δεν αποτελεί επιλογή. Το ερώτημα λοιπόν αγαπητοί συνάδελφοι είναι: Έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει ένας σε αυτό το κορυφαίο επίπεδο, που στηρίζει την κυβέρνηση την τρικομματική επειδή πιστεύει σε πρόσωπα, επειδή ελπίζει σε προσωπικά οφέλη ή επειδή πιστεύει ότι αυτό το πρόγραμμα βγαίνει, ότι αυτό το πρόγραμμα θα κάνει ευτυχισμένη την ελληνική κοινωνία;

Κανένας που έχει στοιχειώδη υποδομή, δεν πιστεύει ότι αυτό το πρόγραμμα με τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι βιώσιμο, κανένας δεν πιστεύει ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να το αντέξει εάν δεν υπάρξουν άλλες πολιτικές. Άλλες πολιτικές όμως οι οποίες σε κάθε περίπτωση πρέπει να ξεπερνάνε τα σύνορα της Ελλάδας. Πρέπει να είναι στο επίπεδο εκείνου του μπλοκ που μ’ εξαίρεση το ΠΑΜΕ, θέλουν όλοι να είναι μέλη του.

Το 95% του ελληνικού λαού όπως εκφράστηκε, επιθυμεί να παραμείνει μέλος η χώρα σ’ ένα μπλοκ που έχει χίλια δύο στραβά αλλά που αποτελεί ένα ανάχωμα ασφάλειας που στο παρελθόν έχει οδηγήσει τις χώρες της Ευρώπης σε ευημερία και που παρά τη μεγάλη κρίση που βιώνει, εξακολουθεί ν’ αποτελεί για πολλούς λαούς που είναι εκτός, μια προσδοκία.

Και γι’ αυτό κανένας, ούτε οι κύριες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ούτε κανένας άλλος, μπορεί να υπάρχουν κάποιες επιμέρους συνιστώσες, δε μιλάει για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για έξοδο από το ευρώ. Η προσδοκία λοιπόν δεν είναι προσδοκία, ούτε επιλογή, είναι αναγκαστική λύση να κρατηθούμε μέχρι να προωθηθούν μέτρα που θ’ αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης του καπιταλισμού, γιατί είναι κρίση του καπιταλισμού, είναι σαφώς κρίση του καπιταλισμού στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αγαπητοί συνάδελφοι, είπε κάποιος εδώ μιλώντας  και έφερε το παράδειγμα του ’40, ότι ξέραμε τι θ’ αντιμετωπίσουμε και πήγαμε και συγκρουστήκαμε, πράγματι. Αλλά να θυμίσω ότι κάποιους μήνες πριν εμπλακούμε στον πόλεμο με την Ιταλία, είχε τορπιλιστεί η «Έλλη» και βεβαίως ήξεραν όλοι όσοι ήταν τότε εν ζωή, ποιος την είχε τορπιλίσει και γιατί. Ήξεραν.

Δεν κήρυξαν τότε τον πόλεμο. Πότε πήγαν στον πόλεμο; Γιατί κι εμείς θα πολεμήσουμε. Θα πολεμήσουμε όταν πραγματικά και η κοινωνία θα πολεμήσει και θα έρθει είτε κοντά μας είτε σε άλλες ηγεσίες. Όταν αυτά που θα λέμε θα πείσουν τους συναδέλφους, όταν εμείς θα έχουμε εναλλακτικές προτάσεις, αλλά εναλλακτικές προτάσεις που θα στηρίζονται σε δεδομένα και σε επιχειρήματα και δε θα είναι αερολογίες.

Και θα έρθουν κοντά μας ή κοντά σε πολιτικούς φορείς, γιατί η κοινωνία δε μπορεί να μείνει χωρίς συλλογικότητα και χωρίς ηγεσία. Θα βρει τις ηγεσίες της, θα βρει τη συλλογικότητά της αλλά πότε θα βρει η κοινωνία τη συλλογικότητά της και τις ηγεσίες της; Θα βρει τη συλλογικότητά της και τις ηγεσίες της όταν οι συλλογικότητες και οι ηγεσίες θα εκπέμψουν ένα λόγο πειστικό και ουσιαστικό περιεχόμενο και θα πείθει ότι πραγματικά οι λύσεις που προτείνει, είναι λύσεις που οδηγούν σ’ ένα καλύτερο αύριο, είναι λύσεις που δημιουργούν την ελπίδα.

Δεν είναι λύσεις που έχουν στόχευση είτε πρόσκαιρα οφέλη πολιτικά, συνδικαλιστικά ή όποια άλλα ή δεν είναι λύσεις που με βεβαιότητα οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα από εκείνα τα οποία βρίσκεται σήμερα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Τελειώνοντας θέλω να πω το εξής: Θα ήθελα να μπορώ να πω αυτό που γράφει στον τάφο του Καζαντζάκη: «Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος». Όμως αγαπητοί συνάδελφοι, ελπίζω και αυτό το λέω για να δείτε ότι όλοι βιώνουμε μεγάλα πρόβλημα, ελπίζω ο γιος μου που είναι 30 χρόνων να βρει δουλειά στο εξωτερικό και να φύγει. Φοβάμαι πολλές φορές και θα το λέω κάθε φορά, ότι αν δε βρει δουλειά και δε φύγει θα μείνει για άλλα 4-5 χρόνια άνεργος και θα βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας.

Και επειδή αυτά τα δύο δε συμβαίνουν, δε μπορώ να πω ότι είμαι ελεύθερος. Θεωρώ όμως ότι έχω υποχρέωση να κάνω αυτό που έκανα πάντοτε, χωρίς να φοβάμαι μήπως κάποιος μου κολλήσει κάποια ταμπέλα στην πλάτη. Να λέω αυτό που σκέφτομαι και αυτό που πιστεύω.

2012-10-25