Εκτύπωση
Κατηγορία: Ομιλίες
Εμφανίσεις: 905

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο συνάδελφος Αντώνης Αντωνάκος έχει το λόγο.

Α. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ: Αγαπητοί συνάδελφοι, ομολογώ ότι ορισμένες φορές, το τελευταίο διάστημα που είμαι στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ, αισθάνομαι λίγο άσχημα, έχω την αίσθηση ότι είμαι λιγάκι και σα δεκανίκι, στο να περνάνε κάποιες πολιτικές. Αφού μπροστά σ’ αυτή την καταιγίδα που υφίσταται ολόκληρη η ελληνική οικονομία, που έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε κατάρρευση, από την άλλη μεριά έχουν μηδενιστεί ή έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί οι αντιδράσεις.

Κάποιοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν ειδικευθεί στην έκδοση πιστοποιητικών. Από την εποχή του Π.Α.Σ.Ο.Κ. και των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων», από την εποχή των δημοκρατικών Προεδρείων μέχρι το ’93-’95 οι συνάδελφοι φίλοι της ΠΑΣΟΚ δεν αισθάνονταν άνετα να συμμετέχουν συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ στα Προεδρεία, στην ΟΛΜΕ κατ’ επανάληψη είχαν προσπαθήσει να εμποδίσουν την εκλογή στα Προεδρεία στις θέσεις Αντιπροέδρων κτλ. εκπροσώπων της ΔΑΚΕ, ερχόμαστε στη σημερινή εποχή που είμαστε σε μια εποχή ωριμότητας αλλά δεν πρέπει να είμαστε και πάρα πολύ ώριμοι, γιατί κινδυνεύουμε να σαπίσουμε.

Είπαν κάποιοι συνάδελφοι ότι αισθάνονται περήφανοι για τη διαδρομή τους και την ιστορία τους. Ο καθένας έχει δικαίωμα να είναι φυλακισμένος στην ουτοπία του, αλλά πόσοι στην πραγματικότητα είναι φυλακισμένοι σ’ αυτή την ουτοπία και πόσοι προσποιούνται ότι είναι φυλακισμένοι σ’ αυτή την ουτοπία;

Πόσο δικαιούται κάποιος να είναι φυλακισμένος σε μια ουτοπία που την πίστεψε στα νεανικά του χρόνια, τότε που φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο», τότε που φώναζε «σοσιαλδημοκράτες, λακέδες του ιμπεριαλισμού», τότε που φώναζε ανιχνεύοντας τον «τρίτο δρόμο» για το σοσιαλισμό, «έξω οι βάσεις του θανάτου».

Πόσο δικαιούται κάποιος να εξακολουθεί να είναι παγιδευμένος σ’ αυτή την ουτοπία μετά τη δεκαετία του ’80, μετά τη διακυβέρνηση Σημίτη και τελευταία βεβαίως και ολοκληρωτικά με τη διακυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου και λοιπών; Και τελικά βεβαίως, σημασία δεν έχει αν είναι πρώην Κνίτης ή αν είναι εγγονός του Πάγκαλου αυτός που βγαίνει και κάνει επιθέσεις εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, σημασία έχει όταν στηρίζεις μια πολιτική η οποία δεν είναι συνεπής μ’ εκείνα τα οράματα τα οποία γαλουχήσανε πολλά από τα στελέχη τα συνδικαλιστικά που βρίσκονται σήμερα μέσα σ’ αυτή την αίθουσα.

Εμείς, κάτω από σημαίες ευκαιρίας δε βρεθήκαμε. Γιατί στην πραγματικότητα, δεν αποδεχόμαστε τον αυτοπροσδιορισμό που είχαν πάρα πολλοί διεκδικώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να δίνουν και πιστοποιητικά και σε άλλους, τον αυτοπροσδιορισμό του προοδευτικού, του δημοκρατικού, του Αριστερού.

Δεν αποδεχόμαστε ότι είναι αριστερή λιγότερο ή περισσότερο αριστερή πολιτική η εθνικοποίηση της Powel και η δημιουργία της ΔΕΗ τη δεκαετία του ’50, δεν αποδεχόμαστε ότι χρειαζόταν ταμπέλα η δημιουργία στα σπάργανα της τουριστικής βιομηχανίας με τα ΧΕΝΙΑ και τα φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, δεν αποδεχόμαστε ότι χρειάζονταν κάποια ταμπέλα πέρα από την ταμπέλα του ρεαλισμού, η κρατικοποίηση της Ολυμπιακής ή η κρατικοποίηση του συγκροτήματος Ανδρεάδη.

Αρκεί αυτό να είναι πραγματικά κοινωνικό και να οδηγούσε τη χώρα στην πρωτοπορία της Ευρώπης γιατί εμείς την Ευρώπη την πιστεύαμε και την πιστεύουμε, να την κάνει 10ο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το χρέος στο 30% του ΑΕΠ και με ανεργία κάτω από 2%. Τότε που κατά πολλούς εδώ μέσα, οι «αμαρτωλοί» και οι «μη προοδευτικοί» διαμόρφωναν τις τύχες της χώρας και σε μια κατεύθυνση που κάποιοι υποσχέθηκαν ότι θ’ ανατρέψουν, και βεβαίως την ανατρέψανε, αλλά η ανατροπή φάνηκε μετά από 30 χρόνια.

Σήμερα φαίνεται πόσο υποστηρίχθηκαν οι μη προνομιούχοι του 1980. Απλώς έγιναν εκατομμύρια περισσότεροι οι μη προνομιούχοι και κατά πολύ φτωχότεροι. Σήμερα, η ελληνική κοινωνία οδηγείται με γρήγορους ρυθμούς στο δρόμο της απόγνωσης και της απελπισίας. Οδηγείται στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα.

Και από αυτή την πραγματικότητα, δε θα μας βγάλουν ούτε προτάσεις που δείχνουν μια άλλη σηματοδότηση ουτοπίας. Μια ουτοπία που επίσης έχει καταρρεύσει εδώ και 20 χρόνια. Και δε θα μας βγάλουν προτάσεις για παράδειγμα όπως η πρόταση της διαγραφής του χρέους, όταν δεν κατανοούμε ακριβώς τι μπορεί να σημαίνει αυτό και για τη χώρα και τελικά ποιο χρέος θα διαγραφεί. Θα διαγραφούν τα ομόλογα που χρωστάει το κράτος στο Ταμείο Αρωγής και στ’ άλλα Ταμεία, και στα Ταμεία των ξένων εργαζομένων; Γιατί δεν είναι μόνο Έλληνες..

Θα διαγραφούν τα 6 δισεκατομμύρια που χρωστάει το κράτος στην Αγροτική και που η Αγροτική τα έχει πάρει από καταθέτες, ενδεχομένως από τους γονείς μας, από τους φίλους μας, τους αγρότες ή κάποιους άλλους; Και πώς θ’ αναπληρωθούν;

ΜΕΛΟΣ: (Τοποθέτηση εκτός μικροφώνου)

Α. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ: Συνάδελφε εγώ σε άκουσα και είμαι ανοιχτός και σε δημόσιο διάλογο όποτε θέλεις, και ιδιωτικό όταν θέλεις. Να το διευκρινίζεις όταν λες ότι εννοούμε το χρέος που είναι χρέος στο Σόρος και σε κάποιους άλλους. Να το διευκρινίζεις. Να διευκρινίζουμε λοιπόν ότι όταν λέμε να πάρουμε από την Τράπεζα, εννοούμε να πάρουμε τα λεφτά του Λάτση και καλά να κάνουμε, ή του Κωστόπουλου, και δεν εννοούμε τις καταθέσεις τις δικές σου, τις δικές μου και του καθενός.

Γιατί υπάρχει μια διαφορά και πρέπει να ξέρουμε τι λέμε, γιατί διαφορετικά, ξαναλέω, δείχνουμε μια ουτοπία. Και την ουτοπία όλοι τη θέλουμε, γιατί κανένας εδώ μέσα δεν είναι προνομιούχος. Το όνειρό σας, κι εμείς μπορούμε να το μοιραζόμαστε. Επιτρέψτε μας όμως να πιστεύουμε ότι είμαστε ρεαλιστές. Αυτή είναι η δική μας άποψη. Δικαίωμά σας να μην την ασπαζόμαστε. Αλλά και δικαίωμά μας να λέμε ότι ναι, δεν είμαστε λιγότεροι ευαίσθητοι από σας, δεν είμαστε λιγότερο δημοκράτες από σας, απλώς οι δικές μας οι αρχές και οι δικές μας αξίες μπαίνουν λιγάκι και στον κλίβανο της λογικής και στον κλίβανο του ρεαλισμού.

Αυτό που ζούμε εδώ και σήμερα, είναι μια καταιγίδα που κάποιοι, τα σύννεφα να δημιουργούνται τα έβλεπαν εδώ και πολλές δεκαετίες. Κάποιοι με αδύναμη φωνή που μπορεί να την έπνιγε ένα σύστημα διαπλοκής και ένα ναυαγισμένο πολιτικό σύστημα αν θέλετε, έβλεπαν τα σύννεφα να μαζεύονται και την καταιγίδα να έρχεται εδώ και πολλές δεκαετίες. Γιατί πάλι θα επικαλεστώ το δικαίωμα στη λογική και στο ρεαλισμό.

Η καταιγίδα λοιπόν ήρθε και είναι μπροστά, και είναι γεγονός ότι μπροστά σε μια απώλεια πραγματικού εισοδήματος 40%, δεν έχει σημασία αν είναι 35% ή 40%, εμείς είτε ανήκουμε στην ΑΔΕΔΥ και πιστεύουμε την ΑΔΕΔΥ είτε ανήκουν οι συνάδελφοι στο ΠΑΜΕ, είμαστε αδύναμοι συνάδελφοι. Είτε ανήκουμε στην ΑΔΕΔΥ είτε είμαστε σε Ομοσπονδίες, εκ των πραγμάτων και στην πράξη αποδεικνυόμαστε αδύναμοι.

Γιατί εμείς στην ΟΛΜΕ και μόνοι μας είχαμε κάνει δίμηνες απεργίες και δε λέω ότι εμείς σα Διοικητικά Συμβούλια τότε ήμαστε καλύτεροι, έχουν αλλάξει οι καιροί και οι συνθήκες. Σα διαπίστωση όμως παραμένει ότι η αντίδραση του συνδικαλιστικού κινήματος και της κοινωνίας απέναντι σ’ αυτή τη λαίλαπα είναι αδύναμη.

Ολοκληρώνοντας, εκείνο που θέλω να πω για να μην κάνω μεγαλύτερη κατάχρηση του χρόνου, είναι ότι πράγματι πρέπει να ενισχύσουμε τη συλλογικότητά μας. Και αυτό ξεκινάει από την κορυφή, από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ, από το Γενικό Συμβούλιο κι από παραπέρα. Γιατί, να πω ότι αν είναι λάθος το ότι πήγαμε στην Εκτελεστική, κι εγώ να ομονοήσω με το Μπράτη εδώ που είπε ότι η προσωπική του αντίληψη μπορεί να είναι ότι ενδεχομένως κάναμε λάθος, μπορεί το ίδιο λάθος να ήταν και όταν δεν πήγαμε.

Γιατί ξεκινούσε από το ίδιο λάθος, το λάθος του ελλείμματος συλλογικότητας στη λειτουργία των οργάνων. Εν προκειμένω της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ αλλά και η εικόνα του Γενικού Συμβουλίου και σήμερα και τις προηγούμενες μέρες, δείχνει αυτό το πράγμα. Και αυτό δεν αθωώνει, παρά το ότι είναι εδώ, ούτε εκείνους οι οποίοι είναι αντίθετοι σ’ αυτή την οργάνωση, που επιλέγουν τους δικούς τους δρόμους. Δεν αθωώνει ούτε τους συναδέλφους του ΠΑΜΕ.

Εκείνο όμως το οποίο πρέπει να βγει σήμερα με καθαρότητα από δω, είναι πρώτον η απόφασή μας να ενισχύσουμε τη συλλογικότητά μας με ένα διαφορετικό τρόπο λειτουργίας και των κορυφαίων οργάνων αλλά και με μια μεγάλη προσέγγιση των συναδέλφων με τις περιφερειακές εξορμήσεις που πρέπει να γίνουν οργανωμένα και στρατηγικά όπως είπε και ο συνάδελφος Ηλίας Ηλιόπουλος και εκείνο που επίσης πρέπει να γίνει, δεν έχει σημασία αν θα είναι 24ωρη ή 48ωρη, είναι ότι πρέπει να ομονοήσουμε, να χαμηλώσουμε τους τόνους, να μη δημιουργούμε οι ίδιοι δυσπιστία στους συναδέλφους με ακραίους χαρακτηρισμούς.

 

Δικαίωμα να διαφωνούμε σε πρακτικές και σε στάσεις και σε ενέργειες έχουμε και είναι αυτονόητο. Αλλά να οδηγούμε στα άκρα αυτές τις διαφορές με ακραίους χαρακτηρισμούς για προδοσίες, για μειοδοσίες, είναι ένας δρόμος ολισθηρός, που ακολουθήθηκε για πολλά χρόνια στο συνδικαλιστικό κίνημα, που έδωσε άλλοθι στους συναδέλφους να πάνε στα σπίτια τους και στον καναπέ τους και στην τηλεόραση, να γίνουν υπήκοοι του Πρετεντέρη και του Λαμπράκη, αντί να τους έχουμε μαζί μας στις διαδηλώσεις, στα συλλαλητήρια και στις Γενικές Συνελεύσεις.