Εκτύπωση
Κατηγορία: Αρθρογραφία
Εμφανίσεις: 1066

 

Η πολιτική «κολυμβήθρα» του ΠΑ.ΣΟ.Κ..

Το 1989 ήταν έτος καθοριστικό για τις πολιτικές εξελίξεις της επόμενης 20ετίας. Το «Βρώμικο 89», όπως το αποκάλεσε ο μηχανισμός της αμυντικής προπαγάνδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αποτέλεσε την πολιτική «κολυμβήθρα» για τον Ανδρέα και για το «κίνημα». Αποτέλεσε στην ουσία το εφαλτήριο για την θριαμβευτική επανεκλογή το 1993 του Ανδρέα και για μια απρόσκοπτη 11ετή (1993-2004) διακυβέρνηση. Το τεράστιο πολιτικό λάθος, να εστιάσει η αντιπολίτευση την προσοχή των ψηφοφόρων στο σκάνδαλο Κοσκωτά, δημιούργησε το απαραίτητο «προπέτασμα» για να καλυφθούν οι εγκληματικές ευθύνες για την οικονομική «κραιπάλη» της 8ετίας 1981-1989 η οποία ευθύνεται γι’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα.

Όχι ότι δεν ήταν υπαρκτό το σκάνδαλο της τράπεζας Κρήτης. Το γεγονός ότι προφυλακίστηκε ο Μ. Κουτσόγιωργας (πέθανε κατά τη διάρκεια της δίκης), καταδικάστηκαν (σε εξαγοράσιμες ποινές) οι Πέτσος και Τσοβόλας, δεν δικάστηκε ο Π. Ρουμελιώτης (λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και αθωώθηκε (με ψήφους 7 έναντι 6), ο Ανδρέας δεν σημαίνει τίποτα. Η δίκη ξεκίνησε το 1991 ενώ εν τω μεταξύ οι 3 εκλογικές αναμετρήσεις και κυρίως η Οικουμενική στην οποία «συνευρέθηκαν» οι Μητσοτάκης και Φλωράκης (κατήγοροι) με τον Παπανδρέου (κατηγορούμενος) είχαν σηματοδοτήσει πολιτικά το αποτέλεσμα. Είχε επικρατήσει τελικά η λογική που θέλει τους Πρωθυπουργούς να «τους στέλνεις στο σπίτι τους, όχι στη φυλακή».

ΕΚΛΟΓΕΣ

Ν.Δ.

ΠΑ.ΣΟ.Κ.

ΣΥΝ.ΑΡ.

18-06-1989

44,28

39,13

13,13

05-11-1989

46,19

40,67

10,97

08-04-1990

46,89

38,61

10,28

Η εστίαση της πολιτικής αντιπαράθεσης στα γεγονότα της τράπεζας Κρήτης, η οποία οδήγησε στην Κυβέρνηση Τζανετάκη, δημιούργησε πρόσκαιρα προβλήματα στην Αριστερά αλλά στην ουσία καταδίκασε τη Ν.Δ. στην άδικη διαχρονική κατηγορία της συνευθύνης για τον εκτροχιασμό της Ελληνικής οικονομίας η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του 80 ήταν στην εντατική με μηχανική υποστήριξη. Ανεξάρτητα από τις σκέψεις ή τις σκοπιμότητες οι οποίες οδήγησαν την τότε ηγεσία της Ν.Δ. σε αυτή την στρατηγική επιλογή δεν παύει να αποτελεί ένα τεράστιο πολιτικό λάθος το οποίο πληρώνει από τότε η παράταξη. Γιατί αποδείχθηκε από τα γεγονότα ότι «τους πρωθυπουργούς δεν τους στέλνεις φυλακή, τους στέλνεις στο σπίτι τους».

Η συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. γύρω από τον κατηγορούμενο (δίκαια ή άδικα) ιδρυτή του συσπείρωσε γύρω του αναγκαστικά και τα στελέχη ενώ ή Οικουμενική, η κατάληξη της δίκης και η διευθέτηση τελικά (με αμοιβαίο όφελος όπως δείχνουν τα γεγονότα) της διένεξης με τα εκδοτικά-οικονομικά  συμφέροντα (τους γνωστούς «νταβατζήδες») βοήθησε τον Ανδρέα να αναβαπτισθεί και να παραδοθεί «άσπιλος» στο λαό όχι μόνο από το σκάνδαλο αλλά κυρίως από τη σκανδαλώδη και εγκληματική διαχείριση της 8ετίας η οποία υποθήκευσε το μέλλον της χώρας σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος επανερχόμενος στην εξουσία το 1993 να διατυπώσει το γνωστό απόφθεγμα: «ή το Έθνος θα δαμάσει την υπερχρέωση ή η υπερχρέωση θα καταστρέψει το Έθνος». Το ερώτημα είναι πότε, με ποιες πολιτικές και με ποιών την ευθύνη υπερχρεώθηκε το Έθνος; Πως από το 28,4% του Α.Ε.Π. το 1980 φτάσαμε στην υπερχρέωση το 1993 η οποία προκάλεσε το πιο πάνω απόφθεγμα; Άργησαν τόσο οι κυβερνήσεις του Αντρέα να καταλάβουν το πρόβλημα;

Η αλήθεια είναι πως όχι μόνο το ήξεραν αλλά ενώ το γνώριζαν με εγκληματική ανευθυνότητα και απροσμέτρητο αμοραλισμό οδήγησαν συνειδητά σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «χρεωκοπία σε αναμονή» ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 80. Συγκεκριμένα:

-Τον Ιούνιο του 85 πριν από τις εκλογές ο κ. Χαλικιάς Διοικητής της Τ.τ.Ε. προειδοποιούσε τον Ανδρέα; «…αν συνεχίσουμε την ίδια πορεία θα χρεοκοπήσουμε…»[1].

-Ο Ανδρέας αναθέτοντας το Υπουργείο Οικονομικών στον Σημίτη δήλωνε (12-1985): «…η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα Η κατάσταση αυτή μπορεί βραχυχρόνια να συντηρηθεί μόνο με δανεισμό από το εξωτερικό. Μακροχρόνια όμως το επίπεδο του δανεισμού από το εξωτερικό δεν μπορεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα […] Δεν μπορούμε να δαπανάμε σαν κοινωνία πιο πολύ από ό,τι παράγουμε...»[2].

-Ο Σημίτης την ίδια ημέρα δήλωνε: «…Η ανάπτυξη προϋποθέτει να δημιουργούμε και να επενδύουμε το πλεόνασμα της δουλειάς μας. Προϋποθέτει να παράγουμε περισσότερα από ό,τι καταναλώνουμε. Αυτό όμως δεν συμβαίνει […] Σύντομα το φορτίο των τόκων και χρεολυσίων θα γίνει δυσβάσταχτο...»[3].

-Ο Σημίτης πάλι εισηγούμενος στο Ε.Σ.Α.Π. το πρόγραμμα λιτότητας το Νοέμβριο του 1986: «…Με αυτόν τον τρόπο και μόνο θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τη διαρθρωτική κρίση , θα βελτιώσουμε σε μόνιμη και σταθερή βάση το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και θα προωθήσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη»[4].

OECD προειδοποιεί (Μάιος 1987): «…μετά την εκπνοή του προγράμματος θα παραμείνουν οι υφιστάμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν περιοριστικές πολιτικές στους τομείς της ζήτησης και της διαχείρισης. »[5].

Αλλά ο Ανδρέας, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι γι’ αυτόν η εξουσία ήταν αυτοσκοπός, ανέτρεψε το Νοέμβριο του 1987 αυτή την πολιτική βάζοντας ταφόπλακα στις όποιες πιθανότητες της χώρας να ξεφύγει από την χρεοκοπία. Ο λόγος για τον οποίο το έκανε περιγράφεται με οδυνηρό τρόπο από τον παλιό φίλο της οικογένειας Παπανδρέου κύριο Α. Πεπελάση: «…Ο Ανδρέας σε πολλές περιόδους της πρωθυπουργίας ή της πολιτικής του ζωής δεν ενδιαφερότανε. Δεν του καιγότανε καρφάκι. Ήτανε μέσα στη διαδικασία της καλοζωίας και της καλοπέρασης…». Είχαμε ήδη εισέλθει στον αστερισμό της Δήμητρας, του Κοσκωτά και του «Τσοβόλα δώστα όλα». Και οι σειρήνες συναγερμού για την Ελληνική οικονομία άρχισαν να ηχούν εκκωφαντικά και επίμονα αλλά δυστυχώς σε αυτιά αμοραλιστών ή άκριτων λωτοφάγων. Συγκεκριμένα:

-Ο Σημίτης στην επιστολή παραίτησης (27/11/1987) επισημαίνει: «…Η εισοδηματική πολιτική αποφασίστηκε μετά από συνεχείς συνεδριάσεις και σε απόλυτη συμφωνία μαζί σας. Η ανατροπή της δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ανέλαβα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για να επαναφέρω στην ελληνική οικονομία σταθερότητα και να θέσω τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη. Η πολιτική των δύο τελευταίων ετών συνέβαλε ουσιαστικά προς τον στόχο. Η χθεσινή εξέλιξη διακυβεύει τις προσπάθειες δύο ετών…»[6].

-Ο Α. Λάζαρης τέως υπουργός της «Αλλαγής» επισημαίνει (10/6/1988): «…Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση…»[7].

-Η Ε.Ο.Κ. (Έκθεση ΕΟΚ Φεβρουαρίου 1989) επισημαίνει: «Η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε πολύ δυσάρεστη θέση και οδηγείται σε έναν επικίνδυνο κατήφορο»[8].

Στις 18 Ιουνίου διεξάγονται οι Εθνικές εκλογές στις οποίες ο Ανδρέας παρά τα προβλήματα συσπειρώνει το 39,13% αποδεικνύοντας ότι ο φανατισμός που είχε δημιουργήσει τα προηγούμενα χρόνια, ο άδικος και ανέντιμος διχασμός (ακήρυκτος εμφύλιος) των πολιτών σε «δημοκρατικούς» και «δεξιούς», αποτελούσε για μια ακόμα φορά πολύτιμη σανίδα σωτηρίας. Το μπαράζ των προειδοποιήσεων συνεχίζεται με δραματικό τρόπο. Συγκεκριμένα:

-Ο αρμόδιος Επίτροπος της Ε.Ο.Κ. Χένινγκ Κριστόφερσεν στις 28 Ιουνίου 1989 (10 μέρες μετά τις εκλογές) δήλωνε: «…Το έλλειμμα του δημόσιου τομέα αναμένεται να φθάσει στην Ελλάδα στο τέλος του 1989 στο 14,5% (τελικά έφτασε το 17,5% δίχως να συνυπολογίζεται το έλλειμμα των Δ.Ε.Κ.Ο.) του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ) με στοιχεία Απριλίου. Και το χειρότερο: η κατάσταση επιδεινώνεται στην Ελλάδα σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις της Επιτροπής της ΕΟΚ, δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1989. Ζητάμε από τις ελληνικές αρχές να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα και να προβούν στις ανάλογες δράσεις ώστε να προληφθεί μια έκρηξη του δημόσιου χρέους…»[9].

OECD τον Δεκέμβριο του 1989 σημειώνει: «…Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της διετίας 1986-87 δεν δημιούργησε συνθήκες για ταχύτερα εξελισσόμενη ανάπτυξη αφού μετά τη λήξη του προγράμματος οι ανισορροπίες ήταν ακόμη μεγάλες και δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς τα δομικά μακροοικονομικά θέματα. Η κατάσταση χειροτέρευσε μετά τη λήξη των περιοριστικών πολιτικών, που είχαν ανάγκη επίβλεψης…»[10].

-Ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος, πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που είχε ορίσει η Οικουμενική, προειδοποιεί (29/1/1990): «…Βουλιάζουμε και δεν το έχουμε καταλάβει. Υποτίμηση της δραχμής μπορεί να γίνει, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Κινδυνεύουν να χαθούν για τους αποταμιευτές οι καταθέσεις τους. […] Η μετεκλογική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα. Ένα χάος…»[11].

OECD διπλωματικά αλλά εύγλωττα διαπιστώνει (Φεβρουάριος 1990): «Κατά τη δεκαετία του 1980 η απόδοση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε μία από τις λιγότερο καλές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ»[12].

-Ο Πρωθυπουργός της Οικουμενικής Ξ. Ζολώτας προειδοποιεί (Φεβρουάριος 1990): «Η οικονομική κατάσταση είναι δραματική αλλά ανατρέψιμη»[13].

-Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ απευθύνει επιστολή (19/03/1990) στον πρωθυπουργό τονίζοντας ότι: «…η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας και σε εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας (των 12 κρατών ακόμα) κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση…»[14].

-Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων τέλος, δύο ημέρες προ των εκλογών της 8ης/4ου/1990 στο πόρισμά της επισημαίνει: «…η πορεία της οικονομίας παρουσιάζει, για αρκετό ήδη χρόνο, συνεχή επιδείνωση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξελίξεις οι οποίες θα ήταν ενδεχομένως πολύ δύσκολο να ελεγχθούν, αν οι τάσεις που επικρατούν τελευταία δεν αναστραφούν το συντομότερο δυνατόν…». Εξειδικεύοντας μεταξύ των άλλων ότι:

* «…Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται επικίνδυνα και οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται…».

* «…Τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα τείνουν να πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις, η δε μερική κάλυψή τους με βραχυπρόθεσμο εξωτερικό δανεισμό είναι ενδεικτική των δυσχερειών που αντιμετωπίζονται….»[15].

Οι εκλογές του 1990, τις οποίες κέρδισε η Ν.Δ. με ποσοστό 46,89%, έδωσαν τέλος στο 10μηνο πρόβλημα διακυβέρνησης το οποίο είχε δημιουργήσει για μια ακόμα φορά ο αμοραλισμός της ηγεσίας του «κινήματος». Είναι ενδεικτικό ότι αυτό το υψηλό ποσοστό δεν έδινε στην Ν.Δ. αυτοδυναμία αφού της εξασφάλισε μόνο 150 έδρες και μόνο με την «ενίσχυση» από τον μοναδικό βουλευτή της ΔΗ.ΑΝ.Α. έγινε κατορθωτό να σχηματισθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για μια ακόμα φορά αντί να επισημανθεί και να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (εκλογικός νόμος που οδηγούσε σε ακυβερνησία για να εμποδίσει τη Ν.Δ. να γίνει κυβέρνηση) και στα επικίνδυνα αποτελέσματα τους η προπαγάνδα έστρεψε την προσοχή στην προσχώρηση του βουλευτή (Κατσίκης) στη Ν.Δ. η οποία της εξασφάλισε οριακή αυτοδυναμία μετά από τρείς διαδοχικές εκλογικές αναμετήσεις.

Τα κύρια ερωτήματα τελικά είναι: ήταν σωστή επιλογή η επικέντρωση της προσοχής στο σκάνδαλο της τράπεζας Κρήτης και ακόμα ήταν σωστή η συγκρότηση της κυβέρνησης Τζανετάκη;

Ξεκινώντας από το δεύτερο ερώτημα η άποψή μου είναι ότι ήταν απόλυτα λάθος. Δεν σχηματίζεις κοινή κυβέρνηση από δύο κόμματα με εντελώς αντίθετες κοσμοθεωρίες με αποκλειστικό αντικείμενο την «κάθαρση». Ιδιαίτερα αν έχει προηγηθεί μια καταστροφική οκταετής «Αριστερή - Σοσιαλιστική» (έστω και στα χαρτιά) διακυβέρνηση στην άνοδο της οποίας στην εξουσία είχε συμβάλλει και η Αριστερά. Τον διχασμό της κοινωνίας σε «δημοκράτες – προοδευτικούς» και «αντιδραστικούς – δεξιούς» δεν τον είχε πραγματοποιήσει μόνο του το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Για τη Ν.Δ. το πρόβλημα του εμφυλίου ήταν μακρινό παρελθόν. Η Μεταπολίτευση έβαλε οριστικά ταφόπλακα στο αιματηρό παρελθόν και έριξε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ «νικητών» και «ηττημένων». Ήταν ο Ανδρέας που δημιούργησε από την αρχή το διχασμό δημιουργώντας ένα  νέο φολκλορικό (ευτυχώς αναίμακτο) εμφύλιο. Η Ν.Δ. δεν είχε ανάγκη την δημιουργία της «συγκυβέρνησης». Ούτε για να αποκτήσει πιστοποιητικά «δημοκρατικής νομιμοφροσύνης» ούτε για να κυβερνήσει. Έχοντας κερδίσει με 44,28% τις εκλογές της 18ης Ιουνίου ήταν απολύτως δεδομένο ότι θα γινόταν κυβέρνηση.

Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να επικεντρώσει την κριτική της στην καταστροφική, τυχοδιωκτική και αμοραλιστική πολιτική της «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης. Στην πολιτική που οδήγησε - όπως επισημαίνει ο Ανδρέας Λοβέρδος στο «Θέσεις για τη Νέα Ελληνική Ανόρθωση» (υιοθετώντας τις απόψεις του Π. Κονδύλη (1992)) – «…Η υποθήκευση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας «έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία […] ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του ‘λαού’ με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια»[16].

Έπρεπε να επικεντρώσει την κριτική της στη χαμένη ευκαιρία που έδωσε στη χώρα ή ένταξη της ως 19ου μέλλους στην ΕΟΚ. Όπως επισημαίνει ο Α. Πεπελάσης «…ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την ευκαιρία που δεν είχε ούτε ο Καποδίστριας, ούτε ο Τρικούπης, ούτε ο Βενιζέλος. Όταν πήρε την εξουσία το 1981, είχε μαζί του τον λαό, είχε ικανούς ανθρώπους να τον υποστηρίζουν, είχε την ανοχή της κοινωνίας, αλλά και χρήμα από τις Βρυξέλλες…»[17]. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το πλεονέκτημα που έδινε η ένταξη στην Ε.Ο.Κ. δεν ήταν κυρίως «το χρήμα από τις Βρυξέλες» αλλά ότι χώρα προσφερόταν για επενδύσεις από τρίτες χώρες οι οποίες προσέβλεπαν στην ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά (π.χ. Nissan στη Μαγνησία κ.λπ.). Η ευκαιρία αυτή τινάχτηκε στον αέρα από τον «σοσιαλιστικό» επαναστατικό ζήλο που είχε καλλιεργήσει ο Ανδρέας στην κοινωνία.

Έπρεπε να επικεντρώσει την κριτική της στη διάλυση και την απόλυτη κομματικοποίηση του κράτους στη προσπάθεια απόλυτου ελέγχου που την περιγράφει ο φιλόσοφος της Αριστεράς Κ. Καστοριάδης με έντονα χρώματα: «…αν υπήρχε μία οιονεί ολοκληρωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν αυτή που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ επί 8 χρόνια, όπου για να πάρει ένας ένα δάνειο από μια τράπεζα έπρεπε η κλαδική να δώσει το πράσινο φως…»[18].

Τελικά είναι σαφές ότι οι καταστροφικές επιπτώσεις της πολιτικής που άσκησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., και ως αντιπολίτευση αλλά κυρίως κατά τις πρώτες δύο κυβερνητικές του θητείες, δεν προβλήθηκαν με την επιμονή την ένταση και τη συνέπεια που έπρεπε στην κοινωνία. Το γεγονός της διαπλοκής των Μ.Μ.Ε. και της λειτουργίας τους μάλλον ως μέσων χειραγώγησης παρά ως διαύλων υπεύθυνης πληροφόρησης και αντικειμενικής κριτικής δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους τα άλλα κόμματα και ιδιαίτερα τη Ν.Δ.. Η ιστορία αποδίδει δικαιοσύνη (συνήθως) αλλά αργεί. Αυτό που χρειαζότανε και χρειάζεται είναι η έγκαιρη ανάλυση των γεγονότων και των αιτιών (και των υπαιτίων) γιατί μόνο έτσι οι πολίτες μπορούν να αποφασίζουν ορθά.

Το «Βρώμικο 89» είναι πράγματι «βρώμικο» γιατί τελικά οδήγησε στην ουσιαστική αποσιώπηση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν τη δεκαετία του 80. Τη Χαμένη Δεκαετία. Τη δεκαετία της διόγκωσης των ανελαστικών δαπανών (διορισμοί, συντάξεις, επιδοτήσεις, κ.λπ.) και των ελλειμμάτων. Τη δεκαετία της αποβιομηχάνισης, της εκτίναξης του δημοσίου χρέους και της εγκατάλειψης των επενδύσεων σε υποδομές.  Η λήθη δεν θα πρέπει να αφεθεί να σκεπάσει τις ευθύνες για την διάλυση της οικονομίας, την αποδιάρθρωση του κράτους, τον διχασμό της κοινωνίας και τη δημιουργία στρεβλών κοινωνικών προτύπων. Ο Άκης και οι άλλοι τρείς Υπουργοί (μέχρι τώρα) είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου και ας μη γελιόμαστε, μπορεί το  φαινόμενο να εκδηλώθηκε, σε αυτή την έκταση, επί εποχής Σημίτη αλλά επωάστηκε την δεκαετία του 80. Την εποχή που η κομματική παντοδυναμία έγραφε, επαναστατικώ δικαίω, τους νόμους και τους κανόνες στα παλιά της υποδήματα αφού ήταν «ο λαός στην εξουσία»...

Ασφαλώς και μετά 1990 υπήρξαν λάθη, παραλείψεις, επιπολαιότητες και πολιτικός αμοραλισμός. Όμως ας μην γελιόμαστε. Η χρεωκοπία, οικονομική και ηθική, πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 80. Το «συνειδητό και επαίσχυντο κοινωνικό συμβόλαιο» στο οποίο αναφέρεται ο Κονδύλης ήταν δημιούργημα της «Αλλαγής». Ότι στρεβλό και αν ακολούθησε, από όποια πολιτική πλευρά και αν προερχόταν υπήρξε πνευματικό τέκνο που γεννήθηκε από την «δηλητηριασμένη μήτρα» εκείνης της δεκαετίας.

Αντώνης Αντωνάκος 8-6-2017

 



[17] Α. Πεπελάσης: Περ. «ΜΟΝΟ» 16.02/2012