Εκτύπωση
Κατηγορία: Αρθρογραφία
Εμφανίσεις: 1018

Αντρέας 1.

Α. Η παιδική ηλικία ή πως οι «αμαρτίες γονέων» διαμορφώνουν τα τέκνα.

«Τα ψυχικά τραύματα (Η προδοσία, η ταπείνωση, η δυσπιστία, η εγκατάλειψη, η αδικία…), είναι επώδυνες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που διαμορφώνουν την προσωπικότητα των ενηλίκων, ποιοι είμαστε και πώς αντιμετωπίζουμε τις αντιξοότητες». Lisa Bourbeau

.

Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1919 από τον Γεώργιο Παπανδρέου και την αριστοκρατικής καταγωγής (από τον Πολωνό πατέρα της) Σοφία Μινέικο (είχαν πανδρευτεί το 1913).

Στην, σε σύγκριση με τη σημερινή, πολύ πιο συντηρητική και μικρή κοινωνία της τότε Αθήνας των λίγων εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, έζησε άμεσα υπό την βασική επιρροή της μητέρας του, αφού ο Γ. Παπανδρέου σχεδόν ταυτόχρονα με τη γέννησή του Ανδρέα εγκατέλειψε τη σύζυγό για χάρη της ηθοποιού Κυβέλης Ανδριανού, την οποία πανδρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Από την Κυβέλη απέκτησε τον ετεροθαλή αδελφό του Γεώργιο, (δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζουμε το γεγονός με τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα, αφού εκείνη την εποχή η «εγκατάλειψη» της συζυγικής εστίας και το διαζύγιο ήταν κάτι σπάνιο και συνεπώς  δημιουργούσε ιδιαίτερη αίσθηση και ήταν μεγαλύτερος ο αντίκτυπος και οι επιπτώσεις).

Επιπλέον δεν ήταν γόνος μιας χαμένης στην ανωνυμία οικογένειας αφού, τόσο ο Γ. Παπανδρέου (προσκολλημένος στο πολιτικό άρμα του Ε. Βενιζέλου) ανελάμβανε συνέχεια δημόσιες θέσεις (με αποκορύφωμα το Υπουργείο παιδείας  το 1928), όσο και η Σοφία Μινέικο μορφωμένη (σπάνιο για τις αρχές του 20ου αιώνα και όχι μόνο στην υποανάπτυκτη τότε Ελλάδα) και γόνος σημαντικών οικογενειών και από τους δύο γονείς είχε μια αξιοσημείωτη καριέρα.

Είναι φυσιολογικό λοιπόν να υποθέσει κανένας ότι, στην όπως προαναφέρθηκε μικρή και συντηρητική κοινωνία (ιδιαίτερα το αστικό της τμήμα) της Αθήνας του μεσοπολέμου, η εγκατάλειψη της Σοφίας (και του Αντρέα) για χάρη της επίσης διάσημης ηθοποιού Κυβέλης Ανδριανού (γεγονός που μεγιστοποιούσε τον κοινωνικό αντίκτυπο), αποτέλεσε ένα γεγονός που επηρέασε βαθειά τον ψυχισμό του παιδιού που το βίωσε από την βρεφική έως και μετά την εφηβική του ηλικία. Όσο ώριμα και ψύχραιμα και να αντιμετωπίσθηκε η εγκατάλειψη, όσο η φυσιολογική πίκρα για την «προδοσία» και την «αδικία» να έμεινε θαμμένη στην καρδιά της Σοφίας, για χάρη του παιδιού και λόγω υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, είναι αδύνατο στο κοινωνικό περιβάλλον και ιδιαίτερα στο σχολικό (λόγω της παιδικής αδιακρισίας και σκληρότητας όταν μάλιστα ο πατέρας του ήταν υπουργός Παιδείας αλλά είχε ήδη άλλη οικογένεια) το γεγονός αυτό να μην είχε αντίκτυπο και να μην επηρέασε τον Αντρέα.

Οι επιπτώσεις προκύπτουν από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν από κοντά το Γ. Παπανδρέου και τον Ανδρέα και είναι πολλές παρά το «προστατευτικό δίχτυ» που απλώνεται συχνά για να προφυλάξει την εικόνα των δημοσίων προσώπων. Το βιβλίο του Π. Αυγερινού που κυκλοφόρησε πρόσφατα είναι μία από τις μαρτυρίες αυτές και έριξε φως σε μία εν πολλοίς άγνωστη πλευρά του Α. Παπανδρέου. Αναφέρει συγκεκριμένα ο συγγραφέας: «Με πήρε στο τηλέφωνο η Μαργαρίτα και μου ζήτησε να ανέβω στο Καστρί γιατί ο Ανδρέας δεν είναι καλά. Τον βρήκα αμίλητο σε μια πολυθρόνα, με τη ρόμπα του. Τον συνόδεψα στον ψυχίατρο και η διάγνωση ήταν βαριάς μορφής κατάθλιψη. (...) Ιατρικά αυτή η κρίση αναφέρεται ως "διπολική διαταραχή» iefimerida.gr. Ο συγγραφέας «μιλώντας στον Κωνσταντίνο Ζούλα της Καθημερινής, αποκάλυψε πως όταν ο Ανδρέας άκουσε τη διάγνωση δεν εξεπλάγη, γεγονός που τον έκανε να πιστεύει ότι ήξερε από παλιά την ασθένειά του» iefimerida.gr, και «περιγράφει τον Ανδρέα ως άνθρωπο με «στερητικά πλέγματα», που μέχρι το τέλος του αρνούνταν να μεγαλώσει. «Ήθελε να ζει ως έφηβος». iefimerida.gr

Η ενασχόληση με προσωπικά ζητήματα και ιδιαίτερα υγείας όπως αυτό, μάλιστα όταν πρόκειται για νεκρούς, θα ήταν ίσως κατά μία έννοια «τυμβωρυχία» αν δεν επρόκειτο για ιστορικά πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και των οποίων η πολιτικές και η δράση εξακολουθούν να επηρεάζουν ακόμα και σήμερα καθοριστικά τις ζωές μας.

Από αυτή τη σκοπιά και μόνο αξίζει, ή ενδεχομένως θα ήταν ορθότερο να πούμε ότι είναι αναγκαία, η αναζήτηση των αιτίων που καθόρισαν την αντιφατική προσωπικότητα του Αντρέα στις διάφορες φάσεις της ζωής του και να εξετάσουμε αν αυτή η «αντιφατικότητα» ήταν πραγματική ή ήταν μια, κάθε φορά νέα «προσαρμογή στις συνθήκες». Δηλαδή πως εξηγείται σε κάποιες περιόδους να χαρακτηρίζεται από μια εκρηκτική «επαναστατικότητα» με έκδηλο «αριστερό» ή καλύτερα «αριστερίστικο» προσανατολισμό και σε άλλες να είναι ένας αστός απόλυτα προσαρμοσμένος στην «καθεστηκυία» τάξη.

Σε αυτή την περίπτωση, η πρώτη περίοδος που πρέπει να ανιχνευθεί είναι η περίοδος από την γέννησή του μέχρι την «φυγάδευσή» του ή την «απόδραση» του (28 Μαΐου 1940) αν προτιμάτε από τον πόλεμο που σπάραζε της Ευρώπη και που ήταν ήδη εμφανές ότι από ώρα σε ώρα θα έριχνε στην «κρεατομηχανή» του την Ελλάδα και τον λαό της.

Σε αυτά τα 20 πρώτα χρόνια της ζωής του ο Ανδρέας διαμορφώθηκε (όπως όλοι οι άνθρωποι) ως χαρακτήρας. Αναμφισβήτητα η εγκατάλειψη του ίδιου και της μητέρας του Σοφίας, για χάρη της Κυβέλης, από τον Γ. Παπανδρέου έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο όσον αφορά τα αισθήματά του απέναντι στον πατέρα του[1] αλλά και όσον αφορά την μετέπειτα ζωή του και τις πολιτικές του επιλογές.

Δεν είναι ίσως τυχαία η εμπλοκή του, αυτήν την περίοδο στην παρέα των Τροτσκιστών που οδήγησε στη σύλληψή του από το καθεστώς Μεταξά. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τον διχασμό της χώρας  που ξεκίνησε το 1915, (ο οποίος στην ουσία αφορούσε πρόσωπα και επιφανειακά μόνο τη μορφή του πολιτεύματος), δεν υπήρχε διαφορά σχετικά με την αντιμετώπιση των κομμουνιστών. Μάλιστα το «Ιδιώνυμο» (N.4229/24 Ιουλίου 1929 (ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929), του οποίου στόχος «ήταν η ποινικοποίηση των "ανατρεπτικών" ιδεών, ιδιαίτερα η δίωξη κομμουνιστών, αναρχικών και η καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων» Wikipedia, ψηφίστηκε το 1929 από την Κυβέρνηση Βενιζέλου στην οποία ο Γ. Παπανδρέου ήταν Υπουργός παιδείας.

Δεν είναι βέβαια σπάνιο το φαινόμενο της «εξέγερσης» των γιών εναντίον των δοξασιών των γονιών τους αλλά συνήθως η αιτία είναι ενδοοικογενειακή. Στην περίπτωση του Ανδρέα το τέλος αυτής της εξέγερσης κάθε άλλο παρά ηρωικό και ένδοξο ήταν, αφού είχε ως αποτέλεσμα να γίνει ο αίτιος, είτε λόγω αμέλειας είτε λόγω (συγγνωστής σε κάθε περίπτωση αδυναμίας), να συλληφθούν οι «σύντροφοί» του και να διαλυθεί το δίκτυο. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο διακεκριμένος φιλόσοφος Κ. Καστοριάδης ο οποίος κατηγορούσε τον Αντρέα ότι τον κατέδωσε στην Ασφάλεια ως τροτσκιστήΕΘΝΟΣ»).

Σε κάθε περίπτωση προφανώς αυτό το γεγονός επανέφερε στην επιφάνεια το συναίσθημα της «ταπείνωσης» αφού είχε δύο επιπτώσεις. Αφ’ ενός να πληγεί το «κύρος» του «επαναστάτη», και αφ’ ετέρου να αναγκαστεί να δεχθεί και πάλι την, επιβαρυντική για τον ψυχισμό του, «γονική φροντίδα» εναντίον της οποίας εν μέρει επαναστατούσε. Γιατί είναι δεδομένο ότι τόσο η αντιμετώπισή του από την δικτατορία όσο και η εν συνεχεία «φυγάδευσή» του στην ασφάλεια (μακριά από τα πεδία των μαχών) της υπερατλαντικής Αμερικής, παρά το «κομουνιστικό» του παρελθόν, δεν θα ήταν δυνατή σε κανέναν ανώνυμο συνομήλικό του. Ούτε η άδεια αναχώρησης θα είχε δοθεί ούτε πολύ περισσότερο η visa[2] θα είχε εξασφαλισθεί.

Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη περίοδος της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου που εξελίχθηκε στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας του μεσοπολέμου. Μιας εποχής που χαρακτηριζόταν από τον εθνικό διχασμό, τα αλλεπάλληλα εκατέρωθεν «κινήματα», και τις απόπειρες «κινημάτων». Τις πολιτικές δολοφονίες και τις απόπειρες δολοφονιών. Τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που δημιουργούσαν χάσματα μεταξύ των «Βορείων προαστίων» από τη μια και της προσφυγιάς και της αγροτιάς από την άλλη. Της προνομιούχου ελίτ που μορφωνόταν και σπούδαζε αποτελώντας μια ζηλευτή εξαίρεση σε έναν πληθυσμό που μαστιζόμενος από φτώχεια (αρκεί να αναλογιστούμε ότι σχεδόν τα 2/3 της Ελλάδας ήταν ελεύθερα λιγότερο από 10 χρόνια και επιπλέον 1 στους 5 ήταν πρόσφατα ξεριζωμένοι Μικρασιάτες), την οποία δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε με τα δεδομένα που έχουμε βιώσει, ήταν αδύνατο στην πλειοψηφία του ακόμα και στο Δημοτικό σχολείο να φοιτήσει.  Με δεδομένα τις δυσχερείς μετακινήσεις και την ανυπαρξία των σημερινών (μόνο εφημερίδες, οι κρατικοί ραδιοσταθμοί και ελάχιστα ραδιόφωνα υπήρχαν) Μ.Μ.Ε. ήταν δυο ξεχωριστοί και απομονωμένοι κόσμοι. Αν ζούσες στην Κηφισιά ή στο Ψυχικό δεν μπορούσες να διανοηθείς τη ζωή στα προσφυγικά μέσα στα λασπόνερα της Καλλιθέας και της Κολοκυνθούς ούτε στις παγωμένες χαμοκέλες της υπαίθρου. Με τα δεδομένα της εποχής μπορούσες να ονειρεύεσαι εκ του ασφαλούς επαναστάσεις αν ανήκες στην τυχερή «βολεμένη» μειοψηφία. Για την πλειοψηφία η αγωνία ήταν για τον επιούσιο. Για το ξεροκόμματα της επόμενης μέρας. Αλλά το να ανήκεις στους προνομιούχους και να είσαι ή να γίνεις επαναστάτης ήταν μια άλλη μα τελείως άλλη ιστορία. Γι’ αυτό και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως γίνεται κατά κανόνα, η εφηβική «ονειροπόληση» του Αντρέα κατάληξε σε μια ταπεινωτική «απόδραση».

Έτσι, τελειώνοντας το πρώτο κεφάλαιο της ζωής του, το Μάιο του 1940 έφτασε στις Η.Π.Α. βάζοντας ανάμεσα στον εαυτό του και τον πόλεμο έναν ολόκληρο ωκεανό.

 

02-02-2017

Αντώνης Αντωνάκος

antonakosantonis@gmail.com http://www.antonakos.edu.gr

 

 

 



[1] «Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο Ανδρέας ήταν παιδί χωρισμένων γονέων. Και ήταν παιδί της Σοφίας Μινέικο, η οποία υποτίθεται ότι βασανιζόταν ψυχικά εξαιτίας των απιστιών του συζύγου της Γεωργίου Παπανδρέου. Ο πατέρας, δηλαδή, ήταν, για τον Ανδρέα, είδος βασανιστή της μητέρας του!». Απόσπασμα από το βιβλίο «Αποφάσισα να μιλήσω» του Ν. Δεληπέτρου, στενού συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου.

[2] Άσχετα με τις «δηλώσεις μετανοίας» που έπρεπε να υπογραφούν στην ασφάλεια του Μανιαδάκη, για την εξασφάλιση της άδειας εισόδου στις Η.Π.Α. έπρεπε να δηλωθεί ότι «δεν ήταν κομμουνιστής» (Ν. Δεληπέτρος) αλλά προφανώς όταν υπήρχε παρελθόν η δήλωση δεν αρκούσε.