Εκτύπωση
Κατηγορία: Αρθρογραφία
Εμφανίσεις: 1932

Cogito ergo sum (σκέπτομαι, άρα υπάρχω) (R. Descartes 3/1596-2/ 1650)

Όταν έθεσε ο Καρτέσιος το κατηγόρημα είχε, ενδεχομένως, μόνο οντολογικό χαρακτήρα. Όμως, σήμερα θα ήταν πιο σωστό αν το κατηγόρημα δήλωνε ότι, αν σκέπτομαι, αν έχω λογική και τη δυνατότητα να την χρησιμοποιώ, τότε μόνο υπάρχω, ως έλλογο έμβιο όν και όχι απλά ως όν ή έστω ως έμβιο όν.

Όμως, λαός και έθνος χωρίς μνήμη και κρίση δεν έχουν μέλλον. Γι’ αυτό επιτέλους οι αλεξ(ή)νοες πρέπει ή να αλλάξουν ή να περιοριστούν στο πολιτικό περιθώριο των άκρων.

Οι «εραστές» της ουτοπίας-παράδεισου, που εξακολουθούν να αγνοούν τα αποκαλυπτήρια των απανταχού της γης «προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών παραδείσων» του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακόμα και μετά την άρση του παραπετάσματος αρνούνται να δουν την αλήθεια.

Αρνούνται να δουν την αλήθεια που είναι μπροστά τους, στο πρόσωπο της γυναίκας που καθαρίζει τη σκάλα της πολυκατοικίας, στο πρόσωπο του εργάτη που μαζεύει τις ελιές τους, στο πρόσωπο των «κοριτσιών» που πλημυρίζουν τα strip shows και τα bars. Θέλουν να αγνοούν ότι τους προτιμάνε όχι γιατί είναι καλύτεροι από τους Έλληνες, ακόμα και όταν βρίσκονται οι τελευταίοι, αλλά γιατί είναι φτηνότεροι και εργάζονται ανασφάλιστοι.

Φέρονται ως αλεξίνοες[1] γιατί αρνούνται να δουν ότι, αν είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον ένα πλούσιο της ευαγγελικής παραβολής να χαρίσει τα υπάρχοντα του στους φτωχούς με την προοπτική ενός μελλοντικού και προφανώς αμφισβητήσιμου παραδείσου, είναι αδύνατο, λαμβάνοντας υπ’ όψη την ανθρώπινη φύση, μια ολόκληρη κοινωνία να υιοθετήσει έμπρακτα και όχι θεωρητικά, ακόμα και σε κάποιο απώτερο μέλλον την αρχή «ο κάθε ένας εργάζεται και παράγει σύμφωνα με τις δυνατότητες του και απολαμβάνει σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Εξακολουθούν να πιστεύουν, παρά την καθολική αποτυχία της «επιστημονικής αλήθειας» της κοσμοθεωρίας τους, όπου εφαρμόστηκε, ότι το «ελληνικό πείραμα» θα ήταν διαφορετικό. Ότι ο Ζαχαριάδης δεν θα έμοιαζε με τον Χόνεκερ με τον Τσαουσέσκου ή με τον Χότζα. Πιστεύουν ότι, αν η Ελλάδα κατά σύμπτωση είχε την ατυχία να διαφωνήσει με την επίσημη Σοβιετική βούληση, θα είχε αποφύγει την τύχη των Ούγγρων το ΄56 ή των Τσέχων το ΄68; Και αυτό παρά τις συγκρούσεις στην Τασκένδη ανάμεσα στις δύο ομάδες του κόμματος για την αλλαγή στην ηγεσία, κατά σύμπτωση (!!!) όταν άλλαξε η Σοβιετική ηγεσία λόγω του θανάτου του «πατερούλη» Στάλιν; Δεν τους λέει τίποτα η εκατόμβη του Καμποτζιανού λαού από τους «επαναστάτες» Ερυθρούς Χμέρ και τον παρανοϊκό Pol Pot; Ούτε ο «εθνικός οδυρμός» των Βορειοκορεατών για την «απώλεια» του Kim Jong Il;

Ας σοβαρευτούμε. Μπορεί ο Τσαρούχης να είπε ότι στην Ελλάδα «είσαι ότι δηλώσεις», αλλά ασφαλώς δεν το εννοούσε όπως πολλοί συμπολίτες μας το εκλαμβάνουν. Για να είμαστε προοδευτικοί, πρέπει οι ιδέες και οι πράξεις μας να οδηγούν στην ελευθερία και την ευημερία και όχι στη φτώχεια και το σκοταδισμό.

Διαφορετικά κινδυνεύουμε, χορεύοντας γύρω από τις πυρπολούμενες από τα συναισθήματά μας ελπίδες, οι οποίες υπάρχουν ακόμα για τη σωτηρία της χώρας και της κοινωνίας, να γίνουμε «ιδανικοί αυτόχειρες» και ταυτόχρονα «μοιραίοι ναυαγιστές[2]» καταλήγοντας στις ξέρες.

Είναι ανάγκη επιτέλους να πάψουμε να είμαστε αλεξίνοες. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μπορούμε να πορευόμαστε με όραμα, αλλά για να είμαστε πραγματικά προοδευτικοί, είναι αναγκαία προϋπόθεση και ο λογισμός.

Αντώνης Αντωνάκος Αντιπρόεδρος Α.Δ.Ε.Δ.Υ. 30-11-2012

http://www.antonakos.edu.gr [email protected] 

 



[1] Αλεξίνοες: αυτοί που έχουν ορθώσει αδιαπέραστη ασπίδα δογματισμού καθιστώντας τη διανόησή τους απρόσβλητη στις «ασθένειες» του ουσιαστικού διαλόγου και της ελευθερίας της λογικής.

[2] Με το όνομα ναυαγιστές φέρονταν παλαιότερα όχι εκείνοι που είχαν υποστεί ναυάγιο, (οι ναυαγοί), αλλά εκείνοι που προκαλούσαν ναυάγια για ίδιο όφελος. Οι ναυαγιστές ήταν χερσαίοι πειρατές, κάτοικοι συνήθως άξενων ακτών, που με διάφορα δόλια μέσα, φώτα ή σήματα σε διερχόμενα πλοία παρέσερναν αυτά για προσάραξη σε υφάλους και προκαλούσαν ναυάγια, όπου και ακολουθούσε λεηλασία και προώθηση των αιχμαλώτων στα σκλαβοπάζαρα.