Προσεγγίσεις και προβληματισμοί πάνω στην οικονομική κρίση.

 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ

Η κρίση προκλήθηκε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την σε παγκόσμιο επίπεδο κερδοσκοπική και εκτός ελέγχου δράση του. Το πόσο επικίνδυνο είναι και πόσο ισχυρό το διεθνές κεφάλαιο έγινε φανερό και από την επιτυχημένη επίθεση, τη δεκαετία του 90, στην στερλίνα από τον George Soros.

Ο δεύτερος, βασικός και ίσως πιο επικίνδυνος, παράγοντας της κρίσης είναι το παρατεταμένο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο, στα πλαίσια της επέκτασης της παγκοσμιοποίησης και της μετατόπισης των παραγωγικών μονάδων σε χώρες χαμηλού κόστους, διαρκώς εντείνεται στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου με κορυφαία εξαίρεση την Γερμανία η οποία πέρυσι παρουσίασε το δεύτερο σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την Κίνα εμπορικό πλεόνασμα ύψους 200 δισεκατομμυρίων. Η Αμερική και άλλες μεγάλες χώρες μειώνουν το πρόβλημα τους με την εξαγωγή όπλων, φαρμάκων, και την αξιοποίηση καινοτομιών.

Για την Ελλάδα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αποτέλεσε την βασικότερη αιτία για την διόγκωση του χρέους. Αυτό οφείλεται και στο μεγάλο του μέγεθος αλλά και στο ότι είναι παρατεταμένο για δεκαετίες ώστε να μην καλύπτεται από καθαρές εισροές και άδηλους πόρους.

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 90, (Οικουμενική κυβέρνηση, επιστολή Jacques Delors), η χώρα μας αντιμετώπισε έντονο πρόβλημα δανεισμού, (λόγω του χρέους που έφτασε στο 100% του ΑΕΠ και του ελλείμματος που άγγιζε το 17,5% του ΑΕΠ), το κράτος στηρίχτηκε σημαντικά στον εσωτερικό δανεισμό με την έκδοση ομολόγων που διατέθηκαν στο κοινό. Η προσφυγή σε αυτή τη λύση σήμερα είναι αδύνατη, γιατί με το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου το μεγαλύτερο μέρος του οξυγόνου της οικονομίας περίπου 100 δισεκατομμύρια ληστεύθηκαν στην πρώτη και μεγαλύτερη ανακατανομή εισοδήματος που έγινε στη χώρα μας και μάλιστα σε βάρος των μικρών και μεσαίων αποταμιευτών. Η έλλειψη αυτών των κεφαλαίων κλονίζει και το τραπεζικό σύστημα.

Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο αν, αυτοί που σήμερα προσπαθούν να μετατοπίσουν τις αιτίες για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε δείχνοντας μονοσήμαντα το Δημόσιο και παίζοντας το ρόλο του εισαγγελέα ή καλύτερα του υποβολέα ή ακόμα καλύτερα του εντολέα σκληρών αλλά και αδιέξοδων πολιτικών, όπως ο πρόεδρος και τα μέλη του ΣΕΒ, (καθώς και οι προμηθευτές και εργολάβοι του Δημοσίου που είναι και ταυτόχρονα ιδιοκτήτες των ΜΜΕ), ενημέρωναν τους πολίτες για το τι έκαναν τα δεκάδες δισεκατομμύρια που εισέπραξαν από το χρηματιστήριο, τι παραγωγικές δραστηριότητες ανέπτυξαν, και τελικά πόσο στη δεκαετία που μεσολάβησε συνέβαλλαν στην αύξηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

Είναι σαφές ότι μάλλον η κακή ποιότητα λειτουργίας του δημοσίου, οφειλόμενη κυρίως στη δομή, στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και στην δραστική εξάρτηση του από τις πολιτικές εξελίξεις και εναλλαγές, είναι η αιτία που επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και όχι το κόστος λειτουργίας και ο αριθμός των υπαλλήλων του.

Αν ο ιδιωτικός τομέας και ο πρόεδρος του ΣΕΒ ήθελε να ασκήσει καλόπιστη παρέμβαση εκεί θα εστίαζε τις προτάσεις του. Αντίθετα η πολιτική που προτείνει, και που έρχεται σε συνέχεια της πολιτικής που εφαρμόζει τον τελευταίο χρόνο η κυβέρνηση, οδηγεί στον εκμηδενισμό της ζήτησης και κατά συνέπεια στο κλείσιμο και στη συνέχεια στον αφελληνισμό και των τελευταίων επιχειρήσεων που έμμειναν στη χώρα, οδηγώντας την οικονομία σε ένα φαύλο καθοδικό κύκλο που οι ειδικοί το ονομάζουν σπιράλ θανάτου.

Την ίδια στιγμή δεν γίνεται καμία ιδιαίτερη αναφορά για το τεράστιο πρόβλημα της παραοικονομίας της φοροδιαφυγής και των ανείσπρακτων αν και βεβαιωμένων φόρων.

Όταν το Μάιο ο αρμόδιος Γ.Γ. Εσόδων υπολόγιζε την παραοικονομία στο 40% του ΑΕΠ και τη φοροδιαφυγή στο 10-12% του ΑΕΠ ετησίως, (δηλαδή η φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερη από το έλλειμμα του 2010 το οποίο αναθεωρημένο υπολογίζεται σε 9,4%), χωρίς, εκτός από επικοινωνιακές πομφόλυγες να έχει αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, (είναι χαρακτηριστική η υστέρηση της αύξησης εσόδων στο 3,7% από 13,7% που ήταν ο αρχικός στόχος όταν μόνο οι συντελεστές του ΦΠΑ αυξήθηκαν κατά 20%), είναι περίεργη η εμμονή σε μια πολιτική η οποία έχει βυθίσει τη χώρα σε ύφεση που μπορεί να φτάσει και το 5% του ΑΕΠ για το 2010.

Είναι φανερό ότι, στον τομέα της αναδιοργάνωσης των φορολογικών μηχανισμών και του εκσυγχρονισμού της φορολογικής νομοθεσίας δεν έγινε τίποτα, αφού ακόμα και με τις έκτακτες εισφορές τα έσοδα δεν αντιστοιχούν στις αυξήσεις των φόρων ακόμα και αν υπολογίσουμε την ύφεση του 4-5%.

Ταυτόχρονα, οι ανείσπρακτοι φόροι των 31 δισεκατομμυρίων, τους οποίους προεκλογικά επικαλούνταν ο πρωθυπουργός για να υποσχεθεί μια πολιτική που θα ενίσχυε τη ζήτηση με αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό, έχουν διπλασιασθεί, ενώ είναι γνωστό πόσο αυξήθηκαν οι αποδοχές και η απασχόληση, όπως είναι και ορατά τα αποτελέσματα της ύφεσης με τις χιλιάδες κλειστές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, των οποίων οι εκπρόσωποι με την εξαγγελία των μέτρων σε βάρος του εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων συναινούσαν αν δεν χειροκροτούσαν. Όπως λέει ο λαός μας είχαν δει το τυρί αλλά δεν πρόσεξαν τη φάκα.

Τώρα βέβαια, πολλοί από εκείνους που στην αρχή επικροτούσαν τα μέτρα της κυβέρνησης, έχουν αντιληφθεί ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι η δεύτερη μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος (και περιουσίας) σε βάρος των μικρομεσαίων και των μη προνομιούχων.

Σε πρώτο στάδιο αυτό υλοποιείται με την μείωση των μισθών και των συντάξεων τη διόγκωση της ανεργίας και την αύξηση των εμμέσων φόρων. Σε δεύτερο στάδιο, η μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, οδήγησε και θα οδηγήσει πολλές ακόμα μικρές και μεσαίες κυρίως επιχειρήσεις στο κλείσιμο. Πρόβλημα το οποίο θα ενταθεί στο άμεσο μέλλον, αφήνοντας σε πολλούς τομείς τις εισαγωγές να καλύψουν τα κενά και τα πολυκαταστήματα να μονοπωλούν την αγορά μετά τον οικονομικό «θάνατο του εμποράκου».

Είναι μονόδρομος λοιπόν για την κοινωνία και τους εκπροσώπους των εργαζομένων να σταθούν σταθερά και κάθετα απέναντι σε αυτή την πολιτική ξεπερνώντας τις διαχωριστικές γραμμές και τα πραγματικά ή κατ’ επίφαση και προσχηματικά ιδεολογικά χαρακώματα.

 

 

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης είναι η μετατροπή των Δυτικών οικονομιών σε ελλειμματικές στο εμπορικό ισοζύγιο, η συρρίκνωση του παραγωγικού τους δυναμικού, η αύξηση της ανεργίας, η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Με λίγα λόγια η παγκοσμιοποίηση οδήγησε και οδηγεί στη συγκέντρωση κεφαλαίων, τουλάχιστον προσωρινά, σε υψηλότερα επίπεδα ενώ καλύπτει το έλλειμμα ζήτησης των δυτικών οικονομιών με την ανάπτυξη αστικής και μεσαίας τάξης στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Είναι χαρακτηριστικό και εφιαλτικό ταυτοχρόνως το αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης της παραγωγής, της μοιραίας και αναπόφευκτης πτώσης της ανταγωνιστικότητας των δυτικών οικονομιών, που ταυτόχρονα με τη στήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα οδηγήσει σε ελάχιστο χρόνο το δημόσιο χρέος των 10 πλουσιότερων χωρών από το 78% του ΑΕΠ τους το 2007 στο 114% το 2014.

Είναι κατανοητό λοιπόν ότι η υπερχρέωση δεν είναι πρόβλημα μόνο των περιφερειακών οικονομιών και μεταξύ αυτών και της Ελλάδας αλλά αντίθετα ακόμα και χώρες με ανεπτυγμένη την παραγωγική τους βάση, με ανεπτυγμένο εκπαιδευτικό σύστημα, με μεγάλες επενδύσεις στην έρευνα στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, χώρες με ισχυρές εισροές από τις βιομηχανίες όπλων τις χημικές βιομηχανίες και φαρμακοβιομηχανίες αντιμετωπίζουν άλυτα ή στην καλύτερη περίπτωση δυσεπίλυτα προβλήματα.

Αποτέλεσμα αυτής της μάχης για τουλάχιστον ισοσκελισμένα εμπορικά ισοζύγια είναι ο εβρισκόμενος σε εξέλιξη νομισματικός πόλεμος ή πόλεμος των ισοτιμιών.

Ένα ερώτημα που προκύπτει υπ’ αυτό το πρίσμα είναι αν την επιθυμία των Γερμανών πολιτών για σκληρό νόμισμα την συμμερίζονται και οι Γερμανοί βιομήχανοι και επιχειρηματίες με εξαγωγικές επιχειρήσεις. Μήπως τελικά η πτώση της ισοτιμίας του ΕΥΡΩ στην πραγματικότητα αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων εξυπηρετεί τις οικονομίες και πρώτη και καλύτερη τη Γερμανική η οποία πέρυσι πέτυχε το δεύτερο καλύτερο παγκοσμίως αποτέλεσμα με εμπορικό πλεόνασμα 200 δισεκατομμυρίων.

Η Ελλάδα βεβαίως δεν μπορεί να επωφεληθεί από αυτή την αύξηση ανταγωνιστικότητας αφού το παραγωγικό της δυναμικό έχει αποσαθρωθεί. Όποιες βιομηχανίες είχαν δημιουργηθεί τα τρία πρώτα τέταρτα του 20ου αιώνα τις τελευταίες δεκαετίες οδηγήθηκαν σε αδυναμία λειτουργίας και έκλεισαν στερώντας από τη χώρα όχι μόνο εξαγωγικές δυνατότητες αλλά και την επάρκεια κάλυψης της εσωτερικής αγοράς. Αντικαταστάθηκαν μάλιστα κατά κύριο λόγο από κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις προμηθευτών και εργολάβων δημοσίων έργων οι οποίες όχι μόνο δεν συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της οικονομίας αλλά σταδιακά ελέγχοντας και τα ΜΜΕ αποτέλεσαν έναν από τους βασικούς παράγοντες της αποσάθρωσης του πολιτικού συστήματος.

Υπό το πρίσμα αυτό η παραίνεση του κυρίου Dominique Strauss-Kahn στην κυρία Angela Dorothea Merkel να μην «σκοτώσει» τις άτακτες «αγελάδες» της Ευρωπαϊκής περιφέρειας γιατί είναι αυτές που κυρίως τροφοδοτούν με το «γάλα» τους την Γερμανική οικονομία έχει πραγματικά ιδιαίτερη αξία αφού δείχνει ότι είναι κατανοητό ότι η στέρηση ή στην καλύτερη περίπτωση η δραματική μείωση της καταναλωτικής δυνατότητας πλήττει την καρδιά της οικονομίας αποδυναμώνοντας τελικά την παραγωγική διαδικασία και οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης.

Κατά συνέπεια η όποια προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και με κατάλληλο μίγμα μέτρων που παράλληλα με τον περιορισμό της δημόσιας δαπάνης, τον δραστικό περιορισμό της παραοικονομίας, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας (ακίνητης, κινητής και άυλης), θα έχει σαν πρωταρχικό στόχο την ανάπτυξη όχι κατ’ ανάγκη με προσδιοριστικά επίθετα, (κίτρινη, πράσινη, μπλε, κόκκινη), αλλά την ανάπτυξη με την γενική της έννοια, που αυξάνοντας το ΑΕΠ προσφέρει στην οικονομία το αναγκαίο οξυγόνο και στην κοινωνία ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον. Αυτό άλλωστε ήταν και το δόγμα του Teng Siao Ping που παραστατικά είχε εκφράσει με το «δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη αρκεί να πιάνει ποντίκια».

Το ερώτημα όμως είναι, γιατί αυτή η προφανής αλήθεια, ότι πρέπει δηλαδή να κάνουμε τα πάντα για την ανάπτυξη, δεν έγινε αντιληπτή στην περίπτωση της Ελλάδας με αποτέλεσμα η χώρα να βυθίζεται όλο και περισσότερο στα προβλήματα, που ωστόσο είναι κοινά για πολλές χώρες της Ευρώπης, παρά την δραστική θεραπεία που σε τέτοια ένταση μόνο σε αυτή εφαρμόζεται από τις αρχές του χρόνου.

Γιατί επιβλήθηκε στη χώρα, με ευθύνη της κυβέρνησης και της συμμαχίας των πρόθυμων, το καταστροφικό μνημόνιο, το οποίο όχι μόνο δεν φαίνεται να οδηγεί σε αντιμετώπιση της κρίσης αλλά αντίθετα την κάνει ακόμα βαθύτερη αφού όχι μόνο διογκώνει το δημόσιο χρέος αλλά καθιστά και την οικονομία ανίκανη να το αντιμετωπίσει;

Γιατί η κυβέρνηση αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση της χώρας η οποία αναμφισβήτητα είχε πρόβλημα χρέους και ελλείμματος (υπαρκτό τα τελευταία 20 χρόνια) όπως και πολλές άλλες, χώρες, αλλά δεν είχε πρόβλημα δανεισμού (τα spreads ήταν λίγο πάνω από τις 130 μονάδες βάσης), την οδήγησε σε κρίση δανεισμού μέσα σε 6 μήνες;

Ίσως ένα μέρος της απάντησης να βρίσκεται στην αναζήτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας, στην επιδίωξη έμμεσης υποτίμησης του Ευρώ και μείωσης του μισθολογικού και του ασφαλιστικού κόστους, με τη χρήση της Ελλάδας και των εργαζομένων της σαν παράδειγμα προς αποφυγή, κάτι σαν εργασιακό Δίστομο, (καθίστε καλά γιατί διαφορετικά πάμε σε ολοκαύτωμα).

Παράλληλα πάντως, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν κάποιες πολιτικές, όπως η απόρριψη του σχεδίου Ανάν, η εναντίωση στην ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, η έντονη και ουσιαστική ανάπτυξη σχέσεων και δεσμών με ισχυρές χώρες εκτός του δυτικού συνασπισμού (Ρωσία και Κίνα κυρίως), με την προώθηση οικονομικών, ενεργειακών και άλλων διακρατικών συμφωνιών, όπως ο αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, οι συμφωνίες για το φυσικό αέριο, ο εμπορευματικός σταθμός του ΟΛΠ και οι γενικότερες συμφωνίες με την Κίνα οι οποίες επιστεγάστηκαν με την πανηγυρική, (όχι όμως και για τα Ελληνικά ΜΜΕ), επίσκεψη στην Ελλάδα του ισχυρότερου ανθρώπου στον πλανήτη, του προέδρου της Κίνας, αποτέλεσαν την αιτία για τον παραδειγματισμό της «μη υπάκουης» χώρας και για να κοπεί η όρεξη σε εκείνους που θα ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της.

Έτσι λοιπόν το περιβόητο σχέδιο «διάσωσης» της χώρας και το μνημόνιο ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύμφωνο συνθηκολόγησης – συμμόρφωσης όχι με την ανάγκη αλλά με την δυναστική δύναμη διεθνών συμφερόντων.

Άλλωστε το «σχέδιο διάσωσης» είναι στην ουσία μετατόπιση επισφαλών δανείων, (αφού σε περίπτωση χρεοκοπίας δεν υπήρχαν εγγυήσεις για τους δανειστές), από τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία των ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης, (κυρίως Γερμανία και Γαλλία), σε δάνεια των κρατών της Ευρωζώνης και μάλιστα ενυπόθηκα αφού μέσω του μνημονίου υποθηκεύεται η δημόσια περιουσία στους δανειστές μας. Οι οποίοι όχι μόνο εξασφαλίζουν τα χρήματα τους αλλά, τουλάχιστον οι Γερμανοί κερδίζουν και πάνω από 600 εκατομμύρια το χρόνο, αφού μας δανείζουν με «πανωτόκι» πάνω από 2% (δανείζονται με λιγότερο από 3% και μας δανείζουν σχεδόν με 6%).

 

Αντωνάκος Αντώνης

30-11-2010

[email protected]           http://www.antonakos.edu.gr