Αντρέας 3.

Γ. Η «μεταμόρφωση» ή «βάτραχος» που έγινε «πρίγκιπας».

«Αλλά η ουδετερότητα του Ανδρέα διάρκεσε ως τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 – δηλαδή ως τις δύσκολες εκλογές, που το Κέντρο είχε κερδίσει τη σχετική πλειοψηφία: Τη μέρα αυτή ο Ανδρέας κοιμήθηκε ουδέτερος και ξύπνησε Ροβεσπιέρος και Μαρά!» (Νίκος Δ. Δεληπέτρος «Αποφάσισα να μιλήσω.»)

Ο Ανδρέας επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τις Η.Π.Α., (όπου προφανώς δεν δίδασκε - σε ένα από τα καλά πανεπιστήμια της «πατρίδας του καπιταλισμού και του Ιμπεριαλισμού» - τα «αγαθά» του Σοσιαλισμού και της οικονομικής και κοινωνικής του οργάνωσης), βρέθηκε σε ένα τοπίο το οποίο χαρακτηριζόταν από την πολιτική κυριαρχία του Καραμανλή. Οι επίγονοι του Βενιζέλου είχαν κατ’ επανάληψη αποδειχθεί «λίγοι». Μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις που είχαν σχηματίσει, ύστερα από τις εκλογικές νίκες τους το 50 και το 51, ηττήθηκαν κατά κράτος στις εκλογές του 52 από τον ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ του Παπάγου με τον οποίο εκλέχθηκε ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος και ο Γ. Παπανδρέου. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι τόσο τα ανάκτορα, όσο και ο ξένος παράγοντας είχαν εναντιωθεί στην κάθοδο του Παπάγου στην πολιτική ευνοώντας τις δυνάμεις των παλαιών Βενιζελικών. Το ετερόκλητο μέτωπο που σχημάτισαν με την Αριστερά το 56 και η αποτυχία του απέναντι στην Ε.Ρ.Ε. του Καραμανλή δεν κατάφεραν να τους οδηγήσουν στην επίλυση του βασικού προβλήματος που αντιμετώπιζαν. Του προβλήματος στιβαρής και αδιαμφισβήτητης ηγεσίας. Η συντριβή τους στις εκλογές του 58, στις οποίες η Αριστερά αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι στον Καραμανλή περιορίζοντας την εκλογική τους απήχηση στο 20%[1] τους οδήγησε σε προσπάθειες συμπόρευσης με την Ε.Ρ.Ε.

Κατά πάσα πιθανότητα αυτός είναι ο λόγος που ο Ανδρέας δεν ενεπλάκει αμέσως μετά την επιστροφή του με την πολιτική. Δεν πίστευε ότι ο 73χρονος ήδη πατέρας του είχε πολιτικό μέλλον. Γι’ αυτό και – σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δεληπέτρος – δήλωσε στον Καραμανλή ότι δεν είχε γυρίσει στην Ελλάδα για τον πατέρα του[2].

Λίγο διάστημα μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δρομολογήθηκαν πολιτικές εξελίξεις. Οι εκλογές του 58 είχαν γίνει στις 11 Μαΐου. Τον Σεπτέμβριο του 61 ο Καραμανλής υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης του και πρότεινε ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον «βενιζελικό» Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Αντί γι’ αυτόν ο Παύλος διόρισε τον «ανακτορικό» Δόβα, γεγονός που σχετίζεται με τις μετέπειτα εξελίξεις και γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Την ίδια μέρα (20.9.61) ύστερα από πολλές διεργασίες και πιέσεις από όλες τις πλευρές, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της εκλογικής επιτυχίας  του 58 της Αριστεράς, ανακοινώνεται η συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου[3]. Το κεντροδεξιό «μόρφωμα», γιατί περί μορφώματος επρόκειτο, ήταν μια ετερόκλητη συμμαχία 8 κομμάτων και κομματιδίων που δεν έπειθε ότι μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Καραμανλή ούτε τους συνιδρυτές του. Είναι λογική λοιπόν η στάση του Αντρέα που δεν βλέπει πολιτικό μέλλον στην Ε.Κ. και ασφαλώς δεν είναι ο μόνος που αναλύει έτσι την κατάσταση. Και ήταν λογική όχι απλώς λόγω της απόστασης που χώριζε το 20,67% του 58 από την πλειοψηφία, αλλά κυρίως γιατί στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογών η ανάπτυξη της χώρας προχωρούσε με εκπληκτικούς ρυθμούς, με αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο του λαού, και ως παράλληλο και αλληλένδετο αποτέλεσμα η προσωπική ακτινοβολία Καραμανλή είχε εκτοξευθεί. Γι’ αυτό και τα όποια έκτροπα έγιναν, και έγιναν έκτροπα, κατά την προεκλογική περίοδο αφ’ ενός μεν δεν προέρχονταν από την κυβέρνηση - γιατί απλούστατα δεν τα είχε ανάγκη - και αφ’ ετέρου σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και να ανατρέψουν την τεράστια διαφορά (17,15% ή 792.508 ψήφους, ας σκεφθούμε αντίστοιχα τις 70.000 για τις οποίες έχασε η Ν.Δ. το 2000) που τελικά είχε η Ε.Ρ.Ε. (50,81%) απέναντι στην Ε.Κ.(33,66%). Σε κάθε περίπτωση και παρά το γεγονός ότι τα πάντα έγιναν, όχι για να κερδίσει η Ε.Ρ.Ε. ούτε για να μην γίνει η Ε.Κ. κυβέρνηση αλλά, για να μην ξαναγίνει η Αριστερά αξιωματική αντιπολίτευση τα γεγονότα αποτέλεσαν την «χρυσή ευκαιρία» για τον Γ. Παπανδρέου για να κηρύξει τον «ανένδοτο» ο οποίος σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα, με κυριότερο τη ολοένα εντεινόμενη σύγκρουση του Καραμανλή με το Παλάτι (πηγή Σωτήρης Ριζάς «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»), δρομολόγησαν τις εξελίξεις οι οποίες έφεραν τον 76χρονο αρχηγό της Ε.Κ. στην εξουσία. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 63, είχε προηγηθεί η παραίτηση Καραμανλή (11/6), η Ε.Κ. πήρε σχετική πλειοψηφία και την ίδια μέρα όπως αναφέρει ο Δεληπέτρος, στενός συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου, τελείωσε η μακρά περίοδος της «ύπνωσης» του «πολιτικού αντάρτη» και γεννήθηκε ένας νέος Μαρά ή Τσε.

Αλλά ποιο ρόλο διαδραμάτισε ο Ανδρέας κατά τον 15μηνο «μήνα του μέλιτος» από τις εκλογές του 64 μέχρι τα «Ιουλιανά» του 65 και στη συνέχεια στα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι τη δικτατορία; Όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι τις 3/11/63 δεν είχε «έρθει στην Ελλάδα για τον πατέρα του», αλλά από την επομένη «περιποιήθηκε τον Καραμανλή σαν να ήταν πατέρας του!...»[4].

Όπως ήδη προαναφέρθηκε για την εκλογική νίκη της Ε.Κ. απαιτήθηκε να «συνεργήσουν» πολλοί και ετερόκλητοι παράγοντες από τους οποίους οι κυριότεροι υπήρξαν α) ή εκλογική επιτυχία της Αριστεράς το 1958 που συσπείρωσε δυνάμεις στην προσπάθεια συγκρότησης «Εθνικής Αντιπολίτευσης», β) τα έκτροπα που σημειώθηκαν κατά τις εκλογές του 61 στην προσπάθεια ακριβώς υλοποίησης του προηγούμενου στόχου («Εθνική Αντιπολίτευση»), γ) στη στράτευση, για τους δικούς λόγους και στόχους, της Αριστεράς στον «Ανένδοτο», δ) στην έμπρακτη εύνοια των ανακτόρων, για την ικανοποίηση των δικών τους επιδιώξεων, προς την Ε.Κ.. Αυτοί οι παράγοντες έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν κατά την διακυβέρνηση για να μην οδηγηθεί το καράβι στα βράχια, όπως τελικά οδηγήθηκε.

Μετά την εκλογή του ο Ανδρέας στις εκλογές του 64, παρά το γεγονός ότι ήταν νεοεκλεγείς, ανέλαβε ένα από τα σημαντικότερα Υπουργεία. Το υπουργείο Προεδρίας. Άρχισε δε αμέσως να λειτουργεί ως πόλος αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα απέναντι στον πατέρα του, χρησιμοποιώντας το «ψυχολογικό πλεονέκτημα» που είχε ως «μέσο εκβιασμού»)[5]. Το γεγονός αυτό ήταν φυσικό να προκαλεί εντάσεις μέσα στον πολυκομματικό συνασπισμό που στην ουσία ήταν η Ε.Κ. και δυσαρέσκεια σε παραδοσιακά στελέχη, τα οποία εκτός του ότι είχαν σηκώσει όλο το βάρος του αγώνα για την εκλογική επικράτηση επί πολλά χρόνια, διαφωνούσαν σε σημαντικό βαθμό με πολλές από τις θέσεις και τις πολιτικές που εξέφραζε ο Ανδρέας. Επιπλέον ο «όψιμος αντάρτικος» ακτιβισμός του, έθετε σε κίνηση επικίνδυνες διεργασίες, σε αντιδημοκρατικά μεν μορφώματα, των οποίων όμως το «ξεδόντιασμα» απαιτούσε υπομονή, προσεκτικές κινήσεις και ευρύτερη συναίνεση.

Ένα κορυφαίο ζήτημα στο οποίο εμπλέκεται – σύμφωνα με τον Δεληπέτρο – είναι η ακύρωση της εφαρμογής του σχεδίου «Άτσεσον» για τη λύση του Κυπριακού[6]. Στο βαθμό που αυτή η αιτίαση αληθεύει είναι αρκετή για να τον ενοχοποιήσει για τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο αλλά και για τις επιπτώσεις τους στην Ελλάδα.

Αυτό που τελικά αποτέλεσε τη θρυαλλίδα η οποία τίναξε την ομαλότητα στον αέρα και άνοιξε διάπλατη τη λεωφόρο για την δικτατορία ήταν η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Στη βάση της υπόθεσης βρίσκεται η εκχώρηση από τον Γ. Παπανδρέου στον Βασιλιά του «προνομίου» να ορίσει Υπουργούς Άμυνας κατ’ αρχήν τον Παπανικολόπουλο και στη συνέχεια τον Π. Γαρουφαλιά, την δε αρχηγία του Γ.Ε.Σ. «εκχώρησε» στον «βασιλικό» Γεννηματά. Όπως σημειώνει ο Δεληπέτρος «με αυτές τις τοποθετήσεις […] αρκετοί κεντρώοι αξιωματικοί […] νόμιζαν ότι ήταν αποπαίδια. Απάνω σ’ αυτό το έδαφος χτίστηκε ο ΑΣΠΙΔΑ. […] σκοπό είχε την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του. Αλλά σε λίγο η οργάνωση αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αποκτήσει και πολιτική ηγεσία. Τότε το 1964, τα πράγματα στο σημείο αυτό ήσαν κάπως σκοτεινά. Τώρα, όμως, ξέρουμε, ότι ο αρχηγός και πολιτικός καθοδηγητής της οργάνωσης ήταν ο Ανδρέας!...». Εκτός από τις μαρτυρίες ορισμένων πρωταγωνιστών της υπόθεσης, δεν είναι ασφαλώς τυχαία η αξιοποίηση σχεδόν όλων των στελεχών της οργάνωσης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε σημαντικές πολιτικές ή κυβερνητικές θέσεις. Άλλωστε και μια μαρτυρία-εκτίμηση[7] του Κύρκου – σχετικά με τις φιλοδοξίες του Ανδρέα – αν και αναφέρεται σε μεταγενέστερη περίοδο είναι χαρακτηριστική του ψυχισμού του και ενισχύει την άποψη της εμπλοκής του στην οργάνωση η οποία οδήγησε στη διάλυση της Ε.Κ. και στη συνέχεια στην έκρυθμη κατάσταση που είχε απόληξη τη δικτατορία. Εκείνη την εποχή πάντως η Αριστερά απέφυγε να θίξει την «μαύρη τρύπα» στην ιστορία του για λόγους σκοπιμότητας[8].

Αφού λοιπόν εξ αιτίας της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία είχε εμπλακεί ο Ανδρέας, η κυβέρνηση της Ε.Κ. οδηγήθηκε σε μετωπική σύγκρουση με το Παλάτι,  στη συνέχεια το κόμμα διασπάστηκε με την «αποστασία» και άρχισε ο δεύτερος ανένδοτος με τον οποίο άνοιξαν οι πύλες της ανωμαλίας.

Να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα, κομμουνιστικός κίνδυνος ή κίνδυνος ανατροπής του πολιτεύματος δεν υπήρχε. Αυτό που υπήρχε ήταν η ένταση που δημιουργήθηκε στην κοινωνία με την ακραία πόλωση που προκλήθηκε. Η Δημοκρατία δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα της με σύνεση και ηρεμία[9]. Και αυτοί που καιροφυλακτούσαν το εκμεταλλεύτηκαν[10]. Δεν υπήρξαν «χρήσιμοι ηλίθιοι» στην πολιτική ηγεσία. Υπήρξαν «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» αλλά το χειρότερο είναι ότι αυτοί που «κρατούσαν τα κλειδιά» ήταν ή συναισθηματικά αδύναμοι ή «αδίστακτοι οπορτουνιστές».

Η συναισθηματική – λόγω ηλικίας και «ενοχών από το παρελθόν – αδυναμία του πατέρα και ο «οπορτουνισμός» του γιού αποτέλεσαν ένα εκρηκτικό μείγμα. Σύμφωνα με την καθ’ υπερβολή εκτίμηση του Δεληπέτρου; «μετά την παραίτησή του από πρωθυπουργός έγινε δικηγόρος του γιού του» αφού «συμμορφωνόταν κατά κανόνα με τις οδηγίες που του έδινε».

Λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα, «αποφάσισε ο Γ. Παπανδρέου – κρυφά από το γιό του! να προβεί σε συμφωνία με το Βασιλιά και τον Π. Κανελλόπουλο για υπηρεσιακή κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές» . Ο Ανδρέας το πληροφορήθηκε και: «Σαράντα πέντε κεντρώοι βουλευτές, που βρίσκονταν υπό την άμεση καθοδήγηση του διατύπωσαν έντονη διαμαρτυρία εναντίον της «προδοσίας»». Μόνο η σθεναρή – αυτή τη μοναδική ίσως φορά – στάση του αρχηγού της Ε.Κ. απέτρεψε τελικά την υλοποίηση της ανταρσίας. Με τη συμφωνία για το σχηματισμό της Κυβέρνησης Παρασκευόπουλου ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε εγκαταλείψει πλέον την πολιτική της σύγκρουσης με το Παλάτι – «σύγκρουση και όπου το έβγαζε η άκρη» - και είχε ακολουθήσει την πολιτική του συμβιβασμού – αλλά ενός πλήρους συμβιβασμού «κι όπου το έβγαζε η άκρη»!...

Και καταλήγει ο Δεληπέτρος: «Αργότερα μάθαμε, ότι κατά τη γνώμη του Γέρου «η Κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχαμε για να αποφύγουμε την επερχόμενη δικτατορία»: «Αλλά δυστυχώς ο γιός μου ο Ανδρέας δεν καταλάβαινε τίποτα»!».

 

07-02-2017

Αντώνης Αντωνάκος

antonakosantonis@gmail.com http://www.antonakos.edu.gr

 



[1] Η φιλελεύθερη-βενιζελική παράταξη καταποντίστηκε, λαμβάνοντας ποσοστό 20,67%, πληρώνοντας την παροιμιώδη πλέον ενδοπαραταξιακή διαμάχη Σοφοκλή Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου.

[2] «Και καθώς φαίνεται ο Ανδρέας δεν είχε κάνει καλή εντύπωση στον Καραμανλή, γιατί του είχε μιλήσει ασεβώς για τον πατέρα του! Όταν τελείωσε η ευχαριστήρια επίσκεψη, ο Καραμανλής είπε στον Ανδρέα ότι μπορούσε να κάνει τη δουλειά που του είχανε αναθέσει και παραλλήλως να βοηθάει και τον πατέρα του στην πολιτική του. Και είχε προσθέσει, ο Πρόεδρος, ότι ο Ανδρέας, θα μπορούσε να διαδεχθεί μια μέρα τον πατέρα του στην πολιτική. Σε αυτό το σημείο ο Ανδρέας τσίνισε. Να βοηθήσει πολιτικώς τον πατέρα του; Αυτός δεν είχε έλθει στην Ελλάδα για τον πατέρα του! Είχε αποφασίσει να επιστρέψει μόνο όταν διαπίστωσε, ότι ο Καραμανλής, με το έργο του, είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της χώρας!...» («Αποφάσισα να μιλήσω»)

[3] Η Ένωση Κέντρου, που αναγγέλθηκε η ίδρυσή της ανήμερα της ορκωμοσίας της υπό τον Κ. Δόβα υπηρεσιακής κυβέρνησης, στις 19 Σεπτεμβρίου 1961, συγκροτήθηκε από τα πρώην κόμματα: Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου, Λαϊκό Κοινωνικό του Στ. Στεφανόπουλου, Κόμμα Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη (συνεργαζόμενο κόμμα με την ΕΚ), Προοδευτικό Εργατοτεχνικό του Παυσ. Κατσώτα, ΕΠΕΚ του Σάββα Παπαπολίτη,Δημοκρατικό Κέντρο-Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωσις του Ηλία Τσιριμώκου και ένα μικρό δεξιό κόμμα του Θ. Τουρκοβασίλη. Η Ένωση Κέντρου διοικούνταν από οκταμελή επιτροπή της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Wikipedia

 

[4] «Που ήταν κρυμένος αυτό ο αντικαραμανλικός φανατισμός; Που ήταν κρυμμένος αυτός ο αδιάλλακτος πολιτικός που είχε κοιμηθεί πρόβατο και είχε ξυπνήσει ταύρος; Θέλω να πω ότι από κει και πέρα ο Ανδρέας περιποιήθηκε τον Καραμανλή σαν να ήταν πατέρας του!...» Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»

[5] «Είχε γίνει φανερό – ο ίδιος ο Ανδρέας το είχε καταστήσει φανερό – ότι την πατρική παρουσία θα την ανεχόταν μόνο όσο καιρό έκρινε ότι θα του ήταν απαραίτητη. Εν τω μεταξύ μεταχειριζόταν την προνομιακή θέση, που του προσέφερε το επώνυμο Παπανδρέου και ο συγγενικός δεσμός, για να στήσει συστηματικά, ένα δικό του κομματικό «μικρομάγαζο». Αρκεί να σημειωθεί ότι το «μικρομάγαζο», αυτό, στην ακμή του, έφτασε να διαθέτει 40 κεντρώους βουλευτές, που πειθαρχούσαν στις εντολές του Ανδρέα, ακόμη και όταν εδημιουργούντο πολιτικές προστριβές μεταξύ του πατέρα και του γιού! […]Όταν τον έδιωχνε από το σπίτι - γιατί συνέβη μια-δυο φορές και αυτό – υφίστατο βασανιστικές κυρώσεις, που του ήταν αδύνατο να τις υποφέρει: Ο στοργικός γιός δεν άφηνε τα παιδιά του να πηγαίνουν να βλέπουν τον παππού τους!...». Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»

 

 

[6] «…Προσωπικώς δεν πίστευα ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε εγκαταλείψει το σχέδιο «Άτσεσον». Νόμιζα ότι επρόκειτο για κάποιον ελιγμό. Πάντως ή ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα – που προέβλεπε το σχέδιο – είχε απορριφθεί κατόπιν συντονισμένων ενεργειών του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη Λευκωσία και του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αθήνα. Το σχέδιο «Άτσεσον» δεν ήταν μόνο φιλονατοϊκό αλλά ήταν και διχοτομικό, και τελικώς καταγγέλθηκε ως αντεθνικό!...». Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»

[7] Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

[8] «…είχε γεννηθεί το ερώτημα πώς αντιμετωπίζει η ΕΔΑ αυτόν τον νέο παράγοντα, ο οποίος ήρθε με κεντροαριστερές ιδέες, ανοιχτός στον διάλογο, αρνητικός απέναντι σε πολλές πλευρές της πολιτικής του πατέρα του. Τι ήταν αυτό, ήταν ένας ενδεχόμενος κίνδυνος ή ήταν μια δυνατότητα συμμαχίας; Σε αυτό το ερώτημα σκόνταψα. Και πρέπει να πω ότι εγώ με όλη μου τη δύναμη και την επιρροή τάχτηκα υπέρ των καλών σχέσεων με τον νέο παράγοντα. Να μην πάμε σε πολεμική, να μην ανακατώσουμε ότι ο Ανδρέας ήταν ο μέγας απών στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά να κοιτάξουμε να δημιουργήσουμε φιλικές σχέσεις αποβλέποντας στο μέλλον.». Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

[9] «… Οι διαδηλώσεις ήταν συνεχείς στους αθηναϊκούς δρόμους. Και επρόκειτο για διαδηλώσεις που κατέληγαν κατά κανόνα σε έκτροπα. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής έβλεπε ότι υπήρχαν δυνάμεις που σπρώχνανε τα πράγματα προς την ανωμαλία. […] Αυτά τα περί αυθορμήτων λαϊκών εκδηλώσεων είναι δυστυχώς, κατά το πλείστον παραμύθια. […] Ο Γ. Παπανδρέου συνήθιζε να μας λέει: «ο κομμουνισμός είναι ως εκλογική δύναμη περίπου 12%, ως προπαγάνδα 70% και ως πεζοδρόμιο είναι 90%!... γνώριζε λοιπόν πολύ καλά τι προσδοκούσε ο Γ. Παπανδρέου από την ευκαιριακή και πρόσκαιρη πεζοδρομιακή συμμαχία του γιού του με τους κομμουνιστές.» Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»

 

 

 

 

[10] Πολική είναι – μεταξύ όλων των άλλων - η ορθή εκτίμηση των καταστάσεων, και η αποφυγή λαθών τα οποία θα δώσουν την ευκαιρία στον αντίπαλο που ελλοχεύει να τα εκμεταλλευτεί. Για παράδειγμα η λανθασμένη εκτίμηση των πολιτικών και στρατιωτικών δεδομένων το 1974 στην Κύπρο από την χούντα του Ιωαννίδη οδήγησε στην κατοχή και στην de facto διχοτόμηση. Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ανατράπηκε με το πραξικόπημα μια συνταγματική κυβέρνηση, ακόμα και αν ο Μακάριος ήταν δικτάτορας ή προδότης η κατάσταση ελάχιστα θα διέφερε. Αυτό απλώς έκανε την επέμβαση της Τουρκίας πιο εύκολα δικαιολογήσιμη. Γιατί στις διεθνείς σχέσεις αυτό που μετράει είναι το δίκαιο του ισχυρού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους βομβαρδισμούς του 64. Μπορεί η κατάληψη να είχε πραγματοποιηθεί από τότε, αν οι Τούρκοι είχαν εκτιμήσει ότι στρατιωτικά θα ήταν δυνατή και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων θα ήταν ανεκτή. Σε τελική ανάλυση λοιπόν τα «καρκινώματα» υπήρχαν. Υπήρχαν στον απόηχο του διχασμού του στρατεύματος σε δύο «φράξιες» - περισσότερο αντίπαλες επαγγελματικά παρά ιδεολογικά – και είχαν ενισχυθεί από την αιματηρή σύγκρουση του εμφυλίου ο οποίος δημιούργησε θύτες αλλά και θύματα. Γι’ αυτό αυτοί που από ηλιθιότητα, φανατισμό ή ιδιοτέλεια και αλαζονεία τα αγνόησαν έχουν τεράστιες ευθύνες. Και κάτι άλλο το 1940 οι Ιταλοί βύθισαν την «ΕΛΛΗ». Αν δεν αγνοούσαμε τότε την ακραία πρόκληση η Ελλάδα θα είχε καταληφθεί από τον Αύγουστο και όντως ο Μουσολίνι «θα έπινε καφέ σε μία βδομάδα στην Αθήνα». Αλλά και σήμερα διανοείται κάποιος να προτείνει «δυναμική απάντηση» στις καθημερινές – εδώ και δεκαετίες – προκλήσεις της Άγκυρας; Ασφαλώς όχι. Γιατί; Γιατί η εκτίμηση των δεδομένων δεν το επιτρέπει. Αλλά αν αυτά ισχύουν διαχρονικά, γιατί δεν ισχύουν και για την περίοδο 1965-1967;