Καταχνιά.

 

Παιδεύει η καταχνιά το λογισμό μου

Μέσα στο μυαλό μου χαλασμός

Σκέψεις κάθε λογής, σοβαρές, μικρές,

Σκέψεις που τυραννούν για πολύ το νου

Σκέψεις αστραπές ασύλληπτες εμπνεύσεις

Διψά η ψυχή για τη φιλοσοφία της ζωής

Ψάχνει το φως της αλήθειας π’ αχνοφέγγει

Το φως που είναι τόσο θαμπό και ξέμακρο

Και όσο αυτή το κυνηγά τόσο μακραίνει εκείνο

μοιάζοντας τόσο με τον άνθρωπο

Που προσπαθεί να πιάσει την σκιά του

Και είναι τούτο κωμικό και τραγικό μαζί.

 

Ψάχνει ο λογισμός μου κάπου να πιαστεί

Οι σκέψεις μου θαρρείς πλοκάμια ανασαλεύουν

Ψάχνοντας να βρουν κάποιο στήριγμα

Τυραννά την ψυχή μου η αμφιβολία, η προσμονή

Η προσμονή και εγώ δεν ξέρω για τι

Έτσι είναι απλά μια άσβηστη ελπίδα

που παίρνει διάφορα ονόματα και μορφές

Της αιωνιότητας, της αγάπης, του έρωτα, της ευτυχίας

Μα που ωστόσο μένει πάντα η ίδια η αιώνια ελπίδα

Που στηρίζει την ψυχή μας

στις γκρίζες ώρες της απαισιοδοξίας.

Τα βήματά μου αβέβαια με φέρνουν στο άγνωστο

Τρέχω, βιάζομαι να μάθω τι υπάρχει στο τέρμα.

Αλλά να υπάρχει στ’ αλήθεια ένα τέρμα;

Είναι αυτό που θαρρούμε το τέρμα

ή είναι μια μετουσίωση;

 

Μπροστά μου κυλά ένα ποτάμι

στέκομαι συλλογισμένος

και θωρώ τα διάφανα νερά του

που τρέχουν σιωπηλά στο δρόμο τους.

Τούτο το νερό δεν σταματά ποτέ

Τρέχει αδιάκοπα ωσότου φθάσει στον προορισμό του

Μα δεν υπάρχει τέρμα γι’ αυτό

λαθεύει όποιος θαρρεί τη θάλασσα για τέρμα του

Η θάλασσα είναι ένα ποτάμι

ένα ποτάμι που κυλά στον ουρανό και στην άβυσσο

Ένα τέρμα και μια αφετηρία μαζί

ο κόσμος είναι ερμητικά κλεισμένος

τίποτα δεν αφήνει να του ξεφύγει προς την ανυπαρξία

δημιουργεί, διαλύει, καταστρέφει

και πάλι από τα χαλάσματα δημιουργεί.

Δημιουργεί κάτι κοινό ή κάτι νέο

Κάτι ασήμαντο ή σημαντικό

Κάτι τωρινό ή αιώνιο

Μα ωστόσο πάντα δημιουργεί,

πάντα καταλύει και καταστρέφει

Και πάντα δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτε.

 

Το ποτάμι μου κλείνει τον δρόμο

Και δεν υπάρχει τρόπος να το διαβώ

Ίσως ο δρόμος του νάναι και δικός μου δρόμος

Ίσως αυτό το ποτάμι νάναι το πεπρωμένο μου.

Παίρνω τον δρόμο πλάι στο ποτάμι

Και έγινε πια το νερό σύντροφός μου

Το αγαπώ τόσο το νερό, το σύντροφό μου.

Η ψυχή μου διψά ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται.

Είναι στιγμές που νοιώθω

το μίσος να μου φλογίζει την καρδιά.

Μίσος για τους ανθρώπους, τον εαυτό μου, τη ζωή,

Όμως ξέρω καλά πως δεν μισώ αυτά

Μισώ την αμφιβολία που μου τυραννά τον νου

Αλλά αυτό διαρκεί στιγμές μόνο

Στιγμούλες όπως στιγμούλα είναι η ζωή.

Έπειτα πλημμυρίζει το είναι μου αγάπη.

Μια αγάπη που μόνο η ψυχή μπορεί να νοιώσει.

Αυτή η αγάπη είναι η ευτυχία η αιωνιότητα.

Εκείνες τις ιερές στιγμές αγαπώ το κάθε τι

Καθετί τωρινό και χειροπιαστό

Που δεν υπήρξε χθες δεν θα υπάρξει αύριο.

Το χτες ήταν ένα όνειρο

Το αύριο είναι μια σκιά.

Δεν αγαπώ τις σκιές και τα φαντάσματα

Το χτες είναι τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί μας

Το αύριο είναι ο σατράπης μας, μας καθορίζει.

Εκείνες οι ιερές στιγμές είναι κοινωνία

Κοινωνία απολυτρωτική και σωτήρια

Δεν υπάρχει άνθρωπος αυτές τις στιγμές

Υπάρχει μόνον η ψυχή της ανθρωπότητας.

(1968)