Σταθερότητα-κανονικότητα και άλλα «αφηγήματα».

Γίνεται πολύς λόγος για την επάνοδο στην κανονικότητα και για την ανάγκη σταθερότητας. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για σημαντικές παραμέτρους της ομαλότητας και της ασφάλειας. Μόνο που οι λέξεις, όταν δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια το νόημά τους, χάνουν την αξία τους. Οι λέξεις, όταν δεν σημαίνουν, διεγείροντας νοητικές διεργασίες, απαξιώνονται και –προκαλώντας μόνο ανακλαστικά ερεθίσματα ως καμπανάκια του Παυλώφ- απαξιώνουν τους πολίτες.

Πολλά είναι εκείνα που προσδιορίζουν την κανονικότητα συμβάλλοντας στην σταθερότητα σε μια δημοκρατική πολιτεία. Πρώτα και κύρια βέβαια, στο μεδούλι του πολιτεύματος, προσδιορίζεται ο χαρακτήρας του από τον βαθμό της ουσιαστικής άσκησης της εξουσίας από τους πολίτες. Αυτό προϋποθέτει την μη υπονόμευση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας από παρεμβάσεις ξένων ή οικονομικών επικυρίαρχων. Προϋποθέτει ακόμα την μη παραίτηση των πολιτών από την άσκηση αυτού του κυριαρχικού δικαιώματος. Μπορούμε να μιλάμε για σταθερότητα και κανονικότητα όταν ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό πολιτών απέχει ακόμα και από το στοιχειωδέστερο λειτούργημα, αυτό του εκλογέα; Πόσο σταθερή είναι μια δημοκρατία και πόσο λειτουργεί στα πλαίσια της «κανονικότητας» όταν απέχει το 53% -το 57% το 2017- των πολιτών όπως πρόσφατα συνέβη στην Γαλλία; Η συμμετοχή, αποτελώντας τον δείκτη εμπιστοσύνης και στήριξης της κοινωνίας στο πολίτευμα, είναι η πρώτη προϋπόθεση της σταθερότητας και της κνονικότητας.

Ξέχωρα από την συμμετοχή καθοριστική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ομαλότητας είναι η ύπαρξη δύο κυρίαρχων συστημικών πολιτικών σχηματισμών που εναλλάσσονται στην εξουσία. Η αυξημένη συμμετοχή για παράδειγμα στις Γαλλικές εκλογές δεν θα εξασφάλιζε την σταθερότητα αν σε απόσταση αναπνοής ακολουθούσε ένας ανατρεπτικός -είτε ακροδεξιός είτε ακροαριστερός- πολιτικός σχηματισμός. Η σταθερότητα –συνεπώς και η κανονικότητα- ενός δημοκρατικού πολιτεύματος έχει στον πυρήνα της την εμπιστοσύνη των πολιτών η οποία κατ’ αρχήν και κατ’ εξοχήν εκφράζεται με δύο τρόπους. Πρώτον με την συμμετοχή τους και δεύτερον με την συνειδητή υποστήριξη των συστημικών πολιτικών δυνάμεων.

Εκλ.

Κόμμα

Σύν.

Συμμ.

 

1ο

2ο

1974

54,37

20,42

74,79

79,53

1977

41,84

25,34

67,18

77,76

1981

48,07

35,88

83,95

78,61

1985

45,82

40,85

86,67

79,10

1989

44,28

39,13

83,41

80,33

1989

46,19

40,67

86,86

80,69

1990

46,89

38,61

85,50

79,51

1993

46,88

39,30

86,18

79,22

1996

41,49

38,61

80,10

76,35

2000

43,79

42,74

86,53

74,49

2004

45,36

40,55

85,91

76,50

2007

41,84

38,10

79,94

74,15

2009

43,92

33,47

77,39

70,95

2012

18,85

16,78

35,63

65,10

2012

29,66

26,89

56,55

62,47

2015

36,34

27,81

64,15

63,87

2015

35,46

28,09

63,55

56,57

2019

39,85

31,53

71,38

57,78

Εξετάζοντας την πρόσφατη Ελληνική πραγματικότητα, υπό αυτή την διπλή παράμετρο, διαπιστώνουμε ότι τα τελευταία 12 χρόνια υπάρχει ένας ισχυρός κλονισμός αυτού του δίπολου σταθερότητας. Συγκεκριμένα διαπιστώνεται ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών και στο σύστημα και στους πολιτικούς φορείς του. Η συμμετοχή των πολιτών έχει μειωθεί κατά 13% -πλησιάζοντας τα ποσοστά της Γαλλίας- ενώ σχεδόν εξαφανίστηκε πολιτικά ο δεύτερος πόλος του μεταπολιτευτικού δίπολου εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ, πληρώνοντας ένα μικρό μόνο μέρος από τις πολιτικές του αμαρτίες. Ο πρώτος δείκτης, αυτός της συμμετοχής, παρουσιάζει, δικαιολογημένα από πολλές απόψεις, σημεία επιδείνωσης ενώ ο δεύτερος δείκτης παρουσιάζει σημεία βελτίωσης στο βαθμό που θα σταθεροποιηθεί το νέο συστημικό δίπολο. Προϋπόθεση βέβαια είναι να μην διαλυθεί κάποιος από τους πόλους αυτού του δίπολου όπως έγινε με το ΠΑΣΟΚ ή στην προ της Δικτατορίας περίοδο με τους επιγόνους του Βενιζέλου και το συνονθύλευμα της Ένωσης Κέντρου.

Είναι γεγονός ότι, αν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης το δημοκρατικό σύστημα αμφισβητήθηκε στις δύο περιπτώσεις που αναθεωρητικές δυνάμεις –ΠΑΣΟΚ το 1981 και ΣΥΡΙΖΑ το 2015- ανήλθαν στην εξουσία, στην προ Δικτατορίας περίοδο η σταθερότητα υπονομεύθηκε από τις ασύμμετρες φιλοδοξίες των «κληρονόμων» του κόμματος των Φιλελευθέρων. Η αρχομανία, ασύμβατη με τις αρχηγικές τους ικανότητες, τους  στέρησε την εξουσία το 1952. Η Ένωση Κέντρου, που δημιουργήθηκε όχι μόνο με τις ευλογίες αλλά και με τη συμβολή όλων, ακόμα και του Καραμανλή, –στην προσπάθεια να μην επαναληφθεί το εκλογικό αποτέλεσμα του 1958 που έφερε την Αριστερά στην αντιπολίτευση και να διαμορφωθεί το εθνικό συστημικό δίπολο που θα εξασφάλιζε την δημοκρατική σταθερότητα- διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη αφού τα ηγετικά της στελέχη αντιμετώπιζαν την εξουσία περισσότερο ως προσωπικό και οικογενειακό λάφυρο και λιγότερο ως άσκηση καθήκοντος προς το Έθνος και το κοινωνικό σύνολο. Ο εκλογικός θρίαμβος (52,72%) του 1964 και οι 171 βουλευτές δεν εξασφάλισαν την σταθερότητα των πολιτικών «πλίνθων» που είχαν συσσωρευτεί «εκ Δεξιών και εξ Ευωνύμων».

Μετά την, καθυστερημένη, πολιτική «ενηλικίωση» του ΠΑΣΟΚ, φάνηκε να διαμορφώνεται στην χώρα ένα σταθερό συστημικό δίπολο που διασφάλιζε την σταθερότητα. Η πολιτική αβελτηρία -αν όχι και τυχόν άδηλες δεσμεύσεις του ΓΑΠ- οδήγησαν σε εγκληματικές πολιτικές αποφάσεις με συνέπεια το διπλό πλήγμα στην δημοκρατική σταθερότητα. Η εμπιστοσύνη των πολιτών κλονίστηκε ανεπανόρθωτα τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στους εκπροσώπους του. Έτσι το 43,92% και οι 160 έδρες στην Βουλή δεν εξασφάλισαν την σταθερότητα παρά το γεγονός ότι στην αντιπολίτευση βρισκόταν η Ν.Δ. η οποία όχι μόνο δεν υποκινούσε την κοινωνική αναταραχή αλλά δεσμευόταν (ομιλία Καραμανλή στην Βουλή) να στηρίξει την νέα κυβέρνηση στις αναγκαίες, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, επώδυνες πολιτικές αποφάσεις. Η κομματική σκοπιμότητα, η πολιτική εμπάθεια και η προσωπική ανεπάρκεια κυριάρχησαν και το αποτέλεσμα ήταν ανυπολόγιστα καταστροφικό. Η αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος έφερε στο προσκήνιο δυνάμεις του πολιτικού περιθωρίου, δυνάμεις αναθεωρητικές που αμφισβήτησαν την Δημοκρατική ομαλότητα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από μια δαπανηρή για την οικονομία και βίαιη πολιτική ενηλικίωση, να φαίνεται ότι αντικαθιστά  το ΠΑΣΟΚ –ακολουθώντας τα βήματά του με πιο γρήγορο βηματισμό- στη θέση του δεύτερου συστημικού πόλου, αλλά σε καμία περίπτωση η σταθερότητα δεν είναι ορατή. Ιδιαίτερα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν οι καταιγιστικές παγκόσμιες εξελίξεις.

Είναι ουτοπικό να θεωρείται ότι ένα ποσοστό της τάξης του 37-38% -σε μια εκλογική διαδικασία στην οποία δεν συμμετέχει ούτε το 60% των πολιτών- χαρίζοντας αυτοδυναμία θα εξασφαλίσει την σταθερότητα. Όταν το μέλλον είναι δυσοίωνο και οι οικονομικές ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη. Όταν όλο και περισσότερο διευρύνονται οι ανισότητες και συρρικνώνεται η Μεσαία Τάξη. Όταν η ανεργία, η δυσπραγία και η φτώχια οδηγούν τους πολίτες στην «πολιτική αποχώρηση», όταν η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση «βρασμού», οι τεχνητές πλειοψηφίες δεν εξασφαλίζουν σταθερότητα. Τα πράγματα γίνονται περισσότερο δυσοίωνα αν συνυπολογιστεί το γεγονός της δικαιολογημένης αμφιβολίας για την συνοχή των συστημικών πολιτικών φορέων. Συνοχή η οποία εξασφαλίζεται με την αταλάντευτη προσήλωση στην εξυπηρέτηση εθνικών-κοινωνικών στόχων. Με την αποκήρυξη κάθε πρακτικής που την αποστερεί από ηθικά ερείσματα θυμίζοντας το καταστροφικό προηγούμενο της Ε.Κ. του 1963-1965. Τα κόμματα δεν «συνέχονται» από ασύμμετρες φιλοδοξίες και συμφέροντα αλλά με το ήθος και την αξία.

Αντωνάκος Αντώνης

22-09-2022

antonakosantonis@gmail.com           http://www.antonakos.edu.gr

Δημοσιεύθηκε και στα sites: tribune, olympia, timenews, taxidromos, fevgato.