Η «αλλαγή μοντέλου» και το «κοινωνικό μέρισμα».

«Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας πιστοποιούν ότι ο βασικός στόχος επετεύχθη: Η πανδημία δεν τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την ελληνική οικονομία. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες, όμως, είναι ακόμα εδώ. Το «αναπτυξιακό» μοντέλο εξακολουθεί να βασίζεται στην κατανάλωση και στον τουρισμό. Η ευφορία της ανάκαμψης πρέπει να αξιοποιηθεί ώστε να προωθηθεί τώρα η αλλαγή του μοντέλου. Ο τελικός προορισμός παραμένει μια οικονομία που θα αναπτύσσεται βιώσιμα, χωρίς δανεικά και χωρίς να εξαιρείται κανείς από τους καρπούς της.», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/9/21

Αν εξαιρέσουμε το «εισαγωγικό καλωσόρισμα», αναγκαίο για να γίνει ευκολότερα η «κατάποση», το κύριο άρθρο της κυριακάτικης Καθημερινής θέτει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Ο μεταπρατικός και εν πολλοίς παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας, με προωθητικά εργαλεία την κατανάλωση και τον τουρισμό, οδηγεί με βεβαιότητα σε νέα ναυάγια. Προφανώς για το υπάρχον οικονομικό μοντέλο κανένας δεν δικαιολογείται να καταλογίσει ιδιαίτερες ευθύνες στην σημερινή κυβέρνηση. Αυτό βεβαίως ισχύει και για την προηγούμενη. Η προϊούσα αντιπαραγωγική κατεύθυνση της οικονομίας έχει ρίζες βαθιά στον χρόνο. Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε στους βασικούς υπαίτιους της αποβιομηχάνισης της χώρας. Η παράδοση στην «ευωχία» του γρήγορου και εύκολου πλουτισμού επιτελέσθηκε «ανεπαισθήτως» τα τελευταία 50 χρόνια. Θα επιχειρήσουμε όμως μια προσέγγιση της τελευταίας 20ετίας. Από την ένταξη στο ευρώ και μετά, αφού βεβαίως αναφέρουμε την χαμένη ευκαιρία του χρηματιστηρίου όταν η κυβέρνηση Σημίτη αντί να αξιοποιήσει αυτό το κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό εργαλείο, παρέδωσε τους αθώους αποταμιευτές βορά στους σύγχρονους «Ρετζαίους».

Η ένταξη στο ευρώ στέρησε την χώρα από τον αμυντικό μηχανισμό που διαθέτει κάθε αντιπαραγωγική  οικονομία. Την ρύθμιση της ισοτιμίας του νομίσματος. Όπως έχω αναλύσει στο παρελθόν, (Η ένταξη στην Ο.Ν.Ε.. ήταν επιτυχία ή τραγικό λάθος; και Ο.Ν.Ε. Ο δρόμος προς την καταστροφή.), η ισοτιμία του δολαρίου διαμορφώθηκε από τις 43 δρχ. το 1980 σε 367 δρχ. το 2000. Η υποτίμηση της δραχμής, σχεδόν κατά 900% -χαρακτηριστική του αντιπαραγωγικού χαρακτήρα της οικονομίας- ήταν αναγκαίος αμυντικός μηχανισμός. Η ένταξη στο ευρώ διευκόλυνε την καλλιέργεια των ψευδαισθήσεων που δημιουργούσε το «παραισθησιογόνο» της δανειακής ευμάρειας. Αρκεί επί του προκειμένου να τονίσουμε ότι οι χορηγήσεις των τραπεζών από τα 63 δισ. το 2000 εκτοξεύθηκαν σε 233 δισ. το 2008 (Η κρίση και η «φούσκα» της πραγματικής οικονομίας.) διογκώνοντας τον αντιπαραγωγικό και παρασιτικό χαρακτήρα της «αγοράς». Ήταν το πρώτο πλήγμα κατά των μισθωτών και των συνταξιούχων οι αυξήσεις στις απολαβές των οποίων δεν ακολούθησαν σε καμία περίπτωση τις ανατιμήσεις στον σκληρό πυρήνα των αγαθών και των υπηρεσιών που ικανοποιούν τις ανελαστικές ανάγκες των μικρομεσαίων νοικοκυριών.

Αυτό το μοντέλο της οικονομίας καλείται σήμερα να ανατρέψει η κυβέρνηση. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν μπορεί να στηρίζεται κυρίως στην εξευτελιστική υποβάθμιση των μισθών. Ούτε φαίνεται λογικό οι «μεγάλοι» επιχειρηματίες της χώρας να ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο -ή και την παραγωγή- ενέργειας και τις υπηρεσίες. Απαιτείται να πιάσουμε το νήμα εκεί που η επιπολαιότητά μας το έκοψε. Στις μεγάλες αναπτυσσόμενες μεταπολεμικά βιομηχανίες που η πολιτική μας τυφλότητα οδήγησε στην χρεωκοπία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όπως αναφέρει η εφημερίδα: «τελικός προορισμός παραμένει μια οικονομία που θα αναπτύσσεται βιώσιμα, χωρίς δανεικά». Αλλά και  «χωρίς να εξαιρείται κανείς από τους καρπούς της».

Γιατί σε τελική ανάλυση ανήκουμε  σε μια παράταξη που στις ιδεολογικές της αρχές τονίζει ότι: «ή ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορεί να βρει τη δικαίωσή της, χωρίς παράλληλη συμμετοχή των ευρύτερων λαϊκών τάξεων στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος».

Όπως, επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, η παράταξη που μας ενέπνευσε και υπηρετήσαμε σταθερά και απαρέγκλιτα απέναντι στην λαίλαπα του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας, απέναντι στο «απόψε πεθαίνει η Δεξιά» και την «Δεξιά παρένθεση» των «αριστερών του τρίτου δρόμου» και των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων», διακηρύσσει στις ιδεολογικές της αρχές ότι: «αποκρούει οποιαδήποτε άμεση η έμμεση πολιτική ισχύ τού κεφαλαίου. Κατανοεί τη σημασία πού έχει τό κεφάλαιο στην ανάπτυξη της οικονομίας. Και αναγνωρίζει την άξια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην επιχειρησιακή δραστηριότητα. Δεν δέχεται όμως να επηρεάζουν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα τη βούληση της Πολιτείας». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παράταξη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν είχε ανάγκη από «προστάτες», δεν ανεχόταν τους «προστάτες».

Αντώνης Αντωνάκος

14-09-2021

[email protected]                http://www.antonakos.edu.gr

Δημοσιεύθηκε ή αναδημοσιεύθηκε και στα sites: tribune, thepressroom, olympia, political, diodos, e-simerini, palo, inewsgr.